Η νέα στυγερή δολοφονία μιας γυναίκας, το νέο ανατριχιαστικό περιστατικό έμφυλης βίας, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ένα ακόμη έγκλημα. Γιατί είναι η πολλοστή φορά που επαναλαμβάνεται η ίδια εγκληματική συμπεριφορά, που ένας άνδρας δολοφονεί μια γυναίκα, επειδή τη θεωρεί ιδιοκτησία του, επειδή η Πολιτεία δεν μπορεί να απλώσει ασφαλή ομπρέλα προστασίας απέναντι σε κάθε νέα διαφορετική απειλή.

Οι συνθήκες τέλεσης της γυναικοκτονίας έξω από το Αστυνομικό Τμήμα  Αγίων Αναργύρων, είναι αποκρουστικές και εξοργιστικές. Η απάντηση «το περιπολικό δεν είναι ταξί» του τηλεφωνητή της Άμεσης Δράσης σε συνέχεια της αδράνειας των αξιωματικών στο Α.Τ. απέναντι στην 28χρονη Κυριακή που αναζήτησε ασφάλεια και προστασία από τον δολοφόνο της, δείχνει ότι όσα βήματα κι αν έχουν γίνει για την προστασία των ανυπεράσπιστων γυναικών δεν είναι ικανά να αποτρέψουν έστω και την τελευταία στιγμή μια αποτρόπαια πράξη. Δείχνει ότι χρειάζεται σοβαρή προσπάθεια και επανασχεδιασμός των επιτελικών υπηρεσιών, των επιχειρησιακών δομών, των σταδίων εκπαίδευσης που πρέπει να περνούν οι νέοι αστυνομικοί.

Ένα panic button με χρονοκαθυστέρηση δεν αναχαιτίζει την απειλή, ένας ανεκπαίδευτος επί της ουσίας αστυνομικός δεν είναι λύση, ένα ξεπερασμένο από τις συνθήκες σχέδιο δράσεων ανά υπουργείο δεν μπορεί να δημιουργήσει ασπίδα προστασίας. Χρειάζεται μια σειρά επιλογών και βημάτων, υποδομών και γρήγορων δράσεων. Χρειάζεται πληρέστερη ενημέρωση των γυναικών για το πώς μπορούν να προστατευτούν από μια κακoποιητική σχέση. Χρειάζεται παροχή γνώσης από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση στα σχολεία, μια αλυσίδα λειτουργικών και αποτελεσματικών δομών, υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης, επαρκής χρηματοδότηση από κάθε διαθέσιμη πηγή, διαρκής αξιολόγηση των αρμόδιων και συνολικό πολιτικό θεσμικό σχέδιο. Είναι ευθύνη της κυβέρνησης να εγγυηθεί την αναγκαία ομπρέλα προστασίας, ζητώντας και εξασφαλίζοντας τη συνθήκη συναίνεσης από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Οι σφοδρές αντιπαραθέσεις δεν οδηγούν πουθενά– ειδικά αν μένουν στον καταγγελτικό λόγο και δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένες προτάσεις. Πρέπει για παράδειγμα να υπάρξει νομική αναγνώριση μιας γυναικοκτονίας ως διακριτό έγκλημα και μια τέτοια εξέλιξη διευκολύνει την αντιμετώπιση του προβλήματος; Είναι μια συζήτηση που δεν πρέπει να διακοπεί όταν απομακρυνθούν οι προβολείς από τους Αγίους Αναργύρους, ανεξαρτήτως της θέσης της κυβερνητικής παράταξης για το θέμα.

Το σίγουρο είναι ότι εξαγγέλλονται μέτρα για τη βία κατά των γυναικών αλλά δεν φαίνεται ότι είναι κατάλληλη η εκπαίδευση των αστυνομικών και η ενίσχυση των υπηρεσιών. Οι πολίτες έχουν την αίσθηση ότι η βαριά εγκληματικότητα αυξάνεται, νιώθουν ανασφάλεια ακόμη και στις γειτονιές τους. Δεν αρκούν τα πρωτόκολλα ενεργειών και οι επιχειρησιακοί κανονισμοί. Είναι προφανές ότι είναι η ώρα να αρχίσει ένας ουσιαστικός διάλογος και μακάρι να μην χαθεί η όποια προσπάθεια για την ανάπτυξή του μέσα στην προεκλογική περίοδο.

Σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις το ζήτημα της ασφάλειας- εγκληματικότητας είναι πρώτη προτεραιότητα, μετά την ακρίβεια, που δείχνουν οι πολίτες, ζητώντας λύσεις χωρίς καθυστερήσεις. Αυτό έδειξε και το χθεσινό γκάλοπ της Pulse που παρουσιάστηκε στο κεντρικό δελτίο του ΣΚΑΙ και αφορά στη «στιγμή», αμέσως μετά την πρόταση δυσπιστίας και δύο μήνες πριν τις ευρωκάλπες. Η πρόκληση για τα κόμματα είναι μεγάλη. Για όλα τα κόμματα- και ειδικά για το κυβερνητικό και για τα άλλα που διεκδικούν την περιγραφή ενός εναλλακτικού σχεδίου διακυβέρνησης. Μπορούν να παρουσιάσουν και να εγγυηθούν ότι σε μια ευρωπαϊκή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, η πρόοδος σε όλους τους κρίσιμους τομείς δεν καταλήγει στο πλέγμα των ανέφικτών στόχων. Και φυσικά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους οι πολίτες σε συνδυασμό με την διαχείριση από την εκάστοτε κυβέρνηση «καθοδηγούν» τη ψήφο του καθενός και της καθεμιάς. Σε σημαντικό βαθμό.

