Μετά την πολιτική τρικυμία σε ποτήρι –“sofagate”- και την αθλητική ανταρσία που καταπνίγηκε (σχεδόν) στο αυγό -“Uefagate”-, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για ορισμένα πραγματικά σκάνδαλα που έχουν ξεσπάσει, και διαρκώς ξεσπούν, στους κόλπους χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, το πιο σημαντικό δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, οι αρκετές αστοχίες στην διαχείριση των εμβολιασμών, που συνιστούν περισσότερο ένδειξη γενικής παθογένειας, οφειλόμενης στη δομή και τον τρόπο λειτουργία της Ένωσης. Σκάνδαλο, κατά κυριολεξία, δεν είναι επίσης, αν και αποτελεί το μεγαλύτερο πολιτικό πρόβλημα της Ένωσης, η αγνόηση του κράτους δικαίου από χώρες σαν την Ουγγαρία και την Πολωνία και γενικά ο «αντι-φιλελεύθερος πυρήνας» που σχηματίζουν οι «χώρες του Βίζεγκραντ». Τα πραγματικά σκάνδαλα συνδέονται σχεδόν παντού με υποθέσεις χρηματισμού ή διαφθοράς σε κρατικό επίπεδο –και αυτό το «παντού» κυριολεκτεί, αφού στις χώρες με τέτοιου είδους προβλήματα ανήκουν όχι μόνο οι συνήθεις Βαλκάνιοι ύποπτοι (Βουλγαρία, Ρουμανία) ή μικρές και εύθραυστες δημοκρατίες του τελευταίου κύματος ενσωμάτωσης (Μάλτα, Κύπρος, Σλοβακία, Εσθονία άλλαξαν κυβερνήσεις ή ταρακουνήθηκαν από ιστορίες δημόσιας διαφθοράς), αλλά και υπεράνω πάσης υποψίας περιπτώσεις, όπως η Γερμανία (σκάνδαλο πλουτισμού από εμβόλια) και η Ολλανδία (σκάνδαλο πιστοποιητικών για μετανάστες).

Πιο εκτεταμένο, και πιο ορατό, είναι το φαινόμενο στο οικονομικό πεδίο, όπου οι διαδοχικές κρίσεις φαίνεται να έχουν απελευθερώσει άγρια ένστικτα (οι οπαδοί του ρητού ότι η «ελεύθερη αγορά είναι αναγκαστικά άγρια» ονομάζονται «νεοφιλελεύθεροι» και δεν αποτελούν ούτε πολιτική πλειοψηφία ούτε νομικά προστατευόμενη κατηγορία). Εδώ και δύο χρόνια πολλαπλασιάζονται οι υποθέσεις «ξεπλύματος» χρήματος από μεγάλες και κατά τα άλλα «σεβαστές» τράπεζες, όπως η Deutsche Βank, η Credit Suisse, η Danske Bank (μέσω του εσθονικού της παραρτήματος και Ρώσων «πελατών»). Πρόσφατα είχαμε σειρά υποθέσεων στο χώρο των αγορών κεφαλαίων, που ανέδειξαν και την απληστία ορισμένων και το ρόλο της τεχνολογίας και τις αδυναμίες των εποπτικών μηχανισμών.

Το σκάνδαλο Wirecard, που εξετάζεται αυτές τις ημέρες ενώπιον εξεταστικής επιτροπής της γερμανικής Βουλής, τα έχει όλα: «γκλαμουράτη» τεχνολογική εταιρία (FinTech), πολλά καμπανάκια (οικονομικά δεδομένα αλλά και «καλοθελητές»/whistleblowers), στα οποία κανείς δεν έδινε σημασία, καθυστερήσεις, «χειρισμοί», αστοχίες από όλες τις εμπλεκόμενες εποπτικές αρχές (λογιστική αρχή, Υπουργείο Οικονομικών, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς/BaFin), απόδραση του νούμερου ένα υπόπτου, πολιτική πατρωνεία (ως και η ίδια η Καγκελάριος είχε συνηγορήσει υπέρ της εταιρίας σε ταξίδι της στην Κίνα), κεφάλια (μικρότερων» ψαριών), που έπεσαν.

