Είναι αλήθεια πως οι πολίτες και η κοινωνία μετά το overdose με τον κορωνοϊό, τις εντατικές, τους νεκρούς και τα εμβόλια, έχουν ανάγκη από ένα νέο αφήγημα. Ένα νέο όραμα και ρεαλιστικές προσδοκίες για την επόμενη μέρα, καθώς η ζωή δεν είναι δυνατόν να αρχίζει και να τελειώνει στα της πανδημίας.

Κι αυτό το νέο αφήγημα δεν μπορεί να είναι άλλο από τις καλύτερες μέρες που μπορούμε να περιμένουμε μετά τη λήξη του συναγερμού.

Καλύτερες μέρες με οικονομική ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας, εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους και των δομών του και αλλαγές σε όλα εκείνα που μας πληγώνουν δεκαετίες τώρα.

Οι πολιτικοί έχουν την τάση να εξωραΐζουν τα πράγματα και να εμφανίζονται στις περισσότερες περιπτώσεις ως θαυματοποιοί που, αν τους εμπιστευτούμε με την ψήφο μας, θα… τρώμε με χρυσά κουτάλια. Φευ, όμως, στην πράξη όχι απλά δεν διαπιστώνουμε βελτιωτικές αλλαγές, αλλά συνεχώς διολισθαίνουμε σε χαμηλότερες θέσεις στους παγκόσμιους δείκτες ευημερίας. Χώρια που μικρές και αυτονόητες παρεμβάσεις διογκώνονται και παρουσιάζονται περίπου ως επαναστατικές αλλαγές και μόνο εκ του λόγου ότι δεν τις έκαναν οι προηγούμενοι.

Τι έχουμε, λοιπόν, στην παρούσα φάση για να ελπίζουμε -επιτέλους- σε ριζικές αλλαγές που θα βγάλουν τη χώρα από το τέλμα της ύφεσης και θα την περάσουν στη νέα εποχή;

Έχουμε ένα ισχυρό εργαλείο για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια που δεν είναι άλλο από τα αναμενόμενα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους 32 δισ., που μαζί με αυτά του ΕΣΠΑ μπορούν να φθάσουν στα 70 δισ. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε και τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στα επενδυτικά προγράμματα τότε κάλλιστα μπορούμε να μιλάμε για 100 δισ. που δυνητικά θα πέσουν στην αγορά στα επόμενα χρόνια.

Μιλάμε για θηριώδη ποσά -που αν χρησιμοποιηθούν σωστά και με βάση το συνταχθέν σχέδιο, που εστάλη στην Κομισιόν, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία πως όντως η εικόνα της χώρας μπορεί να αλλάξει άρδην.

Αν κρίνει κανείς από την θετική υποδοχή που είχαν οι ελληνικές προτάσεις από τους Ευρωπαίους αξιωματούχους, τότε μάλλον έχει γίνει για πρώτη φορά σωστή, αξιόπιστη και ρεαλιστική δουλειά στην ιεράρχηση των αναγκών της χώρας. Εξ ου και η αισιοδοξία για την έγκριση και την ταχεία εκταμίευση των πρώτων κονδυλίων από το καλοκαίρι και μετά.

Σ’ αυτή την εθνική αναγκαιότητα επιτυχίας αυτού του σχεδίου ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας μετά από 12 πέτρινα χρόνια, θα περίμενε κανείς πως όλα τα κόμματα θα στέκονταν αρωγοί μιας και όλοι (θεωρητικά) νοιάζονται για την ευημερία των πολιτών. Δυστυχώς όμως, το μόνο που διαπιστώνουμε για άλλη μια φορά από την αντιπολίτευση είναι γκρίνια, μιζέρια, άρνηση και κενές περιεχομένου γενικόλογες και αόριστες αντιπροτάσεις που θεωρούν ότι είναι αυτό που θα ήθελε να ακούσει το ακροατήριο τους.

Μπουρδολογία του Τύπου, διάχυση του οικονομικού οφέλους, αύξηση της εγχώριας παραγόμενης αξίας, ισόρροπη ανάπτυξη περιφερειών και δυναμική μετασχηματισμού, προστασία εργασιακών δικαιωμάτων, ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα μεγάλων δομών κ.λπ. Ξύλινος και στείρος αντιπολιτευτικός λόγος, χωρίς κοστολογήσεις, χωρίς μελέτη και χωρίς ουσία. Μια απέραντη αοριστία έτσι απλά για να ‘χαμε να λέγαμε και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως αν η χώρα έστελνε στην Κομισιόν μια τέτοια έκθεση ιδεών για να εισπράξει τα κονδύλια που μας αναλογούν, στην καλύτερη περίπτωση θα μας τη γύριζαν πίσω για συγκεκριμενοποίηση και στη χειρότερη θα την πετούσαν στο καλάθι των αχρήστων ως ουτοπική.

Αντί λοιπόν να δεχθούν, κάνοντας έστω και μια φορά την υπέρβαση, πως η πρόταση της κυβέρνησης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και να καταθέσουν επιμέρους βελτιωτικές ιδέες και απόψεις, επιχειρούν να της βάλουν ετικέτες και ιδεολογικά πρόσημα. Το ζητούμενο όμως δεν είναι η μαύρη ή άσπρη γάτα, αλλά ποια πιάνει ποντίκια.

Κι ας σκεφτούν τούτο μόνο: είναι τόσο άσχετοι και ηλίθιοι εκεί στην Ευρώπη, αλλά και στους οίκους αξιολόγησης, που βλέπουν 7% ανάπτυξη για το 1922 και 4% κάθε χρόνο για τα επόμενα 5 χρόνια, με βάση ακριβώς αυτή την πρόταση που έχει κατατεθεί στην Κομισιόν;