Εκεί που φθάσαμε πλέον, με τις απανωτές παρατάσεις του lockdown, το ερώτημα δεν είναι πια πότε θα ανοίξουν τα καταστήματα αλλά πόσα από αυτά θα ανοίξουν. Η κατάσταση όπως περιγράφεται από εμπόρους και εστιάτορες είναι στα αλήθεια αποκαρδιωτική και παρά τα προγράμματα στήριξης που τρέχουν όλο αυτό το διάστημα, η ωμή αλήθεια είναι πως η επόμενη μέρα θα αποκαλύψει ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο.

Όλο τον τελευταίο χρόνο, η προσπάθεια που γίνεται είναι να μη μείνει κανείς αβοήθητος σ΄ αυτή την πρωτοφανή λαίλαπα που ενέσκηψε και δίνονται συνεχείς μεταθέσεις πληρωμής υποχρεώσεων με τις οποίες θα βρεθούν αντιμέτωποι οι υπόχρεοι άμα τη λήξει της υγειονομικής περιπέτειας. Μπορεί να προαναγγέλλονται πολλές δόσεις για τα σωρευμένα κορωνοχρέη πλην αυτό δεν λύνει τα άμεσα προβλήματα καθώς η αγορά και η κανονικότητα δεν θα έρθουν με το πάτημα ενός κουμπιού.

Και τούτο γιατί, μόλις σταματήσει η επιδότηση ενοικίου επειδή θα ανοίξουν τα καταστήματα, αυτό δεν σημαίνει ότι θα επανέλθει άμεσα και ο τζίρος εκείνος που θα μπορεί να καλύψει όλες τις δαπάνες λειτουργίας μιας επιχείρησης είτε αυτή είναι μικρή είτε μεγαλύτερη.
Θα χρειαστούν κεφάλαια κίνησης για το restart και μοιραία λιγότερες θέσεις εργασίας τουλάχιστον στο πρώτο διάστημα. Εξ αυτού και οι εργαζόμενοι που σήμερα ψευτοζούν με τα επιδόματα αναστολής εργασίας θα πρέπει να αναζητήσουν τα προς το ζην στο ταμείο ανεργίας.
Θα αλλάξει όμως μοιραία και ο τρόπος λειτουργίας όλου του εμπορίου καθώς οι πρακτικές που επέβαλλε η πανδημία με το ηλεκτρονικό εμπόριο οδήγησε και οδηγεί πολλές επιχειρήσεις να αναπροσαρμόσουν τον τρόπο λειτουργίας τους. Όλο και περισσότερες , μέρα με τη μέρα δημιουργούν υπηρεσίες e-shop, όλο και περισσότερες ξεκινούν συνεργασίες με εταιρείες courier ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις νέες συνήθειες που απέκτησαν οι καταναλωτές. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό αλλά είναι ενδεικτικό πως η επόμενη μέρα δεν θα είναι ίδια κι όποιος δεν έχει τις δυνάμεις να αλλάξει και να εκσυγχρονιστεί με τις νέες τάσεις, θα αντιμετωπίσει ένα πρόσθετο πρόβλημα στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον που θα δημιουργηθεί.

Από την άλλη είναι το κράτος και τα δημόσια ταμεία που πλέον βρίσκονται σε δεινή θέση. Ένα κράτος που επί ένα χρόνο δαπανά χωρίς να εισπράττει σχεδόν από πουθενά. Πέραν των 22 δισ. που δαπάνησε την προηγούμενη χρονιά για τη στήριξη της κοινωνίας και των επιχειρήσεων, όπως όλα δείχνουν θα χρειαστεί να ρίξει στην αγορά άλλα 15 δισ. στην τρέχουσα χρονιά . Κι αυτό αν όλα πάνε καλά και δεν χρειαστούμε κι άλλα ανοιγοκλεισίματα πέραν του Μαρτίου.
Το εξωτερικό χρέος έφθασε πλέον στο 215% του ΑΕΠ και κάποια στιγμή, αν όχι φέτος αλλά σίγουρα από τον επόμενο χρόνο, οι θεσμοί θα θυμηθούν και τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η χώρα από την εποχή των μνημονίων και η τωρινή ελαστικότητα που δείχνουν στους ελέγχους, δεν θα είναι στο διηνεκές.

Όχι πως θα τολμήσουν να μας επιβάλλουν νέα μνημόνια, καθώς το πρόβλημα αφορά όλες τις χώρες σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, πλην όμως δεν πρόκειται να επιτρέψουν και ελλείμματα αυτού του μεγέθους που δημιούργησε η πανδημία ακόμα και στον σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης. Η δε πολυπόθητη ανάπτυξη στην οποία ελπίζαμε για ανάκαμψη τη φετινή χρονιά, βλέπουμε διαρκώς να συρρικνώνονται οι προσδοκίες και να αναθεωρούνται επί τα χείρω οι προβλέψεις καθώς υπάρχουν ακόμα πολλές κινούμενες παράμετροι.

Με άλλα λόγια, όταν με το καλό ελεγχθεί η πανδημία, αρχίζει η νέα περιπέτεια της ελληνικής οικονομίας και η αναμενόμενη κανονικότητα μάλλον δεν θα είναι συγκρίσιμη με αυτή που έχουμε στο μυαλό μας με τις προσλαμβάνουσες του παρελθόντος.