Η Ευρωπαϊκή Ένωση, το έχουμε πει και γράψει σε βαθμό εμπέδωσης, αντέδρασε με πρωτοφανή, για τα δικά της μέτρα, ταχύτητα, ενότητα και τόλμη στο μείζον, μέχρι στιγμής, γεγονός του τρομερού 21ου αιώνα, την εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία.

Κινήθηκε βέβαια μέσα στο πλαίσιο της «ήπιας δύναμης», που υπήρξε πυξίδα συγκρότησης της και ενέπνευσε εξαρχής τη δράση και τα εργαλεία δράσης της. Ακόμα, πάντως, και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, πολλές αποφάσεις άλλαξαν, σε λίγες μόνο μέρες, το επί δεκαετίες πρόσωπο της Ένωσης.

Το ισοζύγιο γέρνει σαφώς, τόσο από ποσοτική όσο και ποιοτική άποψη, υπέρ των κοινά συμφωνηθέντων μέτρων.

Στο στρατιωτικό επίπεδο: αποστολή όπλων και άλλου είδους βοήθειας στους αμυνόμενους Ουκρανούς υπό την αιγίδα της Ένωσης, ομόφωνη αποδοχή της «στρατιωτικοποίησης» της Γερμανίας και της γερμανικής πολιτικής απόδοση της φυσικής του θέσης στο ΝΑΤΟ, χωρίς υποσημειώσεις περί «εγκεφαλικά νεκρού οργανισμού», χωρίς επιφυλάξεις για τον ιδιαίτερο ρόλο των ΗΠΑ και με στήριξη της πιθανής συμμετοχής και της Δανίας.

Σε οικονομικό επίπεδο: άνευ προηγουμένου –που δεν σημαίνει χωρίς κάποια «παραθυράκια»- κυρώσεις, στις οποίες μάλιστα η Ένωση «συμπαρέσυρε» και παραδοσιακά «ουδέτερες» δυνάμεις, όπως η Αυστρία, αλλά και η εκτός Ένωσης Ελβετία και οι εκτός Ευρώπης Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, αναζήτηση κοινών τόπων για την «ενεργειακή απεξάρτηση» της Ένωσης, καθώς και για τα μέτρα στήριξης (για μια ακόμα φορά μετά την χρηματοπιστωτική και την πανδημική κρίση) των εθνικών οικονομιών.

Σε γεωπολιτικό επίπεδο: ομόθυμη ενίσχυση και εμβάθυνση της συνεργασίας με τις ΗΠΑ, επιμονή στη σύμπηξη «πόλου της Δύσης κατά του αυταρχισμού», εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση των προσφυγικών κυμάτων από την Ουκρανία, στήριξη διαβημάτων διεθνών οργανισμών και δικαστηρίων για την εξέταση ενδεχόμενων εγκλημάτων πολέμου εκ μέρους των ρωσικών δυνάμεων και του αυταρχικού ηγέτη τους.

Δεν λείπουν, ωστόσο, και πεδία διαφορετικών αντιλήψεων και όχι ακόμα κοινού βηματισμού. Τα βασικότερα αφορούν στην εξειδίκευση των ενεργειακών μέτρων, στην υποδοχή του αιτήματος της εμπόλεμης Ουκρανίας για εισδοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο γαλλικής έμπνευσης σχέδιο για ένα νέο, στα χνάρια του Next Generation EU, «ευρω-ομόλογο» και ένα αντίστοιχο του «Ταμείου Ανάκαμψης» Ταμείο για εθνικές, αλλά υπό πιλοτάρισμα της Επιτροπής, δαπάνες στους τομείς της ενέργειας και της ασφάλειας.

«Ελέφαντας στο δωμάτιο», που δεν συζητείται επισήμως στους κόλπους της Ένωσης, αλλά ρίχνει τη σκιά του σε όλα τα επιμέρους ζητήματα, είναι η ευρωπαϊκή «απάντηση» στην εκ Ρωσίας εκπορευόμενη πυρηνική απειλή.

Από τα αμφιλεγόμενα ζητήματα, το πιο «εύκολο» είναι το καθεστώς «υποψηφιότητας» της Ουκρανίας, το πιο κρίσιμο αλλά και πιο περίπλοκο τα επιμέρους ενεργειακά μέτρα, το πιο πολιτικό αλλά, κατά τη γνώμη μου, και προδιαγεγραμμένο, κάποιου είδους κοινό «Ταμείο».

