Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από τις εκλογές του Ιούνη μέχρι σήμερα διαμορφώνεται ένας νέος, αρκετά διαφορετικός και περισσότερο απαιτητικός κύκλος, για τους πολιτικούς που, αν δεν κυβερνούν, λένε ότι πρόκειται να κυβερνήσουν.

Αυτό τουλάχιστον τους υπενθυμίζουν οι πολίτες με τις απαντήσεις που δίνουν σε όλες τις δημοσκοπήσεις, είτε τεστάροντας τις επιδόσεις της κυβέρνησης, είτε κρίνοντας τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ξεκινώντας από το πεδίο της αξιωματικής. Η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθούν να πορεύονται με όρους κυριαρχίας, ωστόσο μεγάλο μέρος των πολιτών δυσφορεί για την ακρίβεια, τον πληθωρισμό στα τρόφιμα, το ροκάνισμα του εισοδήματός του, τη δυσκολία να καλύψει τα πάγια στο τέλος κάθε μήνα, την αδυναμία να κάνει ασφαλή σχέδια για το μέλλον των παιδιών του. Από το καλοκαίρι μέχρι σήμερα αναρωτιέται επιπλέον αν η κυβέρνηση μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις επιπτώσεις της Κλιματικής Κρίσης και αν πραγματικά μαθαίνει από τα λάθη της, διορθώνοντας εγκαίρως ό,τι δεν διορθώνεται με αυτόματο πιλοτάρισμα.

Σε όλα τα γκάλοπ, σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες εμφανίζονται απογοητευμένοι – το αντίθετο θα ήταν …είδηση – από τη ρότα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο Στέφανος Κασσελάκης που εκλέχτηκε με άνεση, ερχόμενος από το …πουθενά, υποσχόμενος στους οπαδούς του ότι είναι εκείνος που μπορεί να κερδίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη χάνει μέρα τη μέρα, βουλευτές, στελέχη και το κυριότερο για τον ΣΥΡΙΖΑ ψηφοφόρους. Η γνωστή προτροπή «ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα» δεν έχει στην παρούσα φάση σημασία- ούτε αφήνει περιθώρια γρήγορης ανασύνταξης σε ένα κόμμα, όπου ο ίδιος ο αρχηγός του παραδέχεται επί της ουσίας ότι κυβέρνησε εις βάρος των πολιτών «με Τσακαλώτους και Κατρούγκαλους». Το «τίτλοι τέλους» φιγουράρει σε όλες τις αναλύσεις σχετικά με τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ πολλοί από τους πρώην υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα φτάνουν στην πόρτα της εξόδου, γνωρίζοντας ότι και το επόμενο βήμα δύσκολα θα αποδειχθεί μια κάποια λύση «επιβίωσης» για την επόμενη μέρα.

Είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ που ήρθε στην εξουσία με «νταούλια» και καταρρέει (στην αρχή εκλογικά και στη συνέχεια δημοσκοπικά) με εκκωφαντικό θόρυβο, κινείται όχι ως ένα καραβάνι – για να θυμηθούμε και μια αγαπημένη έκφραση του πρώην αρχηγού του…- που προχωρά συντεταγμένα και πολλά υποσχόμενο προς τις ευρωεκλογές. Ακόμη κι αν δεν δημιουργηθεί νέο ή νέα κόμματα από τα κομμάτια του, ο ΣΥΡΙΖΑ ενδέχεται να επιστρέψει σε μονοψήφια ποσοστά, χάνοντας κάθε προοπτική εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης. Τα … άδεια έδρανα κατά τη χθεσινή προ ημερησίας συζήτηση στην Ολομέλεια της βουλής – απουσίαζαν αρκετοί βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ- αποκαλύπτουν τη συνθήκη της διάσπασης σε εξέλιξη, την επόμενη μέρα γενικότερα και βέβαια την αδυναμία της Κουμουνδούρου να ασκήσει αποτελεσματικά το θεσμικό της ρόλο.

Από την άλλη πλευρά, στη ΝΔ, η ίδια εικόνα – των αρκετών άδειων βουλευτικών εδράνων κατά την τριτολογία του πρωθυπουργού– αν δεν ανησυχεί πρέπει να προβληματίζει το Μέγαρο Μαξίμου. Η αίσθηση της παντοδυναμίας και η λογική του εφησυχασμού φαίνεται ότι λειτουργεί αποσυσπειρωτικά στην κυβερνητική παράταξη. Όσο η ΝΔ αισθάνεται ότι δεν έχει αντίπαλο στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τόσο και διολισθαίνει προς το πεδίο της ελάσσονος προσπάθειας, ενώ οφείλει ως κυβερνητική δύναμη, όχι να κρύβεται πίσω από το 41% αλλά να προωθεί λύσεις για το σύνολο των πολιτών.

Το ΠΑΣΟΚ έχει αυτή τη στιγμή στα χέρια του μια μεγάλη ευκαιρία. Ο νέος πολιτικός κύκλος είναι όμως, εξίσου απαιτητικός και για τη Χαριλάου Τρικούπη. Η ανοδική τάση στα γκάλοπ και το πέρασμα στη δεύτερη θέση είναι ένα δυναμικό χαρτί στα χέρια του Νίκου Ανδρουλάκη, αλλά η συνέχεια εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη μεγάλη κινητικότητα στο χώρο της κεντροαριστεράς. Αν το ΠΑΣΟΚ καταφέρει να αποδείξει ότι έχει εναλλακτική πρόταση και σαφές σχέδιο για την επόμενη μέρα, τότε μπορεί να διεκδικήσει το ρόλο του κεντρικού μονομάχου στο τέλος της τετραετίας. Ο δε πρώτος «σταθμός» των ευρωεκλογών θα είναι κρίσιμος- υπό την έννοια ότι ο πήχης πλέον δεν αφορά μόνο στην επιβεβαίωση της δεύτερης θέσης αλλά και στην καθαρή απόσταση από το τρίτο κόμμα.