Ταχύτατους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προβλέπουν οι επιχειρηματίες και οι τράπεζες για τα επόμενα -αρκετά- χρόνια. Θεωρούν επίσης ότι οι αξίες των μετοχών στο ελληνικό Χρηματιστήριο θα κινηθούν έντονα και σταθερά ανοδικά ξεπερνώντας σημαντικά το επίπεδο του ρυθμού ανάπτυξης. Ακόμη, ότι η άνοδος των τιμών των μετοχών θα συμβεί νωρίτερα προεξοφλώντας τα μελλοντικά κέρδη που θα έρθουν από την επιτάχυνση της ανάπτυξης, όπως συνήθως συμβαίνει στις αγορές.

Εάν τα σενάρια αυτά επιβεβαιωθούν, αναμένεται ένα πολύ ισχυρό ράλι στις τιμές των μετοχών, οι οποίες ήδη έχουν κινηθεί ανοδικά σε σχέση με τις… μαύρες ημέρες των περασμένων ετών.

Ο μόνος κίνδυνος που διακρίνουν οι ασχολούμενοι με το Χρηματιστήριο είναι αυτός από το εξωτερικό. Εξηγούν ότι αν υπάρξει μια απότομη διόρθωση των τιμών των μετοχών στις διεθνείς αγορές, ασφαλώς θα πιεστεί αναλόγως και το εγχώριο χρηματιστήριο, αφού πολύ μεγάλο μέρος των συναλλαγών γίνεται από ξένους επενδυτές, οι οποίοι σε περίπτωση υποχώρησης των διεθνών χρηματιστηρίων ρευστοποιούν όλες τις θέσεις τους και σε επιμέρους αγορές όπως η ελληνική.

Πόσο πιθανό όμως θεωρούν το ενδεχόμενο μιας υποχώρησης των διεθνών χρηματιστηρίων; Αρκετά, απαντούν, για αρκετούς λόγους.

Καταρχάς οι τιμές πολλών μετοχών στα ξένα χρηματιστήρια είναι φοβερά υπερτιμημένες με βάση τα θεμελιώδη μεγέθη των επιχειρήσεων. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι υπάρχει παγκοσμίως πολύ μεγάλη ρευστότητα, δηλαδή πάρα πολύ χρήμα που μη έχοντας πού αλλού να επενδυθεί κυνηγάει τις χρηματιστηριακές υπεραξίες.

Δεύτερον, φοβούνται ότι το μανιώδες τύπωμα χρήματος, κυρίως από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, θα υπερθερμάνει την αμερικανική οικονομία δημιουργώντας πληθωρισμό, και αυτό θα οδηγήσει την Fed σε μια πολιτική συγκράτησης της οικονομίας μέσω της αύξησης των επιτοκίων. Η άνοδος των επιτοκίων θα περιορίσει τις αναπτυξιακές προοπτικές και τα κέρδη των επιχειρήσεων, συνεπώς θα οδηγήσει σε ρευστοποιήσεις στο χρηματιστήριο. Και αν αυτό συμβεί στις ΗΠΑ, η Ευρώπη θα ακολουθήσει άμεσα, ακόμη και αν δεν υπάρχει αντίστοιχη κατάσταση στις ευρωπαϊκές οικονομίες.

Το ίδιο δηλαδή μέγεθος που οδηγεί όλα αυτά τα χρόνια σε άνοδο τα χρηματιστήρια, η υπερβάλλουσα ρευστότητα, θα είναι η αιτία της πτώσης τους.

Το μόνο παρήγορο σε αυτή την περίπτωση είναι ότι συνήθως οι προβλέψεις για την πορεία των χρηματιστηρίων δεν επιβεβαιώνονται. Συνεπώς, αν είναι πολλοί αυτοί που φοβούνται τον πληθωρισμό, την αύξηση των επιτοκίων και την πτώση των τιμών των μετοχών, μάλλον αυτά δεν θα συμβούν. Μέχρι στιγμής εμφανίζονται πολύ σύντομης διάρκειας πτωτικές τάσεις σε πολλές μετοχές και σε ολόκληρους κλάδους επιχειρήσεων, αλλά μέσα σε λίγες ημέρες οι τιμές τους ξαναπαίρνουν την ανηφόρα.

