Και δυστυχώς για άλλη μια φορά, η ελληνική οικονομία και μαζί οι ζωές μας, μπήκαν σε αχαρτογράφητα νερά και ουδείς μπορεί να προβλέψει τι μας περιμένει στο επόμενο διάστημα. Οι αισιόδοξες προσδοκίες πως μετά την ύφεση της πανδημίας, έρχονταν μέρες λαμπρές στην ελληνική οικονομία, με αλματώδη ανάπτυξη, συνωστισμό επενδύσεων, αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας κ.λπ., αντικαθίστανται τώρα με το γενικό και αόριστο, «βλέποντας και κάνοντας».

Ο δε πόλεμος στην Ουκρανία ήταν η ταφόπλακα στις όποιες ελπίδες υπήρχαν πριν από αυτόν πως σταδιακά θα ελεγχθεί η ενεργειακή ακρίβεια και οι επιπτώσεις στις οικονομίες της Ευρώπης.

Τώρα πλέον ουδείς μπορεί να κάνει προβλέψεις και στρατηγικές εξόδου από αυτή τη γενικευμένη κρίση που αναθεωρεί όλες τις βεβαιότητες με τις οποίες πορευτήκαμε τις τελευταίες δεκαετίες.

Κι όσο κι αν δεν παραβλέπουμε πως αυτή η κρίση αφορά σε όλη την Ευρώπη, αυτό ελάχιστα μας παρηγορεί γιατί όπως και στον πόλεμο, όπου κανένας δεν έρχεται να πολεμήσει για λογαριασμό μας, έτσι και την ακρίβεια πρέπει να την αντιμετωπίσουμε μόνοι. Επιπρόσθετα για εμάς τους Έλληνες, η κατάσταση είναι τρισχειρότερη γιατί μην ξεχνάμε πως επί 12 συναπτά έτη ζούμε μέσα σε ένα εθνικό δράμα και πορευόμαστε ανάμεσα σε συνεχείς κρίσεις, χρεοκοπία και μνημόνια, δεσμεύσεις, εποπτείες κι ένα διαρκώς διογκούμενο εξωτερικό χρέος. Ανάσα δεν προλάβαμε να πάρουμε και μας βρήκε η πανδημία που και πάλι ανέστειλε την επιστροφή στην κανονικότητα και πρόσθεσε κι άλλα χρέη πάνω στα χρέη. Και πριν καλά καλά ξεμπερδέψουμε με την πανδημία ξεκίνησε η ενεργειακή ακρίβεια που επηρέασε όλα τα καταναλωτικά προϊόντα τα οποία και ακρίβυναν αλματωδώς και στο τέλος όλο το τσουνάμι της ακρίβειας καταλήγει στο περιορισμένο πορτοφόλι του ταλαίπωρου καταναλωτή που δεν ξέρει πλέον από πού να πρωτοφυλαχτεί.

Τούτες τις ώρες, οι ανήμποροι πολίτες βρίσκουν εύκολο στόχο για τη διοχέτευση της οργής τους την κυβέρνηση γιατί δεν είναι όλοι υποχρεωμένοι να αναλύουν τη διεθνή κατάσταση και να αποδίδουν αντικειμενικά τις ευθύνες της νέας φτωχοποίησής τους.

Όμως, για να είμαστε ρεαλιστές και έχοντας επίγνωση των πραγματικών αντοχών της ελληνικής οικονομίας, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως η κυβέρνηση δεν κάθεται άπραγος παρατηρητής γιατί έχει πάρει πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της άμβλυνσης των επιπτώσεων της ακρίβειας και κυρίως προς τα πιο ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας. Όχι πως τα επιδόματα μπορούν να απορροφήσουν αυτό το πρωτοφανές κύμα ενεργειακής ακρίβειας, γιατί οι επιπτώσεις παραμένουν βαριές για όλους. Ακόμα και η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού στη Σύνοδο Κορυφής όπου έθεσε την ανάγκη συλλογικής αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης από τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς και τα ευρωπαϊκά ταμεία, και στην περίπτωση έστω που γίνει αποδεκτή η πρότασή του και πάλι δεν είναι βέβαιο πως οι πολίτες θα νιώσουν τη διαφορά άμεσα.

Στο μεταξύ, ο λογαριασμός του ηλεκτρικού και του φυσικού αερίου θα συνεχίσει να έρχεται κάθε μήνα σαν ηλεκτροσόκ, οι αντλίες βενζίνης θα βάζουν λιγότερα καύσιμα με τα ίδια λεφτά και στα ράφια, η μια αύξηση θα διαδέχεται την άλλη.

Και μια κι έγινε επίκαιρος ο όρος του αναθεωρητισμού, η κυβέρνηση-όπως κι όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις- αναθεωρεί όλους τους στόχους του προϋπολογισμού από τον πληθωρισμό, τα ελλείμματα, το χρέος, έως και την ανάπτυξη. Και το κάνει αυτό γιατί πλέον δεν υπάρχει πλέον καμιά σταθερά και βεβαιότητα, καθώς καθημερινά ανατρέπονται όλα. Από τις τιμές της ενέργειας που σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, από τις προσδοκίες στον τουρισμό που θολώνουν τώρα, από τα επενδυτικά σχέδια που παγώνουν, μέχρι την επενδυτική βαθμίδα που πλέον απομακρύνεται όσο διατηρείται αυτή η παγκόσμια αστάθεια.

Τούτων δοθέντων, ευχή πλέον να επικρατήσει η ψυχραιμία και η σοβαρότητα και να μη σηκώσει και πάλι κεφάλι ο λαϊκισμός και η συνθηματολογία για κατάργηση φόρων, δεν πληρώνω, για νέες σεισάχθειες κι όλα εκείνα τα φθηνά που χαϊδεύουν αυτιά για προσέλκυση ψήφων, γιατί η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή για να εμπιστευθούμε και πάλι μαθητευόμενους μάγους.