Ο ΟΣΕ ήταν πάντα και παραμένει μια διαλυμένη εταιρεία. Μια εταιρεία έρμαιο στις διαθέσεις των συνδικαλιστών της, των διοικήσεών της, των εργολάβων που αναλαμβάνουν τις επενδύσεις υποδομών της, των «παράνομων ανακυκλωτών» που κλέβουν τα υλικά, ακόμη και τις γραμμές των τρένων, των αντίθετων επιχειρηματικών συμφερόντων και των κυβερνήσεων. Με τεράστιες -και ποτέ επαρκείς- δαπάνες για επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ που πέφτουν σε έναν κουβά και εξαφανίζονται, τα τρένα στην Ελλάδα συνεχίζουν να κινούνται με συνθήκες του περασμένου αιώνα.

Φυσικά και το τραγικό δυστύχημα ήταν το αποτέλεσμα ενός ανθρώπινου λάθους, αλλά αυτό το λάθος δεν θα είχε αυτό το τραγικό αποτέλεσμα αν υπήρχε εγκατεστημένη η τεχνολογία που ρυθμίζει την κίνηση των τρένων και που παρέχει την ασφάλεια στις διαδρομές.
Και μόνο οι διάλογοι που καταγράφηκαν μεταξύ σταθμάρχη και μηχανοδηγού αποδεικνύουν το πόσο εύκολο ήταν να συμβεί αυτό το ανθρώπινο λάθος. Οι άνθρωποι αυτοί μιλούσαν στο τηλέφωνο! Ολες οι συνεννοήσεις γίνονται τηλεφωνικά! «Μπαίνω;», «Μπαίνεις». Και μπήκε στο αντίθετο ρεύμα. Ούτε ο ένας ήξερε πού του έλεγε να μπει, ούτε ο άλλος πού έμπαινε και κανείς φυσικά από τους δύο δεν ήξερε ότι υπήρχε άλλο τρένο στη γραμμή.

Φταίει ο σταθμάρχης Λάρισας που έδωσε την εντολή; Ασφαλώς και φταίει. Ποιος όμως μπορεί να αποκλείσει το ανθρώπινο λάθος; Ποιος μπορεί να καταδικάσει έναν οποιονδήποτε άνθρωπο έκανε ένα λάθος, ακόμη κι αν αυτό το λάθος ήταν τραγικό και μοιραίο και οδήγησε στον θάνατο τόσους πολλούς ανθρώπους; Το ανθρώπινο λάθος είναι πάντα ένα ενδεχόμενο σε κάθε δουλειά. Γι’ αυτό υπάρχουν τα συστήματα ελέγχου, τα διπλοτσεκαρίσματα, οι διαδικασίες ασφαλείας, η υιοθέτηση της τεχνολογίας.
Στην περίπτωση των τρένων που συγκρούστηκαν, τίποτα από αυτά δεν λειτούργησε και φτάσαμε στην τραγωδία.

Ο εισαγγελέας που θα ψάξει τον ένοχο θα αποδώσει ευθύνες όπου καταφέρει να τις εντοπίσει, μέσα στο απόλυτο χάος που χαρακτηρίζει τους ελληνικούς σιδηροδρόμους.

Με αφορμή αυτό το δυστύχημα γράφτηκαν εκατοντάδες άρθρα που αποκαλύπτουν ότι τα ατυχήματα στα τρένα είναι πάγια κατάσταση. Εκατοντάδες εκτροχιασμοί, συγκρούσεις με θύματα και χωρίς θύματα, καθυστερήσεις δρομολογίων, βλάβες. Αυτή είναι η καθημερινότητα των ελληνικών σιδηροδρόμων και γι’ αυτή την κατάσταση δεν φταίει ασφαλώς μόνο ο σταθμάρχης Λάρισας.

