Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας επεσήμανε στη Βουλή πριν από λίγες ημέρες ότι οι τράπεζες δεν δίνουν αρκετά δάνεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους ζήτησε να αυξήσουν τη ροή χρήματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, στην Ελλάδα υπάρχει το μεγαλύτερο χρηματοδοτικό κενό σε σχέση με όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.

Η ζήτηση δανείων από τις επιχειρήσεις είναι 14% μεγαλύτερη από την προσφορά δανείων από τις τράπεζες, όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης βρίσκεται στο 4%. Επιπλέον, όπως είπε, στην Ελλάδα απορρίπτεται το 22% των αιτήσεων για δάνεια από μικρομεσαίες επιχειρήσεις ενώ στην Ε.Ε. το 8%. Σύμφωνα, δε, με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ο ρυθμός χορήγησης δανείων προς μεγάλες επιχειρήσεις είναι πολύ ταχύτερος απ’ ό,τι είναι προς μικρομεσαίες και η σχέση δανείων προς μεγάλες επιχειρήσεις σε σχέση με τις μικρομεσαίες είναι 60/40.

Ολα αυτά αποδεικνύουν την ορθότητα της παρέμβασης του Σταϊκούρα και αναδεικνύουν ένα υπαρκτό σοβαρό πρόβλημα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Ενα πρόβλημα που απειλεί τη διάχυση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στην κοινωνία και ευνοεί τη συγκέντρωση πλούτου σε ολίγους. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Οι λόγοι είναι πολλοί και σύνθετοι. Ιστορικά, από τη γέννηση της ιδέας της τραπεζικής πίστης, το βασικό κριτήριο μιας χρηματοδότησης ήταν να γνωρίζει ο τραπεζίτης τον δανειολήπτη. «Know your client» το έλεγαν οι Αγγλοσάξονες κι αυτό ήταν το κλειδί κάθε επιτυχημένης χρηματοδότησης. Υπήρχαν βεβαίως οι αναλυτικές μελέτες των σχεδίων της επιχείρησης που δανειοδοτούνταν, υπήρχαν και οι εγγυήσεις.

Και μέσω αυτής της διαδικασίας δεν υπήρχαν πολλά κόκκινα δάνεια.

Τις τελευταίες δεκαετίες, το κριτήριο αυτό, του «know your client», ουσιαστικά καταργήθηκε. Η κρίση των τραπεζικών στελεχών πέρασε σε δεύτερη μοίρα και όλα υπέκυψαν στη συμμόρφωση με τους κανόνες του ρυθμιστικού πλαισίου που ονομάζεται «compliance». Τα τμήματα Εσωτερικού Ελέγχου των τραπεζών διοικούν ουσιαστικά τις τράπεζες σήμερα. Οι αλγόριθμοι έχουν αντικαταστήσει την εμπιστοσύνη στα επιχειρηματικά σχέδια και την αξιολόγηση του πελάτη από τον τραπεζίτη.

Αυτή είναι η κατάσταση παγκοσμίως. Στην Ελλάδα, οι τράπεζες ακολουθούν αυτή την πορεία αλλά υπάρχουν και επιπλέον προβλήματα, με βασικότερο όλων την καταστροφή που υπέστησαν από τα κόκκινα δάνεια, δηλαδή τα δάνεια που είχαν χορηγήσει τα τελευταία 20 χρόνια και δεν μπόρεσαν να τα εισπράξουν. Για τα κόκκινα δάνεια στην Ελλάδα ασφαλώς και ευθύνεται η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας από την πραγματική πτώχευση του Ελληνικού Δημοσίου το 2010. Η ύφεση έφερε εκατοντάδες χιλιάδες λουκέτα και οδήγησε σε ζημίες σχεδόν το σύνολο των επιχειρήσεων. Οι τράπεζες πτώχευσαν όπως και το Ελληνικό Δημόσιο. Οι μέτοχοί τους είδαν τις περιουσίες να εξανεμίζονται, αφού οι τιμές των μετοχών τους έφτασαν στο μηδέν.

