Πρώτα εθνικό θέμα, μετά μείζον ζήτημα υγείας και, τρίτον, τώρα μια βόμβα στην οικονομία. Είναι αυτό που λέμε μια τέλεια καταιγίδα, που διαρκεί δυόμισι χρόνια τώρα. Στο σκηνικό αυτό που περιγράφεται και προφανώς είναι αδιαμφισβήτητο, αφού βασίζεται σε γεγονότα, θα περίμενε κανείς να δει μια πολιτική εικόνα εντελώς διαφορετική από τη σημερινή.

Αντιθέτως, βλέπει μια κυβέρνηση που έχει ένα εμφανέστατο προβάδισμα από την αξιωματική αντιπολίτευση, είτε αυτό το μετράνε δημοσκόποι που συμπαθούν τον Μητσοτάκη είτε τον Τσίπρα, τη μία ή την άλλη πλευρά. Αν η διαφορά των δύο κομμάτων είναι 9 ή 12 μονάδες λίγη σημασία έχει, αφού δεν έχουμε εκλογές, είναι όμως μια απόσταση απολύτως ενδεικτική του πολιτικού σκηνικού εν όψει τελικής ευθείας, δηλαδή εκλογών, στην οποία, όπως και να το κάνουμε, μπήκε η χώρα από το φθινόπωρο.

Είτε μετρήσουμε 8 είτε 12 μήνες μπροστά, η τετραετία αρχίζει να εκπνέει και με δεδομένο ότι έχουμε διπλές εκλογές -με σχεδόν τρίμηνη διαδικασία-, η κυβέρνηση δύσκολα θα το πάει μέχρι τέλους, δηλαδή μέχρι την άνοιξη του 2023. Μοιάζει ως και αδύνατον.

Η κυβέρνηση έχει μπροστά της, λοιπόν, μέχρι να φτάσει στις εκλογές -και εκτός άλλου απροόπτου- έναν πολύ δύσκολο χειμώνα λόγω της πρωτοφανούς οξύτητας ενεργειακής κρίσης που διανύουμε μετά από 48 ολόκληρα χρόνια, οι παλιότεροι θα θυμούνται το 1973 με τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ αλλά και την κρίση του 1979, που οδήγησε τη διεθνή κοινότητα σε μια σειρά από περιοριστικά μέτρα και στο τέλος άλλαξε την παγκόσμια οικονομία.

Ενα πολύ ενδιαφέρον πρόσφατο ρεπορτάζ του Bloomberg αναφέρει ότι η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη πρόκειται να κοστίσει στις χώρες-μέλη της περί τα 100 δισ. ευρώ, ενώ οι κυβερνήσεις της έχουν εξαγγείλει μέτρα ενίσχυσης των καταναλωτών περί τα 10 δισ. ευρώ, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα βέβαια (500 εκατ. ευρώ). Σταγόνα στον ωκεανό.

Αν όντως, όπως προβλέπεται, είναι μεν οξεία (το φυσικό αέριο που αντιπροσωπεύει το 40% της ενέργειας στην Ελλάδα ανέβηκε έξι φορές από την αρχή του έτους) αλλά σύντομη, δηλαδή η κατάσταση ομαλοποιηθεί σε τρεις με έξι μήνες, ας υποθέσουμε ότι «έχει καλώς», η καταιγίδα είναι αντιμετωπίσιμη. Η ανάπτυξη για το 2022 θα επηρεαστεί μερικώς, κατά 1%-2%, και θα κλείσει περί το 6% -6,5%, αντί για 7,5%- 8%.

Η Ελλάδα θα βιώσει ένα δυνατό τουριστικά καλοκαίρι, που θα φέρει και πάλι χαμόγελα και αισιοδοξία, το Ταμείο Ανάκαμψης θα αρχίσει να λειτουργεί και να προσφέρει πόρους στην οικονομία και η παγκόσμια ρευστότητα θα επιτρέψει να συνεχιστεί η ροή ξένων κεφαλαίων και επενδύσεων στη χώρα. Μένει, λοιπόν, όλα αυτά να αποδειχθούν.

Από την άλλη πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση συνεχίζει να πελαγοδρομεί, χωρίς να φαίνεται φως κάπου στο βάθος. Μάχεται έναν «εικονικό Μητσοτάκη», που τη μία τον παρουσιάζει ως ανέμελο και την άλλη ως ακροδεξιό. Στ’ αλήθεια, μπορεί κανείς να πειστεί ότι ο Μητσοτάκης είναι τεμπέλης και ακροδεξιός; Ή να συμφωνήσει όταν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ψηφίζει την αμυντική συμφωνία με τη μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που διαθέτει πολεμική ισχύ και στενή ιστορικά υποστηρικτική σχέση με την Ελλάδα, όπως η Γαλλία, όταν οι Τούρκοι ξεσαλώνουν κάθε μέρα; Πού θα ήταν σήμερα η Ελλάδα (και ο ΣΥΡΙΖΑ) χωρίς τη σθεναρή αντίσταση της Γαλλίας και του Ολάντ στα σχέδια Σόιμπλε και Μέρκελ μετά τις «ομορφιές Βαρουφάκη» το 2015;

Ο τρίτος πολιτικός παίκτης, το ΚΙΝ.ΑΛ., είναι σε ένα σταυροδρόμι με εκλογική διαδικασία επιλογής προέδρου σε 45 ημέρες, τότε θα υπάρχει μια πιο καθαρή εικόνα. Ενα είναι το στοιχείο που θα πρέπει να κρατήσουν όσοι ασχολούνται με τα πολιτικά, ότι το ποσοστό του κόμματος εδώ και 2,5 χρόνια είναι ακούνητο και προς τα κάτω. Μπορεί έτσι όπως είναι να «ξεκουνήσει» προς τα πάνω; Αμφιβάλλω, το βέβαιο είναι ότι έτσι ακριβώς όπως είναι βολεύει τους αντιπάλους του, και τη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ετσι, λοιπόν, ο χειμώνας που μπαίνει είναι καθοριστικός και θα διαμορφώσει το πολιτικό σκηνικό που θα μας οδηγήσει στις κάλπες. Αν βγει η κυβέρνηση αλώβητη από την ενεργειακή κρίση, το πιο λογικό είναι ότι κάποια στιγμή εντός του 2022 θα επιχειρήσει τις εκλογές και (με τη δεύτερη φυσικά) θα τις κερδίσει με αυτοδυναμία. Αν όλα όσα διεθνώς εκτιμώνται για το χρονικό διάστημα της ενεργειακής κρίσης αποδειχθούν λάθος, ενδεχομένως να αλλάξουν την εικόνα και τους χρόνους των πολιτικών εξελίξεων.