Δυο κοινωνικά φαινόμενα που απασχολούν την επικαιρότητα το τελευταίο διάστημα (γυναικοκτονίες-κακοποιήσεις γυναικών και εφηβική βία) έχουν απλώσει ένα δίχτυ ανησυχίας σε όλη την κοινωνία. Τα συζητούμε όλοι, μας απασχολεί όλους και η πίεση που ασκείται στην εκτελεστική εξουσία για να πάρει μέτρα είναι έντονη σε βαθμό να απειλείται η κυβέρνηση με ψήφο διαμαρτυρίας στις επερχόμενες ευρωεκλογές.

Αναρωτιόμαστε τι έχει συμβεί στα τελευταία χρόνια κι έχουμε μια τέτοια έξαρση βίας. Οι ειδικοί επιστήμονες στην ανάλυση κοινωνικών φαινομένων, απαριθμούν μια σειρά από αιτίες που έχουν να κάνουν με τις απανωτές κρίσεις που έχει περάσει η χώρα τα τελευταία χρόνια, όπως η χρεοκοπία και φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού που διατάραξε την ψυχική ισορροπία πολλών, η πανδημία που μας έκλεισε στα σπίτια για μεγάλο διάστημα και έφερε στην επιφάνεια κρυμμένες αντιπαλότητες μέσα στις οικογένειες αλλά και η χαλαρότητα εφαρμογής των νόμων σε τέτοιες περιπτώσεις.

Όμως τα θέματα αυτά είναι πολυσύνθετα και δεν μπαίνουν εύκολα σε μονοδιάστατες εξηγήσεις και ούτε οι λύσεις είναι τόσο απλές. Γι’ αυτό δεν υπάρχει μια χώρα στον αναπτυγμένο κόσμο που να το έχει λύσει για να την πάρουμε σαν παράδειγμα και να το εφαρμόσουμε κι εμείς.

Η αντιπολίτευση πιέζει την κυβέρνηση να συμπεριλάβει ως νομικό όρο τη γυναικοκτονία και να τη διαχωρίζει από την ανθρωποκτονία. Το σκεπτικό και δεν είναι λάθος, είναι να μην μπορούν οι θύτες να επικαλούνται ως ελαφρυντικό στα δικαστήρια το «έγκλημα πάθους» και να πέφτουν στα μαλακά. Αν και αναρωτιέμαι, οι δικαστές που κάθονται στην έδρα δεν είναι στο χέρι τους να δεχθούν ελαφρυντικά του τύπου «πρότερος έντιμος βίος», «έγκλημα πάθους», «επήρεια αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών» κλπ ή να μην τα δεχτούν; Έχουν ανάγκη και από νόμο που να προβλέπει ξεχωριστά τη γυναικοκτονία για να επιβάλλουν τις προβλεπόμενες ποινές;

Σύμφωνα με τις καταγραφές, κάθε 45 λεπτά καταγγέλλεται και μια περίπτωση κακοποίησης και ενδοοικογενειακής βίας. Και μιλάμε για αυτές που φθάνουν μέχρι τα αστυνομικά τμήματα και όχι για το σύνολο κακοποιητικών ενεργειών που συμβαίνουν πίσω από τους τοίχους των σπιτικών ανά την επικράτεια.

Χιλιάδες λοιπόν οι περιπτώσεις που φθάνουν στις δικαστικές αίθουσες και πάμπολλες οι περιπτώσεις που τα θύματα ανακαλούν ενώπιον των δικαστών. Ασχέτως αν η ανάκληση δεν έχει καμιά αξία αφού το αδίκημα αυτό διώκεται πλέον αυτεπάγγελτα. Εντύπωση πάντως προκαλεί η προχθεσινή περίπτωση κακοποιημένης επανειλημμένως γυναίκας που μπροστά στα έκπληκτα μάτια των δικαστών δήλωσε που δεν επιθυμεί την καταδίκη του κακοποιητή συζύγου της, γιατί της αρέσει το ξύλο και φταίει αυτή όπως της είπε και ο πνευματικός της ιερέας, για να μη διαλύσει την οικογένεια της! Ε΄, αν υπάρχουν τέτοιοι πνευματικοί από το χώρο της εκκλησίας να θεωρούν το ξύλο ως απαραίτητο παιδαγωγικό μέσο, αν υπάρχει τέτοιος κτηνώδης σκοταδισμός από το αποκούμπι για κάποιους συνανθρώπους μας που είναι η εκκλησία, τότε η λογική σηκώνει τα χέρια. Παραδίδεται άνευ όρων!

