Αναμφίβολα, η αύξηση στον κατώτατο μισθό που ανακοίνωσε χθες ο πρωθυπουργός στα 713 ευρώ, είναι υψηλή αν λάβει κανείς υπόψη τις αντοχές των επιχειρήσεων εν μέσω αυτής της πρωτοφανούς οικονομικής θύελλας που έφερε η ενεργειακή ακρίβεια.

Κι αυτός ο κατώτατος μισθός, θα συμπαρασύρει και θα δώσει αυξήσεις σε όλους τους μισθούς με την ενεργοποίηση των προϋπηρεσιών( τριετίες) και των επιδομάτων που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι.

Το ερώτημα όμως που παραμένει, είναι αν σώζεται η κατάσταση με αυτή την αύξηση, όταν το κόστος ζωής πέραν από τον επίσημο πληθωρισμό (8,9% τον Μάρτιο), έχει αυξηθεί πολύ περισσότερο και οι σωρευμένες υποχρεώσεις και ρυθμίσεις έχουν γίνει βρόχος για τα νοικοκυριά.

Προφανώς όχι. Και παρότι η κυβέρνηση δεν έμεινε παρατηρητής και έχει ρίξει αρκετά δισεκατομμύρια μέχρι τώρα για τη στήριξη των νοικοκυριών, στην πράξη αυτά ελάχιστα άμβλυναν τις επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη των πολιτών, οι οποίοι παθαίνουν εγκεφαλικά με το άνοιγμα του λογαριασμού του ηλεκτρικού, του φυσικού αερίου ή πηγαίνοντας στο σούπερ μάρκετ για τα ψώνια της εβδομάδας.

Η κρίση και η ακρίβεια υπερβαίνουν την κυβέρνηση, από τη στιγμή μάλιστα η οικονομία μας, μόλις πρόσφατα βγήκε από τα μνημόνια και τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οποία ξοδεύτηκαν πάνω από 40 δισ. Λεφτά που δεν υπήρχαν στα ταμεία αλλά το μεγαλύτερο μέρος το δανειστήκαμε και το φορτώσαμε στη ήδη υπέρογκο εξωτερικό χρέος.

Είναι πρόδηλο πως αυτή τη στιγμή ουδείς μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια για το πότε θα τελειώσει ο πόλεμος και πότε θα επανέλθουν οι τιμές των ενεργειακών προϊόντων στα λογικά επίπεδα του Α΄ εξαμήνου του 2021. Κατά συνέπεια και ουδείς μπορεί να προβλέψει πόσο μπορεί να στηρίξει την μεγάλη απώλεια αγοραστικής δύναμης που έχει σημειωθεί στους τελευταίους μήνες, η ανακοινωθείσα αύξηση του κατώτατου μισθού.

Και δεν είναι αμελητέα η επιβάρυνση που θα υποστούν κυρίως οι μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν εργαζόμενους όταν και οι ίδιες αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα από την αύξηση της τιμής της ενέργειας. Μπορεί κάποιες να έχουν μετακυλήσει το αυξημένο κόστος λειτουργίας τους στην κατανάλωση αλλά είναι πολλές που δεν το έχουν κάνει, από το φόβο να γίνουν τα προϊόντα τους μη ανταγωνιστικά και να χάσουν την πελατεία τους.

Ολοι πάντως, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σ’ όλο τον κόσμο, συμφωνούν πως αυτή η οικονομική κρίση θα ταλαιπωρήσει την παγκόσμια οικονομία και την ανάπτυξη για πολλά χρόνια.

Δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο όπως με τις κατά καιρούς απότομες αυξήσεις στην τιμή του πετρελαίου που στη συνέχεια με παρεμβάσεις στην αύξηση της παραγωγής από τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, έπεφτε η τιμή και εξισορροπούσε η αγορά. Η σημερινή κατάσταση είναι πολύ σύνθετη και πολυπαραγοντική και απαιτεί λύσεις συνολικές και όχι μόνο εθνικές.

Η Ευρώπη θα πρέπει να αντιληφθεί πως αυτή την περίοδο αλλάζει το παγκόσμιο οικονομικό παιγνίδι και ξαναμοιράζεται η τράπουλα. Η παγκοσμιοποίηση όπως την ξέραμε τις τελευταίες δεκαετίες δεν θα είναι ίδια και αύριο, οι δε μεγάλοι παίκτες όπως η Κίνα, οι ΗΠΑ, η Ρωσία αλλά και οι παραγωγοί ενεργειακών προϊόντων, αναπροσαρμόζονται και ετοιμάζονται για την επόμενη μέρα. Βλέπουμε επίσης να κερδίζει έδαφος η ενίσχυση του κράτους έναντι του ιδιωτικού τομέα όχι μόνο στην υγεία αλλά τώρα και στην ενέργεια κι αύριο δεν ξέρω που αλλού. Οι ιδεολογίες επίσης αναπροσαρμόζονται και ο φιλελευθερισμός στην οικονομία, δέχεται ισχυρά πλήγματα.

Η Ευρώπη δεν ξέρουμε τι σχέδια έχει, αν έχει, εκτός από το να απεξαρτηθεί ενεργειακά από τη Ρωσία.

Αλλά αν δεν δράσει τώρα αποφασιστικά, τουλάχιστον στην αντιμετώπιση της ενεργειακής ακρίβειας, είναι βέβαιον πως σύντομα θα υποστεί ρήγματα στη συνοχή της και στην εμπιστοσύνη που έχουν στην ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης οι Ευρωπαίοι πολίτες.