Στη ζωή και την κοινωνική συμπεριφορά εν γένει, όταν συγκρούεται η λογική με το συναίσθημα, σχεδόν πάντα, κερδίζει το συναίσθημα. Και το τελευταίο διάστημα με αφορμή το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη, ζούμε μια τέτοια σύγκρουση από την οποία ζημιωμένη βγαίνει η κυβέρνηση, η οποία προφανώς υποτίμησε το συλλογικό συναίσθημα, το οποίο τεχνηέντως αλλά και για πολιτικό ωφελιμισμό, καλλιεργούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Τα μεσάνυχτα σήμερα ολοκληρώνεται η συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας στην κυβέρνηση και κατά τα φαινόμενα, δεν αναμένονται εκπλήξεις ως προς την ψηφοφορία.

Κλείνει όμως έτσι το όλο θέμα; Πολύ φοβούμαι πως όχι. Όσο η αντιπολίτευση θα θεωρεί πως βρήκε την Αχίλλειο πτέρνα της κυβέρνησης, θα βρίσκει πάντα τρόπους να επαναφέρει το θέμα στη δημοσιότητα, τροφοδοτώντας το συλλογικό συναίσθημα, παρακάμπτοντας τους νόμους και τις διαδικασίες οι οποίες τρέχουν παράλληλα, για να αποδοθούν ευθύνες με βάση τα πραγματικά στοιχεία της δικαστικής έρευνας και όχι απλά για την ικανοποίηση της κοινής γνώμης, με γνώμονα το αόριστο, περί δικαίου αισθήματος.

Στο μεταξύ όμως, εκτός από τα Τέμπη που μας μας πληγώνουν και μας πονούν όλους, υπάρχει και μια άλλη σκληρή πραγματικότητα που δεν άπτεται του συναισθήματος αλλά της απλής και τετράγωνης λογικής. Κι είναι αυτή η καθημερινότητα που έχει να κάνει με την αγοραστική μας δύναμη και το επίπεδο διαβίωσης της συντριπτικής πλειονότητας της κοινωνίας.

Μόλις προχθές από την ανακοίνωση της Eurostat, μάθαμε ότι η χώρα μας κατατάσσεται τελευταία ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης και προτελευταία (με τελευταία τη Βουλγαρία) στην ΕΕ σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης με τον σχετικό δείκτη να είναι στο 67% πέρυσι, έναντι 95% το 2009, πριν από τη χρεοκοπία δηλαδή. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, ο μέσος μισθός την τελευταία διετία στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 9,4% σε σταθερές τιμές ενώ συνολικά στην ΕΕ μειώθηκε 5,3%. Την ίδια περίοδο τα κέρδη των επιχειρήσεων στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 12,8% έναντι μόνο 2% στις 27 χώρες της ΕΕ με ό,τι αυτό σημαίνει.
Αν και οι στατιστικές και οι μέσοι όροι εν πολλοίς κάνουν γενικεύσεις ισοπεδωτικές, εν τούτοις δεν παύουν να αποτελούν σημαντικά εργαλεία για να καταλάβουμε τι συμβαίνει αλλά και να κάνουμε συγκρίσεις με άλλες χώρες της Ευρώπης που πεπλανημένα θεωρούμε πως είμαστε σε καλύτερη θέση.

Ναι μεν είναι αληθές πως τα τελευταία χρόνια έγιναν σημαντικά βήματα ενίσχυσης του εισοδήματος στην Ελλάδα με μειώσεις φόρων, ασφαλιστικών εισφορών αλλά και αυξήσεις μισθών-συντάξεων, από τον κατώτατο ως τα ειδικά μισθολόγια, πλην όμως ο πληθωρισμός της ακρίβειας ήταν και παραμένει πολύ υψηλότερος με αποτέλεσμα η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών να μειώνεται συνεχώς.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως σε όλες τις μετρήσεις κοινής γνώμης που καταγράφεται ως υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα η ακρίβεια και ακολουθούν η ασφάλεια, η δημόσια υγεία και η παιδεία.
Αύριο ανακοινώνεται από τον πρωθυπουργό η νέα αύξηση κατά 6,5% του κατώτατου μισθού που θα ισχύσει από την 1η Απριλίου και η οποία θα συμπαρασύρει αυξήσεις σε τριετίες, επιδόματα και λοιπά.
Αν και σημαντική, ωστόσο υπολείπεται της πραγματικής ακρίβειας στο ράφι και δεν λύνεται το πρόβλημα ούτε καν ισοσκελίζεται. Πόσο μάλλον για τα εισοδήματα που είναι πάνω από τον κατώτατο και παραμένουν ασάλευτα και απροστάτευτα από τα διαδοχικά κύματα ακρίβειας της καθημερινότητας.

Δεν ξέρω αν οι δημοσκοπικές πτώσεις των ποσοστών της κυβέρνησης οφείλονται στους χειρισμούς του θέματος των Τεμπών, στο γάμο των ομοφύλων ή την ακρίβεια ή όλων μαζί, αλλά φρονώ πως αν θέλει να αλλάξει ατζέντα και να ελπίζει σε ικανοποιητικό αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές, τη μάχη που πρέπει να δώσει με κάθε τρόπο και μέσο είναι με την ακρίβεια και την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων.

Το ξέρουμε όλοι πως αυτή η μάχη είναι δύσκολη και άνιση, αλλά δεν έχει κανένα περιθώριο να τα παρατήσει αν δεν θέλει να δει την αντίστροφη μέτρηση της κλεψύδρας.
Όπως οφείλει επιτέλους να δει με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, της ασφάλειας των πολιτών, της βίας των εφήβων που τείνει να γίνει μάστιγα. Αυτά άλλωστε δεν απαιτούν χρήμα αλλά βούληση και ενεργοποίηση της μεγαλύτερης, αναλογικά με τον πληθυσμό, σε αριθμό αστυνομίας που διαθέτουμε μέσα στην Ευρώπη. Μια… πρωτιά έχουμε κι εμείς και την καταντήσαμε πρώτη και στην αναποτελεσματικότητα!

Ε, λοιπόν, τουλάχιστον στον τομέα αυτόν, δικαιολογίες δεν χωρούν και κυρίως δεν συγχωρούνται.