Πριν από 15 χρόνια εκτροχιάστηκε ένα εμπορικό τρένο στον Μπράλο. Οταν εκτροχιάστηκε μετρήθηκαν 35 βαγόνια φορτωμένα. Στα χαρτιά είχε 24. Τα 11 ήταν λαθραία. Τη δεκαετία του ’90 είχε εκτροχιαστεί ένα άλλο εμπορικό τρένο κάπου στη Λάρισα. Είχε 13 βαγόνια, αλλά στα χαρτιά είχε μόνο ένα. Τα 12 ήταν λαθραία. Κι όμως, δεκάδες σταθμάρχες σε όλη τη διαδρομή είχαν σημειώσει στα χαρτιά τους ότι την τάδε ώρα πέρασε από τον σταθμό τους το υπ’ αριθμόν τάδε τρένο με ένα βαγόνι. Πέρναγαν από μπροστά τους 13 βαγόνια και αυτοί σημείωναν ότι πέρναγε μόνο ένα. Γιατί; Γιατί το κύκλωμα του λαθρεμπορίου, του οποίου φυσικά όλοι αυτοί ήταν συνεργάτες, κέρδιζε εκατομμύρια, συνδέοντας στην αμαξοστοιχία αδήλωτα βαγόνια.

Τώρα θα δούμε τη μεγάλη μάχη μεταξύ όλων των υπευθύνων που θα προσπαθούν να ρίξουν ο ένας την ευθύνη στον άλλον. Και θα διαβάσουμε πολλές απόψεις, πολλά ρεπορτάζ, πολλές αποκαλύψεις για την κατάσταση ενός οργανισμού που είναι ούτως ή άλλως διαλυμένος εδώ και πολλές δεκαετίες.

Και η ευθύνη ανήκει σε όλους, σε όλους τους συνδικαλιστές, σε όλες τις διοικήσεις, σε όλες τις κυβερνήσεις όλων των τελευταίων δεκαετιών. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει -και κατά πάσα πιθανότητα συμβαίνει- σε πλήθος άλλων επιχειρήσεων και υπηρεσιών.

Τι θα γίνει τώρα; Θα σταματήσουν τα τρένα; Ασφαλώς όχι. Θα συνεχίσουν να κινούνται στις ίδιες γραμμές, με τις ίδιες ελλείψεις, ελπίζοντας ότι δεν θα συμβεί άλλο ανθρώπινο λάθος. Που δυστυχώς δεν αποκλείεται καθόλου να συμβεί. Και ενδεχομένως να ξεκινήσουν κάποιες διορθώσεις, θα γίνουν φυσικά «αποφασιστικές πολιτικές παρεμβάσεις», θα ανακοινωθούν έκτακτα μέτρα και θα επιταχυνθούν οι επενδύσεις σε συστήματα. Μέχρι όμως να υλοποιηθούν όλα αυτά, τα τρένα θα συνεχίσουν να κινούνται χωρίς συστήματα ασφαλείας και με την ελπίδα ότι δεν θα έχουμε άλλο ατύχημα.

Ποιος είναι ο ένοχος; Οπως πάντα, ο ένοχος είναι ο ίδιος. Η δημόσια διοίκηση, η οποία εμποδίζει τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Και τον εμποδίζει διότι έχει συμφέρον να τον εμποδίσει. Θέλει να διατηρήσει την ισχύ της, το χρήμα που εισπράττει -νόμιμο και παράνομο-, τον έλεγχο του «μαγαζιού», δηλαδή της χώρας.

Το ότι η χώρα περνάει κάθε τόσο τις περιπέτειες και τις τραγωδίες που περνάει, οφείλεται πάντα στον ίδιο λόγο. Στο τερατώδες ελληνικό κράτος, που λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο με βάση το μικροσυμφέρον όλων των συμμετεχόντων στη διοίκησή του. Και το οποίο κατάφερε ακόμη και όταν πτωχεύσαμε και ήρθαν οι ξένοι (Ε.Ε. και ΔΝΤ) να μας εξυγιάνουν, να μην αλλάξει σχεδόν τίποτα. Με «ισοδύναμα μέτρα» και με ψέματα, φορτώνοντας ένα τεράστιο βάρος στους φορολογουμένους, η δημόσια διοίκηση εμπόδισε τις μεταρρυθμίσεις και κατάφερε να αποτρέψει την εξυγίανση του ελληνικού κράτους και να διατηρήσει την ισχύ της.

Οσο κι αν ψάξει, λοιπόν, ο εισαγγελέας για τις ευθύνες, όπου κι αν τις καταλογίσει, το συμπέρασμα θα είναι ένα: Φταίει κανείς; Την απάντηση την έχει δώσει ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Φταίμε κι εμείς, φταίτε κι εσείς, φταίει κι ο Χατζηπετρής.