Ωστόσο, το ελληνικό κράτος διέσωσε τις τράπεζες ουκ ολίγες φορές. Οι Ελληνες φορολογούμενοι ανέλαβαν ακούσια το συνολικό κόστος των τραπεζικών διασώσεων. Και ίσως κληθούν να αναλάβουν ακόμη μεγαλύτερο βάρος για να πληρώσουν τις εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου προς τα ξένα funds που αγόρασαν τα κόκκινα δάνεια, αν αυτά δεν πετύχουν να εισπράξουν όσα κέρδη έχουν προεκτιμήσει. Εκτός όμως από την ύφεση που προκάλεσε η πτώχευση της χώρας, για τα κόκκινα δάνεια ευθύνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό το ίδιο το τραπεζικό σύστημα. Οχι διότι έδωσε πολλά δάνεια χωρίς εγγυήσεις, το αντίθετο μάλιστα. Επειδή στηρίχθηκε στις εγγυήσεις και όχι στην εξέταση των προοπτικών των χρηματοδοτούμενων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα όταν απέτυχαν τα επιχειρηματικά σχέδια να είναι αναγκασμένες οι τράπεζες να κυνηγάνε τις εγγυήσεις. Και επειδή οι τραπεζοϋπάλληλοι έπαιρναν μπόνους αυξάνοντας τις χορηγήσεις και ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών ήταν πολύ μεγάλος, χορηγήθηκαν πάρα πολλά κόκκινα δάνεια.

Τελικά το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με την κρατική διάσωση των τραπεζών και την αντικατάσταση των διοικήσεών τους από νέες. Οι νέες διοικήσεις των τραπεζών που αντικατέστησαν τις παλαιές είχαν ως αποστολή να επαναφέρουν τις τράπεζες σε υγιή χρηματοοικονομική κατάσταση, πουλώντας τα κόκκινα δάνεια και θέτοντας τα θεμέλια για την αναβίωσή τους. Και το πέτυχαν, άλλες πιο γρήγορα, άλλες πιο αργά, αλλά όλες το πέτυχαν και τώρα οι τράπεζες θεωρούνται σχεδόν υγιείς. Εχουν ξανά προοπτικές μεγάλης ανάπτυξης και παραγωγής κερδών, εφόσον βεβαίως αυξήσουν τις χορηγήσεις τους με πετυχημένα δάνεια. Οι νέες διοικήσεις, όμως, θυμούνται τι συνέβη και είναι ιδιαίτερα προσεκτικές στις χορηγήσεις δανείων.

Υπερβολικά προσεκτικές, αφού «όποιος καεί στον χυλό φυσάει και το γιαούρτι», με αποτέλεσμα να ζητούν ξανά υπερβολικές εγγυήσεις και να είναι φειδωλές στις χορηγήσεις. Σήμερα, αν ο δανειολήπτης δεν έχει περιουσία με την οποία θα εγγυηθεί ο ίδιος προσωπικά, δάνειο δεν δίνεται. Ανταγωνίζονται, δε, με λύσσα για το ποιος θα δώσει περισσότερα δάνεια σε μεγάλες επιχειρήσεις, δηλαδή σε αυτές που δεν χρειάζονται δάνεια και που ουσιαστικά δεν πληρώνουν παρά κλασματικούς τόκους. Ετσι, φτάνουμε στις παρατηρήσεις Σταϊκούρα ότι οι τράπεζες δεν δανείζουν επαρκώς τις επιχειρήσεις και ευνοούν τις μεγάλες έναντι των μικρομεσαίων. Ωστόσο η ελληνική οικονομία στηριζόταν πάντα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στους ελεύθερους επαγγελματίες. Συνεπώς αυτοί είναι που πρέπει να χρηματοδοτηθούν για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη.

Τον ρόλο του χρηματοδότη παίζει προς το παρόν το Ελληνικό Δημόσιο μέσω των επιδοτήσεων, των εισπρακτέων προκαταβολών, των αναπτυξιακών προγραμμάτων. Αλλά και οι χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης απαιτούν γενναία συμμετοχή (30%) των τραπεζών με δάνεια. Βλέποντας λοιπόν ο αρμόδιος υπουργός τη δυστοκία των τραπεζών, τις καλεί να επιταχύνουν τις χρηματοδοτήσεις και να τολμήσουν να χρηματοδοτήσουν και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Το πώς θα ξεπεράσουν οι σημερινοί τεχνοκράτες τραπεζικοί τον φόβο τους για νέα κόκκινα δάνεια και πώς θα στρέψουν τη σκέψη τους προς μια αναπτυξιακή τραπεζική πολιτική αντί της πολιτικής συμμαζέματος που ασκούσαν μέχρι σήμερα είναι ένα ερώτημα. Εναπόκειται, όμως, τελικά στις διοικήσεις των τεσσάρων τραπεζών που απέμειναν μετά την κρίση, δηλαδή σε μια πάρα πολύ μικρή ομάδα κορυφαίων στελεχών, να καταφέρουν να βρουν το θάρρος και τη μέθοδο για να μετατρέψουν την εξυγιαντική διοίκηση που ασκούν σε αναπτυξιακή.

Αυτό είναι και το ζητούμενο, όχι μόνο από τον υπουργό, αλλά και από τον επιχειρηματικό κόσμο, την κοινωνία και τους ίδιους τους μετόχους τους.