Είναι νομικά αλλά και πολιτικά αδύνατο να παρακαμφθεί η πολύ τεχνική, βραδεία και σταδιακή διαδικασία ένταξης μια χώρας στην Ένωση και διασφάλισης ότι πληρούνται οι όροι του «κοινοτικού κεκτημένου». Από την άλλη, η πεντακάθαρη συμβολική και ηθική ανάγκη να αναγνωριστεί ένα «ειδικό δικαίωμα υποψηφιότητας» σε μια ευρωπαϊκή χώρα που μάχεται για την ελευθερία της, ικανοποιείται σε μεγάλο βαθμό από τις δηλώσεις όχι απλώς συμπαράστασης αλλά και «ανοιχτών θυρών» εκ μέρους οργάνων της Ένωσης –με προεξάρχοντα το Κοινοβούλιο, που εκπροσωπεί τους λαούς, και την Πρόεδρο της Επιτροπής, που ενσαρκώνει το κοινό πολιτικό αίσθημα. Έτσι θα πάνε πιθανότατα τα πράγματα, μέσα στον πόλεμο αλλά και μετά το τέλος του επί του πεδίου: έμφαση στην αλληλεγγύη και στην «ανοιχτοσύνη» της Ένωσης, ευμενής ερμηνεία αλλά μη παράκαμψη των διαδικαστικών κανόνων ένταξης.

Πιο δύσκολα είναι τα πράγματα στο ενεργειακό μέτωπο. Πέρα από την ανάγκη όσο το δυνατόν ταχύτερης απεξάρτησης από τη Ρωσία –και ίσως, στο παρασκήνιο, και παραδοχής του στρατηγικού λάθους, με πρωτοστάτη τη Γερμανία, να φτάσουμε σε τέτοια εξάρτηση- σε όλα τα επιμέρους ζητήματα υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις και επιφυλάξεις: από «οριζόντια» μέτρα, τύπου ορίου στην τιμή των καυσίμων, που έχει προτείνει η Ελλάδα και στηρίζουν Βέλγιο, Ιταλία, ίσως και άλλες χώρες, έως το χρόνο απεξάρτησης και τα μεταβατικά μέτρα μέχρι να φτάσουμε στο στόχο, περνώντας από τις μείζονες επιλογές των εισαγωγών τι είδους ενέργειας και από πού, της έμφασης στις ανανεώσιμες πηγές ή σε εναλλακτικές (τύπου υδρογόνου, βιομάζας), του ρόλου της ατομικής ενέργειας, της τήρησης του χρονοδιαγράμματος προς την «κλιματική ουδετερότητα», ιδίως εάν παραταθούν ή και κλιμακωθούν οι οικονομικές κυρώσεις.

Χαρακτήρισα την τύχη της πρότασης περί νέου «Κοινού Ταμείου» ως «προδιαγεγραμμένη», με την έννοια του αναπόφευκτου, για μια σειρά από λόγους: επειδή έχουν αλλάξει οι συσχετισμοί και ιδίως ο ρόλος της Γερμανίας στην Ένωση και ένας πόλεμος «αλλάζει τα μυαλά» ακόμα και των φύση και θέσει «τσιγκούνηδων» (που περιορίζονται πλέον στην Ολλανδία, την Αυστρία και τους Σκανδιναβούς, αφού βαλτικές και «ανατολικές» χώρες βρίσκονται δίπλα στη γραμμή του πυρός), επειδή το προηγούμενο του «Ταμείου Ανάκαμψης» κρίνεται από σχεδόν όλους ως επιτυχημένο, επειδή μια πιθανή νίκη του Γάλλου Προέδρου Μακρόν στις επερχόμενες εκλογές θα του προσδώσει αυξημένο κύρος και θα τον καταστήσει ακόμα πιο ενεργό μοχλό πρωτοβουλιών ολόκληρης της Ένωσης, επειδή, κυρίως, κάποιου είδους «ομοσπονδιοποίηση», που έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή, αποτελεί τον αποτελεσματικότερο συνδυασμό «εύκολης» χρηματοδότησης και πολιτικής εμβάθυνσης της Ένωσης, ιδίως σε κρίσιμες περιστάσεις.

Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι περιστάσεις που ζούμε είναι όχι μόνο εξαιρετικά κρίσιμες αλλά και ότι η κρισιμότητα τους θα διαρκέσει για πολύ. Με απλά λόγια: όλα δείχνουν ότι θα χρειαστεί να «ξαναχτιστεί» η Ευρώπη, μέσα και μετά τον πόλεμο, και είναι χίλιες φορές προτιμότερο η επανοικοδόμηση να γίνει με ίδια μέσα παρά με βοήθεια άλλων.