Ακούω συχνά εσχάτως την ανάλυση ότι ευτυχώς που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση γιατί αυτά τα μέτρα που επέβαλαν οι δανειστές δεν θα μπορούσε να τα περάσει κανένα άλλο κόμμα.

Επί του συγκεκριμένου δεν έχω σημαντικές ενστάσεις, καθώς όλοι γνωρίζουμε ότι οι πρώην Αγανακτισμένοι, οι «Δεν πληρώνω», οι πρώην επαναστάτες χωρίς ή και με αιτία, οι πρώην ισοπεδωτικοί μηδενιστές και αντιρρησίες επί παντός θέματος αλλά και οι περισσότεροι με νοοτροπίες «περί πάρτης», οι οποίες συνέβαλαν στη χρεοκοπία της χώρας, έχουν ενσταυλιστεί στις πολιτικές στάνες που σήμερα έχουν την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας.

Και επειδή είναι δύσκολο να παραδεχθούν ότι πίστεψαν σε αυταπάτες, άλλο τόσο δύσκολο είναι να ξαναβγούν τώρα και να περιφέρουν την αγανάκτησή τους για τα νέα μέτρα, όσο βαριά και επώδυνα και αν είναι. Αντε μερικοί στον καθρέφτη μπροστά να μουρμουρίζουν «την ξαναπατήσαμε».

Η σοβαρή μου όμως ένσταση είναι αν όλα αυτά τα βαρύτατα μέτρα, τα οποία μας επιδαψίλευσε η αριστεροδεξιά μας κυβέρνηση, θα ήταν απαραίτητα ή αν μπορούσαμε να τα αποφύγουμε αν δεν είχαμε όλα αυτά τα πειράματα και τους ερασιτεχνισμούς από την εποχή Βαρουφάκη μέχρι σήμερα. Αν δηλαδή όντως θα εμφάνιζε η οικονομία όλα αυτά τα ανοίγματα που ανέβασαν τον σημερινό λογαριασμό στα 9 και πλέον δισ. ευρώ.

Τη στιγμή, μάλιστα, που πριν από τις εκλογές του Γενάρη του 2015 Τσίπρας και Καμμένος διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους για το «γερμανοτσολιάδικο» email Χαρδούβελη που πρότεινε μέτρα της τάξεως του 1 δισ. ευρώ!

Και άντε να δεχτώ ότι οι δανειστές θα πρόσθεταν και κάτι παραπάνω και θα μας επέβαλαν μέτρα 1,5 δισ. Εχει αυτό το νούμερο καμία σχέση με τα 9 δισ. ευρώ που καλούμαστε να πληρώσουμε τώρα;

Ανεξάρτητα από τις επιμέρους ενστάσεις που μπορεί να έχει κάποιος για την περίοδο Σαμαρά – Βενιζέλου, για παραλείψεις, για φοβίες να τελειώσουν μια και καλή τη δύσκολη δουλειά που ανέλαβαν, για μεταρρυθμιστική κόπωση και υποχώρηση υπό το βάρος του πολιτικού κόστους, κάποια πράγματα είναι αδιαμφισβήτητα και έχουν γραφτεί στα τεφτέρια των δανειστών και της Ιστορίας.

Παρότι, όπως τους κατηγορούν, μετά την ήττα των ευρωεκλογών του 2014 κατέβασαν τα μολύβια και προσπαθούσαν να περισώσουν ό,τι μπορούσαν από την κομματική τους δύναμη, το 2014 έκλεισε με 0,3% ανάπτυξη διαψεύδοντας τις προβλέψεις του ΔΝΤ που έβλεπε ύφεση.

Και το δεύτερο εξάμηνο του ’14 ήταν μια περίοδος που ναι μεν δεν ήταν success story με την απόλυτη έννοια, αλλά δεν ήταν και αποτέλεσμα για λοιδορίες, όπως συνεχίζουν να ισχυρίζονται μέχρι σήμερα οι Συριζαίοι. Ηταν η ίδια περίοδος όπου δειλά-δειλά είχε αρχίσει να κινείται η οικονομία και οι επιμέρους δείκτες έβαζαν έναν πάτο στο βαρέλι.

Οι τράπεζες ήταν ανοιχτές και δεν χρειάζονταν άλλη ανακεφαλαιοποίηση, κινούνταν το όποιο χρήμα υπήρχε, το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας ήθελε μεν μεταρρύθμιση αλλά κόστιζε με τις τότε απαιτήσεις των δανειστών 300-500 εκατ. ευρώ και όχι 1,8 δισ. που καλείται σήμερα η κυβέρνηση να περικόψει από συντάξεις. Με άλλα λόγια, μακάρι σήμερα, μετά από 17 μήνες, να ήταν η οικονομία της χώρας στην κατάσταση που ήταν στα τέλη του 2014, τότε που πιστέψαμε πως είχαμε φάει το βόδι και απέμενε η ουρά, ενώ τώρα μας υποχρεώνουν να φάμε άλλο ένα βόδι.

Και, ναι, εμείς ως λαός μπουχτίσαμε από το ψέμα των πολιτικών όλα τα προηγούμενα χρόνια, αρνηθήκαμε να πιστέψουμε ότι από το κακό υπάρχει το χειρότερο, πιστέψαμε πως ό,τι ήταν να χάσουμε το χάσαμε, ό,τι ήταν να πληρώσουμε το πληρώσαμε και ακολουθήσαμε το ρεύμα εκείνης της εποχής με τους άφθαρτους, τους έντιμους, τους ηθικούς και τους σκληρούς διαπραγματευτές που θα έδιωχναν την τρόικα, θα έσκιζαν τα μνημόνια και θα μας ξαναχάριζαν τη χαμένη εθνική περηφάνια και αξιοπρέπεια ενώ ταυτόχρονα θα μείωναν φόρους και υποχρεώσεις.

Τι αποδεικνύεται τώρα; Οτι, εκτός από τον πρωθυπουργό, είχαμε κι εμείς αυταπάτες. Αυταπάτες που στοιχίζουν πολύ ακριβότερα και ελάχιστη σημασία έχει πια αν ο Τσίπρας είναι ψεύτης ή αυταπατημένος ρομαντικός οραματιστής, γιατί, απλούστατα, ο λογαριασμός που στέλνει στον καθένα μας είναι πραγματικός, απτός και άμεσα καταβλητέος. Και επ’ αυτού δεν χωρούν αυταπάτες του τύπου «δεν ήξερα», «δεν κατάλαβα», «δεν το περίμενα» κ.λπ.