Παρεμπιπτόντως, και μετά από αντίστοιχες υποθέσεις στις όποιες εμπλέκονται (η λίστα δεν είναι εξαντλητική) και η Deutsche Βank και η Siemens και η Volkswagen, η Γερμανία θα έπρεπε κανονικά να έχει γίνει λίγο πιο φειδωλή στην παράδοση μαθημάτων ηθικής και εγκράτειας.

Οι υποθέσεις Greensill και Archegos, επίσης υπό εξέταση στις μέρες μας, δεν αγγίζουν κατά κυριολεξία τον πυρήνα της Ένωσης, μιας και κυρίως εκδηλώθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, η πρώτη, και στην Ελβετία, η δεύτερη. Επειδή όμως ο κόσμος των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών δεν γνωρίζει σύνορα, υπενθυμίζουν τα πολλαπλά προβλήματα των ευρωπαϊκών αγορών κεφαλαίου: αδιαφάνεια, μη καθαροί κανόνες και μη αποτελεσματική εποπτεία, απειρία μεθόδων χειραγώγησης ή απάτης.

Το γεγονός ότι στην πρώτη (Greensill), η εταιρία που χρεοκόπησε είχε «προσλάβει» ως κεντρικό υποστηρικτή της, ενόσω ακόμα βρισκόταν στην Downing Street, και στη συνέχεια ως επίσημο λομπίστα, τον πρώην Βρετανό Πρωθυπουργό David Cameron, αναδεικνύει και το μέγα πολιτικό-οικονομικό ζήτημα της (συχνής) μετάβασης τέτοιων προσωπικοτήτων από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα και τούμπαλιν (ας σκεφτούμε, για να μείνουμε στην έχουσα την τιμητική της Γερμανία, την ανάληψη θεσμικού ρόλου του πρώην καγκελάριου Σρέντερ σε ενεργειακή εταιρία ρωσικών συμφερόντων και γεωπολιτικών επιδράσεων. Δεν είναι ασφαλώς ο μόνος: ο αλήστου μνήμης πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Μπαρόζο δεν άργησε πολύ για να μεταπηδήσει σε μεγάλη τράπεζα).

Το άλλο γεγονός, ότι και στις δυο αυτές περιπτώσεις (Greensill και Archegos) βρέθηκε μπλεγμένη, και χαμένη, μια μεγάλη ελβετική τράπεζα, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί σύμπτωση και ακόμα πιο δύσκολα απλή αστοχία: οι χώρες-φορολογικοί ή τραπεζικοί «παράδεισοι» -στην πραγματικότητα, κολαστήρια για τις έννοιες της λογοδοσίας και της ισότητας- αποτελούν μια ακόμα όψη του σκανδαλώδους μωσαϊκού.

Η σύγχρονη οικονομία δεν έχει πληγεί, όπως συχνά λέγεται, από τις απανωτές κρίσεις. Αυτό που έχει αναμφισβήτητα πληγεί είναι η εξασφάλιση της περίφημης «ισότητας των όπλων» (level playing field) και της ακόμα περισσότερο αναγκαίας «συστημικής σταθερότητας», που μόνη αυτή θα μπορούσε να δημιουργήσει την απαραίτητη εμπιστοσύνη στο ευρύ κοινό.

Γκρίζες ζώνες και μεγάλες ευκαιρίες, τεχνολογικός καλπασμός και απληστία όσων είναι «καβάλα στο άλογο», ανάμιξη με μπαζούκας των πολιτικών και προσφορά ξύλινων σπαθιών στους επόπτες –όλα αυτά τα χαρακτηριστικά αφενός αποτελούν νομοτέλεια και αφετέρου απαιτούν την ανάληψη συντονισμένης δράσης στο υψηλότερο ευρωπαϊκό επίπεδο.