Η κάλπη της 21ης Μαΐου είναι η πιο καθοριστική κι εκεί κρίνονται όλα, δηλώνει ο Μητσοτάκης στη σημερινή συνέντευξή του και είμαι σίγουρος ότι ακριβώς το ίδιο πιστεύει και ο βασικός αντίπαλός του, ο Τσίπρας. Αυτές οι εκλογές θυμίζουν αρκετά τις εκλογές του 1990, τότε που ο Παπανδρέου με τον Κουτσόγιωργα έφτιαξαν έναν εκλογικό νόμο -κάτι σαν τη σημερινή απλή αναλογική που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ- ώστε να μην μπορεί να κάνει κυβέρνηση ο πολιτικός τους αντίπαλος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ακόμα και με 47%

Αλλά και τώρα, για να προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση στις 21 Μαΐου θα πρέπει να πάρει περίπου 45% το πρώτο κόμμα, πράγμα απολύτως αδύνατο για τα πολιτικά δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί από τα μνημόνια και μετά. Ολοι βέβαια θα θυμούνται ότι χρειάστηκαν τρεις απανωτές εκλογικές μάχες (και ο Κατσίκης) για να κάνει η Ν.Δ. κυβέρνηση με 151 βουλευτές. Αυτό που ίσως δεν θυμούνται είναι το κόστος στην ελληνική οικονομία όλη αυτή την ταραγμένη περίοδο.

Ας έρθουμε, όμως, στη σημερινή πραγματικότητα, όπου όντως η πρώτη αυτή κάλπη είναι η πιο κρίσιμη, γιατί από το αποτέλεσμά της θα φανεί αν μπορεί η Ν.Δ. να οικοδομήσει ένα ισχυρό ποσοστό που θα αποτελέσει «σκαλοπάτι» για να φτάσει στην αυτοδυναμία στις δεύτερες κάλπες ή θα βρίσκεται μακριά και θα χρειαστεί κυβερνητικό εταίρο. Οι δημοσκόποι, αλλά και όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με την πολιτική, θεωρούν ότι αν επιτύχει ένα 34% και πάνω, τότε έχει καλές πιθανότητες να φτάσει στις 2 Ιουλίου στο 37%-38% που χρειάζεται για να πάρει πάνω από 151 βουλευτές.

Στην προσπάθειά της αυτή η Ν.Δ. έχει αναμφίβολα ένα πλεονέκτημα, αν και κόμμα που κυβέρνησε και φυσικά υπέστη τη φυσική αυτή φθορά της διακυβέρνησης. Τον ίδιο τον πρωθυπουργό που διατηρεί στο ευρύ κοινό την αξιοπιστία του με όσα λάθη και αν έχουν γίνει ή μπορεί κάποιος να του χρεώσει προσωπικά. Παγκοσμίως, πλην έκτακτων γεγονότων, οι εκλογές κρίνονται από την τσέπη των ψηφοφόρων, δηλαδή από την πορεία της οικονομίας.

Αυτό ο Μητσοτάκης προφανώς το κατάλαβε πολύ καλά από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησής του και έδωσε σχεδόν «ό,τι έπρεπε» σε όλους, χωρίς όμως να δημιουργήσει δημοσιονομικό πρόβλημα στη χώρα. Αντιθέτως, η Ελλάδα μόλις -και εφόσον- αποκτήσει σταθερή κυβέρνηση, δηλαδή ουσιαστικά επανεκλεγεί ο ίδιος, τότε θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα στις διεθνείς αγορές.

Η μόνη προϋπόθεση για να πάρει την επενδυτική βαθμίδα είναι πολιτική, που σημαίνει να σχηματιστεί από τις εκλογές μια σταθερή κυβέρνηση. Αν υπήρχε δημοσιονομικό πρόβλημα, ούτε που θα το συζητούσαν οι ξένοι.

Ετσι, λοιπόν, ο Μητσοτάκης πάει σε μια προεκλογική εκστρατεία όπου, πέραν των υπολοίπων, μπορεί να υποστηρίζει ευλόγως στην κοινή γνώμη ότι «εγώ ό,τι σας είπα στην οικονομία το έκανα, αύξησα τους μισθούς, τις συντάξεις, μείωσα όλους τους φόρους των μνημονίων και βοήθησα αποτελεσματικά τους πολίτες στις παγκόσμιες κρίσεις της πανδημίας και της ενέργειας. Ψηφίστε με για να συνεχίσω στην ίδια πορεία».

Με αυτό τον ισχυρισμό ο Μητσοτάκης μπορεί να κερδίσει ακόμα και κάποιους απ’ όσους αμφέβαλλαν για το τι θα πράξει όντας πρωθυπουργός και δεν τον ψήφισαν το 2019, αντιθέτως στις εθνικές εκλογές επέστρεψαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Τότε… έπαιζε πολύ το σενάριο της επταήμερης εργασίας αν έβγαινε ο Μητσοτάκης, της περικοπής εργασιακών δικαιωμάτων, επιδομάτων κ.λπ. Ακριβώς το αντίθετο έγινε σε αυτή την τετραετία -σε βαθμό υπερβολής-, ειδικά την πρώτη εποχή της πανδημίας.

Γι’ αυτό και σήμερα ο προγραμματικός του λόγος είναι κατά βάση θετικός και οι αναφορές του είναι στο μέλλον. Ακόμα όμως και στην αντιπαράθεσή του με τον πολιτικό του αντίπαλο, οι αναφορές του είναι συγκριτικές σε επίπεδο πολιτικών και όχι προσωπικών διαφορών. Πάει την ατζέντα εκεί που τον συμφέρει, που είναι ο θετικός λόγος, και ζητάει αυτοδυναμία γιατί του χάρισαν το επιχείρημα της ανάγκης της αυτοδυναμίας οι αντίπαλοί του. Κυρίως το ΠΑΣΟΚ.