Οι διορθώσεις αυτές είναι πολύ έντονες σε ορισμένες μετοχές, αλλά εξίσου έντονη είναι στη συνέχεια και η θετική τους αντίδραση. Απευχόμενοι λοιπόν το κακό σενάριο, μπορούμε να ελπίζουμε στη θετική πρόβλεψη για το ελληνικό χρηματιστήριο, η οποία σύμφωνα με τους επιχειρηματίες και τα στελέχη των χρηματιστηριακών εταιρειών θα είναι διαρκείας. Περιμένουν δηλαδή ότι και φέτος και το 2022 θα επικρατεί ανοδική τάση στις τιμές των ελληνικών μετοχών και ότι αυτή θα ξεκινήσει φέτος με τοποθετήσεις νέων μεγάλων ξένων επενδυτών. Με βάση αυτή την ανάλυση, οι μεγάλοι ξένοι επενδυτές θα επενδύσουν κυρίως σε μετοχές μεγάλης κεφαλαιοποίησης και μεγάλης εμπορευσιμότητας και όχι σε μικρές εταιρείες ακόμη και αν έχουν καλές προοπτικές.

Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι το μέγεθος μετράει για τους ξένους επενδυτές ώστε να μπορούν να διασφαλίζουν γρήγορη και ασφαλή είσοδο και έξοδο από τις επενδύσεις τους. Μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων είναι και οι τράπεζες, οι οποίες έχουν κυριολεκτικά καταστρέψει τους παλαιούς μετόχους τους επανειλημμένως και τις οποίες οι Ελληνες μικροεπενδυτές τρέμουν να αγοράσουν με τον φόβο ότι θα την ξαναπατήσουν όπως τόσες φορές μέχρι σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι με το που διέρρευσε η πληροφορία ότι η Alpha Bank θα προχωρήσει σε αύξηση κεφαλαίου η μετοχή της κατρακύλησε μέσα σε λίγα λεπτά κατά 30% και δεν έφτασαν οι διευκρινίσεις από τη διοίκησή της για να την επαναφέρουν στις προ της πτώσης τιμές.

Βεβαίως σε αυτές τις χαμηλές τιμές εμφανίστηκαν κάποιοι αγοραστές, ενώ είναι και αρκετοί άλλοι που υποστηρίζουν ότι θα συμμετάσχουν στην αύξηση όταν γίνει, αλλά είναι επιφυλακτικοί να επενδύσουν νωρίτερα χωρίς να ξέρουν τους όρους της αύξησης.

Οι τραπεζικές μετοχές λοιπόν μαζί με τις μεγάλες βιομηχανίες αναμένεται ότι θα βρεθούν στο στόχαστρο των ξένων επενδυτών λόγω μεγέθους. Δύο ακόμη κλάδοι αναμένεται να συγκεντρώσουν το πολύ έντονο ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών και αυτοί είναι της ενέργειας και των κατασκευών. Ο κλάδος της ενέργειας είναι αυτός στον οποίο πέφτει όλο το βάρος της πράσινης ανάπτυξης και των επενδύσεων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος. Είναι ένας κλάδος που θεωρείται ότι στην Ελλάδα έχει ιδιαίτερα καλές προοπτικές εν όψει και των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Το ίδιο και ο κλάδος των κατασκευών, όπου θα κατευθυνθούν τα πάρα πολλά χρήματα των μεγάλων έργων υποδομής που θα υλοποιήσει το Δημόσιο χρησιμοποιώντας τα ευρωπαϊκά κονδύλια.

Από εκεί και πέρα, μικρότερες επιχειρήσεις από όλους τους κλάδους που έχουν χρηστή διοίκηση και καλές προοπτικές αναμένεται ότι θα κάνουν τα δικά τους ράλι στο Χρηματιστήριο και ίσως προσφέρουν την αίσθηση του τζόγου και του υπερκέρδους που αναζητούν πολύ παθιασμένοι μικροεπενδυτές.

Το τι τελικά θα συμβεί, άνοδος ή πτώση, φυσικά δεν μπορεί να το προβλέψει κανείς. Εκ των υστέρων θα υπάρξουν -όπως πάντα- πολλές εξηγήσεις. Η καλύτερη πάντως εκ των υστέρων εξήγηση που έχω ακούσει προσωπικά στο ερώτημα γιατί έπεσαν οι μετοχές ενώ προβλεπόταν άνοδος, είναι αυτή που έδωσε νέος και ευφυολόγος χρηματιστής: «Διότι οι αγοραστές έγιναν πωλητές».