Μεγάλο στοίχημα βάζει η κυβέρνηση για την ανάπτυξη της οικονομίας τα επόμενα χρόνια με όπλο τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης στο σχέδιο που κατέθεσε στις Βρυξέλλες.

Τα χρήματα του Ταμείου, που ανέρχονται σε 19,3 δισ. ευρώ επιδοτήσεων και 12,7 δισ. ευρώ δανείων που θα λάβει η χώρα, αποτελούν ένα εργαλείο που, σύμφωνα με τους επίσημους υπολογισμούς, θα προσθέτει κάθε χρόνο στη μεγέθυνση του ΑΕΠ (στο βασικό σενάριο) 1,5 ποσοστιαία μονάδα επιπλέον τουλάχιστον μέχρι το 2026.

Οι επενδύσεις είναι το κλειδί πάνω στο οποίο εδράζονται οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί, καθώς εκεί είναι και -διαχρονικά- η αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής οικονομίας.

Το σχέδιο προβλέπει ότι με τα 12,7 δισ. ευρώ των δανείων θα χρηματοδοτηθούν ιδιωτικές επενδύσεις, έτσι ώστε να λειτουργήσουν ως καταλύτης και διά της λεγόμενης «μόχλευσης» να επενδυθούν και άλλα 19,1 δισ. ευρώ από ιδιωτικά κεφάλαια, ανεβάζοντας συνολικά τις ιδιωτικές επενδύσεις σε 31,8 δισ. ευρώ. Συνολικά, προβλέπεται ότι οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις θα φτάσουν στα 57 δισ. ευρώ την επόμενη εξαετία.

Ασφαλώς, τα κονδύλια αυτά είναι σημαντικά, αλλά υπάρχουν πολλές πλευρές στο όλο εγχείρημα και αρκετές αβεβαιότητες. Θα υλοποιηθούν έγκαιρα τα έργα; Θα κινητοποιηθεί το ιδιωτικό κεφάλαιο; Θα μπορέσουν να ανταποκριθούν οι τράπεζες στις ανάγκες χρηματοδότησης; Οι ευνοϊκές επιδράσεις θα διαχυθούν στο σύνολο της οικονομίας και της αγοράς ή όχι; Ποιες θα είναι οι συνέπειες στην κοινωνία;

Αν δούμε, για παράδειγμα, τους ίδιους τους αριθμούς που συνοδεύουν την ελληνική πρόταση, υπολογίζεται ότι για το 2022 η αύξηση του ΑΕΠ θα φτάσει στο 6,2%, ενώ την ίδια χρονιά οι επενδύσεις θα αυξηθούν κατά 30% και οι εξαγωγές κατά 13%.

Παρά τη μεγάλη ενίσχυση των επενδύσεων, όμως, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης θα είναι μόνο 2,6%.

Αυτό ενδεχομένως δείχνει ότι η ανεργία θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα και δεν θα υπάρξει σημαντική ενίσχυση των μισθών και άλλων εισοδημάτων, έτσι ώστε να αυξηθεί η κατανάλωση. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος δεν θα διαχυθεί στην κοινωνία, αλλά θα περιοριστεί σε συγκεκριμένους θύλακες που θα επωφεληθούν.

Είναι, βέβαια, ένα διεθνές φαινόμενο ότι στον σημερινό καπιταλισμό «όλα πάνε στους νικητές» (winners take it all), αλλά εν προκειμένω το ελληνικό σχέδιο δείχνει εξαρχής να δίνει προτεραιότητα σε μεγάλες εταιρείες που διαθέτουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα και επομένως μπορούν να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες μόχλευσης που δημιουργεί το κυβερνητικό σχέδιο.

Ακόμη, οι προτεραιότητες στην «πράσινη» και την ψηφιακή οικονομία, οι οποίες ορθά έχουν τεθεί, εάν δεν συνοδευτούν από ένα πλαίσιο που θα ενισχύει την ελληνική παραγωγή, θα ευνοήσουν ξένες εταιρείες οι οποίες θα επιδοτηθούν από το ελληνικό σχέδιο για να πουλήσουν στη χώρα μας εξοπλισμό και υπηρεσίες: από ηλεκτρικά οχήματα, αιολικές γεννήτριες και ηλιακά πάνελ μέχρι λογισμικό και υποστήριξη για το 5G.

Εάν, όμως, η ανάκαμψη δεν διαχυθεί στην κοινωνία και δεν περιλάβει και τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, υπάρχει ο κίνδυνος να έχουμε μεν μια αναπτυξιακή ώθηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, η οποία όμως θα αποδειχθεί ένα πυροτέχνημα χωρίς διάρκεια στον χρόνο.

Για να υπάρξει μακροχρόνιο όφελος, θα πρέπει με τα κονδύλια να χτιστεί ελληνική παραγωγή στους ανερχόμενους τομείς της πράσινης και της ψηφιακής οικονομίας. Και για να γίνει αυτό, θα πρέπει να υπάρχει μια δυναμική εσωτερική αγορά με καλά αμειβόμενους εργαζομένους.

Διαφορετικά, η αναπτυξιακή ώθηση θα κρατήσει όσο διαρκέσουν και οι επιδοτούμενες εισαγωγές ξένων προϊόντων και εξοπλισμού, όπως τα δίκτυα φόρτισης «γκλαμουράτων» ηλεκτρικών Ι.Χ. που οι περισσότεροι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι δεν θα μπορούν να προσεγγίσουν.