Και πάμε στην εφηβική βία που είναι άλλη μια μάστιγα της εποχής. Ο Πιερρακάκης ανακοίνωσε μια σειρά μέτρων μέσα στα σχολεία όπως οι 5ημερες αποβολές μαθητών, η πλατφόρμα υποδοχής καταγγελιών, η αποζημίωση από τους γονείς των καταστροφών που διαπράττουν τα παιδιά τους σχολείο, επιτροπές διαχείρισης περιστατικών από καθηγητές, ψυχολόγους κλπ.

Και το δικό μου ερώτημα είναι το εξής: Τα μέτρα αυτά θα δεχθεί να τα εφαρμόσει η ΟΛΜΕ η οποία συνεπικουρεί τους μαθητές στις καταλήψεις, αντιδρά στις αξιολογήσεις, θεωρεί την επιβολή κανόνων στα σχολεία ως αστυνομοκρατία; ΄Η μήπως θα τα εφαρμόσουν οι καθηγητές που βγάζουν τέτοιες συνδικαλιστικές ηγεσίες ή τελούν απειλούμενοι και εκβιαζόμενοι από τσαμπουκάδες μαθητές και γονείς;

Όχι πως τα μέτρα είναι κακά. Ενδεχομένως τα φαινόμενα βίας να μειωθούν μέσα στους σχολικούς χώρους. Δεν θα πάψουν όμως, γιατί απλά θα μεταφερθούν εκτός σχολείου. Στις πλατείες στις γειτονιές, στους δρόμους, όπου οι καθηγητές δεν έχουν αρμοδιότητα. Επομένως αλλού πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις και οι επιστήμονες ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης απέναντι στη νεολαία και να καταθέσουν τις δικές τους απαντήσεις προτάσεις.

Και ξεκινώντας από την οικογένεια γιατί αν και όχι ειδικός, εικάζω πως εκεί βρίσκεται η ρίζα του κακού. Σε συνδυασμό δε με την ενδοοικογενειακή βία, άραγε πρέπει να είναι κανείς ειδικός για να καταλάβει πως ένα παιδί που μεγαλώνει μέσα σε μια οικογένεια με καυγάδες, τσακωμούς, τιμωρίες, ξυλοδαρμούς, όταν βγει στο δρόμο, στην πλατεία, στο σχολείο, δεν θα εκφράσει με βία τη συσσωρευμένη οργή και αγανάκτηση του για τις συνθήκες του σπιτιού του; Ή δεν θα ενταχθεί σε κάποια τοπική συμμορία συνομηλίκων του για να νοιώσει τη σιγουριά, την κατανόηση και την αγελαία δύναμη που δεν βρίσκει στο σπίτι του;

Κάποιοι λένε πως αυτά τα αποκρουστικά κοινωνικά φαινόμενα των καιρών μας, πάντα συνέβαιναν πίσω από τους τοίχους του οικογενειακού ασύλου. Απλά τώρα με τα μέσα της κοινωνικής δικτύωσης φωτίζονται ευκολότερα και δημοσιοποιούνται περισσότερο. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Αυτό που πάντως έχει σημασία είναι πως μόνο με τιμωρητικά μέτρα, τα φαινόμενα δεν θα εκλείψουν. Παρέμβαση στις αιτίες που γεννούν τα φαινόμενα χρειάζεται και πάνω σ’ αυτό πρέπει να δουλέψουν επιστήμονες από κοινού με την εκτελεστική εξουσία. Όχι πως θα εξαλειφθούν πλήρως τα φαινόμενα αλλά τουλάχιστον μπορεί να ελαχιστοποιηθούν.