Αρκετοί πολίτες φαίνεται ότι διατηρούν ακόμη -βέβαια μεσολαβούν δύο μήνες μέχρι την εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου- απόσταση από τα κόμματα που είτε είχαν επιλέξει ένα χρόνο πριν, είτε από τα κόμματα που ενδέχεται τελικά να «σταυρώσουν». Η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται στο 33% – στο ποσοστό των ευρωεκλογών του 2019, αλλά όχι κοντά στο 40,5% του περασμένου Ιουνίου. Καταγράφει απώλειες 2,5 μονάδων μέσα στον Μάρτιο, διατηρεί όμως την κυριαρχία της- στο δε ερώτημα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίζεται σταθερός στο 34%, με διαφορά 18  μονάδων από τον Στέφανο Κασσελάκη, ο οποίος πάντως κερδίζει δύο μονάδες μέσα σε ένα μήνα. Η πρόταση δυσπιστίας, παρότι ήταν μια αξιοσημείωτη πολιτική κίνηση  δεν φαίνεται να απέδωσε δημοσκοπικά κέρδη για το ΠΑΣΟΚ και τον Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος πήρε την σχετική πρωτοβουλία αποσπώντας τις υπογραφές των κομμάτων της Αριστεράς. Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται από το 14% στο 12,5% στην εκτίμηση ψήφου– ο πρόεδρος του κόμματος παρέμεινε σταθερός στο 8% στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία. Δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ περνά στη δεύτερη θέση, αν και με βραχεία κεφαλή από το ΠΑΣΟΚ. Κέρδη κατέγραψε η Pulse για το κόμμα Βελόπουλου, που εμφανίζεται πάνω από το ΚΚΕ στη μάχη για την τέταρτη θέση, με 9% στην εκτίμηση ψήφου, από 4,2% στις προηγούμενες ευρωεκλογές, έναντι 8,5% του ΚΚΕ που χάνει μισή μονάδα. Η Νέα Αριστερά «έγραψε» 3% στην εκτίμηση ψήφου, ενώ «ισοπαλία» καταγράφεται μεταξύ Νίκης και Πλεύσης Ελευθερίας, στο 3,5%. Οι Δημοκράτες του Ανδρέα Λοβέρδου συγκεντρώνουν 1,8% στη συγκεκριμένη μέτρηση, όπως και το κόμμα της Αφροδίτης Λατινοπούλου.

Έμπειροι πολιτικοί αναλυτές δεν αποκλείουν πολλές «ανατροπές» στο διάστημα των 60 ημερών, γνωρίζοντας άλλωστε ότι η τελική ευθεία και ως εκ τούτου το «σκληρό ροκ» μεταξύ των κομμάτων ξεκινά μετά από το Πάσχα. Οι ίδιοι άνθρωποι θυμούνται ότι ένα σημαντικό μέρος των αναποφάσιστων παίρνει θέση την τελευταία εβδομάδα- αν όχι την τελευταία ώρα- προ των καλπών και τονίζουν ότι η συνθήκη της ευρωκάλπης ευνοεί συνήθως τη «χαλαρή ψήφο» ή το …επιχείρημα του «καναπέ». Η νίκη ή η ήττα είναι πάντα πολυπαραγοντική και το αποτέλεσμα μιας πολυεπίπεδης μάχης. Η Νέα Δημοκρατία υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη εξασφάλισε νέα ισχυρή εντολή μόλις ένα χρόνο πριν, κυβερνά όμως πέντε χρόνια και παρότι ευρωκάλπες θα κριθεί – αυτή είναι η αλήθεια- για όσα έκανε και για αυτά που δεν έκανε μέσα σε αυτό το διάστημα. Έχει την εικόνα της κυρίαρχης δύναμης στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό– συναντά όμως ποιοτικά ευρήματα στις δημοσκοπήσεις που παρουσιάζουν τη δυσαρέσκεια μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού για τις πολιτικές της σε κρίσιμους τομείς.

Από την άλλη πλευρά, τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ που θα δώσουν (όπως φαίνεται τώρα) σκληρή μάχη για τη δεύτερη θέση, δεν καταφέρνουν να κάνουν το άλμα που προσδοκούν, προκαλώντας διακριτό ροκάνισμα της ψαλίδας με τη ΝΔ. Με απλά λόγια: οι πολίτες παίρνουν απόσταση από τα κόμματα, των οποίων τις δράσεις παρακολουθούν στενά και περιμένουν καθαρές θέσεις για να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους στην κάλπη. Περιμένουν σχέδιο προοπτικής για την επόμενη μέρα και το μέλλον των παιδιών τους σε ένα ανασφαλές διεθνές περιβάλλον.