Πρώτα τα καλά νέα: τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατάφεραν να φτάσουν σε «πολιτική συμφωνία» για ένα τεράστιας σημασίας –πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής- ζήτημα, τη «ρύθμιση» της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ). Και μάλιστα πριν φύγει η χρονιά, χωρίς να είναι ούτε εύκολες οι διαπραγματεύσεις ούτε δεδομένες οι λύσεις -37 ώρες διάρκεσε ο «τρίλογος» (συζήτηση εκπροσώπων Επιτροπής, Κοινοβουλίου και Συμβουλίου) το Σαββατοκύριακο- και, κερασάκι στην τούρτα, αναδεικνύοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση ως τον πρώτο παγκοσμίως θεσμό που φτάνει σε τέτοιου είδους «ρύθμιση». Υπάρχουν, βέβαια, και τα λιγότερο καλά νέα, που περικλείνονται στα εισαγωγικά που μπήκαν ήδη δυο φορές –και τώρα τρεις- στη λέξη «ρύθμιση»: αυτά που συμφωνήθηκαν (και που ελπίζεται ότι θα γίνουν νόμος τη χρονιά που έρχεται), έχουν, σχεδόν νομοτελειακά, τόσο πολλές ατέλειες και «τρύπες», που είναι να αναρωτιέται κανείς αν άξιζε αυτή η μεγάλη προσπάθεια. Ας πω τη γνώμη μου από την αρχή: άξιζε.

Ήδη από μόνο του το προς «ρύθμιση» ζήτημα θέτει εγγενή όρια, που είναι, στην πραγματικότητα, ανυπέρβλητα εμπόδια. Η τεχνητή νοημοσύνη αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα και συγχρόνως ένα από τα επικινδυνότερα αινίγματα της σύγχρονης εποχής. Συνδέεται άρρηκτα με την τεχνολογία, η οποία εκ φύσεως αντιστέκεται, εκφεύγει ή παρακάμπτει κάθε ρυθμιστική παρέμβαση. Οι εξελίξεις ξεπερνούν κατά πολύ τη γεωγραφική και πολιτική παράμετρο της Ευρώπης (για να είμαστε πραγματιστές: λαμβάνουν χώρα εκτός και ερήμην της Ευρώπης), η δε οικονομική τους σημασία, και μάλιστα συγκεντρωμένη σε χέρια ελάχιστων μεν, κολοσσών δε, είναι τέτοια που να επιτρέπει μόνο οριακές «ρυθμίσεις»: αποδεκτές όχι πλέον από την απρόσωπη «Αγορά» αλλά από την πραγματική ηγεσία του πλανήτη.

Δεν προκαλεί συνεπώς έκπληξη που όλα τα βασικά σημεία της συμφωνίας αποτελούν προϊόντα όχι απλώς συμβιβασμού, αλλά νερώματος των ίδιων των σκοπών της. Είναι θετικό ότι υπάρχουν απαγορεύσεις χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης «τύπου Κίνας» (για κοινωνική αξιολόγηση, βαθμολόγηση, χειραγώγηση), όμως οι απαγορεύσεις περνούν από δυο τουλάχιστον κρησάρες – ως προς το είδος τους και με εξαιρέσεις για λόγους αστυνόμευσης, μετανάστευσης, ασφάλειας- που τις καθιστούν αν όχι ανενεργούς, πάντως σίγουρα μισές. Έχει λογική ότι, σε σχέση με τις επιτρεπόμενες χρήσεις, οι πιο «βαριές» απαιτήσεις τίθενται για τις εφαρμογές «υψηλού κινδύνου», όμως και πάλι υπάρχουν αμφίβολες αξιολογήσεις και πολλές εξαιρέσεις –ακόμη και για την «αναγνώριση προσώπου», την οποία είχε απορρίψει αναφανδόν το Ευρωκοινοβούλιο. Αποτελεί νίκη του Κοινοβουλίου ότι για όλα τα «ισχυρά» και «πολλαπλών χρήσεων» μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης –τύπου ChatGPT- προβλέπεται δεσμευτική κοινοποίηση τεχνικών προδιαγραφών και άλλων στοιχείων, μόνο που τα στοιχεία θα δίνουν οι ίδιες οι εταιρίες-κατασκευαστές και ο έλεγχος ουσίας θα είναι από ελλειμματικός έως αδύνατος. Κολακεύει το «δικαιωματικό» προφίλ της Ένωσης η εισαγωγή «εκτίμησης αντικτύπου επί των θεμελιωδών δικαιωμάτων» για τη χρήση ορισμένων τύπων τεχνητής νοημοσύνης από ορισμένους φορείς δημοσίου συμφέροντος (νοσοκομεία, σχολεία, ασφαλιστικές εταιρίες), όμως στην πράξη ελάχιστη σημασία θα έχει.

Ακούγεται τολμηρό ότι θα υπάρχει ένας «κεντρικός» φορέας αξιολόγησης και πιστοποίησης των συστημάτων, όμως δεν έγινε το άλμα προς έναν πραγματικά ανεξάρτητο φορέα, απλώς προβλέπεται η δημιουργία «μονάδας» εντός της Επιτροπής. Ικανοποιούν κάποιο αίσθημα δικαίου (ή μεγαλείου) τα ποσά των προβλεπόμενων για παραβάσεις ποινών –έως 35 εκατομμύρια ευρώ ή ως το 7% του ετήσιου τζίρου εταιριών-, μόνο που αποτελούν ψυχία μπροστά στα αναμενόμενα παγκόσμια κέρδη των ίδιων αυτών εταιριών.

Τελικά, το ερώτημα που θα έπρεπε να τεθεί –αλλά δεν μπορεί, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, να απαντηθεί- είναι αν, και σε ποιον βαθμό, υλοποιείται η «ισορροπία», για την οποία μίλησε ο αρμόδιος Επίτροπος Μπρετόν, μεταξύ προστασίας των πολιτών και ελευθερίας ανάπτυξης μιας τεχνολογίας στην οποία και η Ευρώπη θα ήθελε να παίξει κάποιο ρόλο. Ή μήπως η συγκεκριμένη «ρύθμιση» σημαίνει επισημοποίηση μιας εγγενούς για τον συγκεκριμένο τομέα απορρύθμισης; Με πιο πολιτικούς όρους, ένας «ευρω-αισιόδοξος» θα μπορούσε να πει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (πάλι) δείχνει το δρόμο, ενώ κάποιος πιο σκεπτικιστής θα απαντούσε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (για μια ακόμα φορά) κάνει μια τρύπα στο νερό. Τουλάχιστον, και δεν είναι ασήμαντο, τολμά να βραχεί.