Σε ένα ιδιαίτερα κρίσιμο εικοσαήμερο μπαίνει η χώρα, καθώς μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου θα πρέπει να γίνουν πολλά για να έχουμε ελπίδες μιας έστω και κατ’ επίφαση ρύθμισης του χρέους – έστω και με νέες υποσχετικές και αποτύπωση των βημάτων που θα κάνουν οι δανειστές στο μέλλον.

Από τις τοποθετήσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων αλλά και από το ΔΝΤ διαπιστώνεται μια τάση καταλλαγής των σκληρών θέσεων του παρελθόντος σαν να θέλουν να κλείσουν το θέμα μέσα στη χρονιά και κυρίως πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του νεοεκλεγέντος Ντόναλντ Τραμπ.

Να πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Βασική και απαρέγκλιτη προϋπόθεση όλων των εξελίξεων είναι να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση πριν από το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου. Είναι αυτό εφικτό; Είναι, όπως λένε οι πηγές που βρίσκονται κοντά στους διαπραγματευτές τόσο της ελληνικής πλευράς όσο και των δανειστών, καθώς είναι διαπιστωμένη η βούληση και των δύο πλευρών, κυρίως μάλιστα από τους θεσμούς που δεν φαίνονται να θέλουν να τραβήξουν στα άκρα τις απαιτήσεις τους πιέζοντας υπέρμετρα την ελληνική πλευρά. Οι προσπάθειες που γίνονται είναι να καταλήξουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις τόσο στα εργασιακά – συνδικαλιστικά όσο και στα υπόλοιπα προαπαιτούμενα που βρίσκονται στην ατζέντα.

Αν λοιπόν συμφωνήσουν γρήγορα, τότε, όπως δήλωσαν τόσο ο Ντάισελμπλουμ όσο και ο Ρέγκλινγκ, στο Eurogroup θα ανοίξει η συζήτηση για τη βραχυπρόθεσμη τακτοποίηση του χρέους στη λογική της ανάληψης συγκεκριμένων πρωτοβουλιών, σταδιακά στο μέλλον και κυρίως για τις περιόδους όπου οι δόσεις των δανείων είναι τέτοιες που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από τη χώρα. Σαφώς δεν θα είναι η επιδιωκόμενη από την ελληνική πλευρά λύση, πλην όμως είναι ένα βήμα και ένα φύλλο συκής για την ελληνική κυβέρνηση που θα της δίνει τη δυνατότητα να το αξιοποιήσει πολιτικά στην κοινή γνώμη. Οχι ιδιαίτερα πειστικό, αν λάβει κανείς υπόψη του όλη τη ρητορική που έχει αναπτύξει τον τελευταίο χρόνο αλλά από το ολότελα και τη στιγμή που δεν της απέμεινε κανένα αφήγημα για το κομματικό της κοινό, οποιαδήποτε διευθέτηση, ακόμα και το σπρώξιμο κάτω από το χαλί, είναι κάτι για την εικόνα της.

Παράλληλα, με βάση τις δηλώσεις του Τζέρι Ράις του ΔΝΤ, βλέπουμε ότι και το Ταμείο χαμηλώνει τις απαιτήσεις του για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, κάτι που αποτελεί βασική απαίτηση της Γερμανίας και των δανειστών για τη διευθέτηση του χρέους με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και μείωση επιτοκίων από το 2018 και μετά. Λέει δηλαδή τώρα το ΔΝΤ: αποφασίστε εκ των προτέρων ποια μέτρα θα πάρει η Ελλάδα σε περίπτωση που δεν βγαίνουν οι αριθμοί στην εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών της, με ακρίβεια και σαφήνεια και τα οποία θα ενεργοποιούνται αυτόματα και άνευ άλλων διαπραγματεύσεων, σε περίπτωση εκτροχιασμού -και ας μην εφαρμοστούν από τώρα- κι εμείς αποδεχόμαστε και συμμετέχουμε εκ νέου στο πρόγραμμα.

Αυτή η εξέλιξη δεν μπορεί να υποτιμηθεί γιατί δείχνει μια σπουδή από όλες τις πλευρές να μη μεταφερθούν αυτά τα προβλήματα στο διηνεκές και κυρίως να μην εξαρτάται η συμμετοχή του ΔΝΤ από τον νέο και απρόβλεπτο νέο πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος προεκλογικά είχε δηλώσει ότι το πρόβλημα του χρέους της Ελλάδας δεν αφορά την Αμερική και να το λύσουν οι Γερμανοί ή ο Πούτιν!

Αυτές οι διαφαινόμενες εξελίξεις, όμως, επ’ ουδενί πρόκειται να επηρεάσουν θετικά και άμεσα την κοινωνία. Ούτε και η ενδεχόμενη συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ θα φανεί την επομένη στην αγορά. Τα προβλήματα θα συνεχίσουν να μας ακολουθούν και να μας βασανίζουν για πολλά χρόνια με μισθούς και συντάξεις Βουλγαρίας και υποχρεώσεις Ελβετίας!

Δεν θα είναι όμως αμελητέο το γεγονός ότι θα μπει πάτος στο βαρέλι. Αρκεί να επιδείξουν ρεαλισμό στις επικείμενες διαπραγματεύσεις και να εγκαταλείψουν τους μαξιμαλιστικούς στόχους του πρόσφατου παρελθόντος.