Η Ευρωπαϊκή Ένωση κινδυνεύει από τις εκτεταμένες αντιδράσεις κατά της κλιματικής της ατζέντας αν οι ρυθμιστικές αρχές δεν κάνουν περισσότερα για να αμβλύνουν τις επιπτώσεις της αύξησης των τιμών των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα στα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα, σύμφωνα με τον επικεφαλής του Οργανισμού Περιβάλλοντος της Γερμανίας.

Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, οι αγρότες έχουν κατέβει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για τα προτεινόμενα μέτρα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής της Ε.Ε. και την KAΠ τα οποία, όπως υποστηρίζουν, αποτελούν ευθεία απειλή για τον τρόπο διαβίωσής τους.

Οι δημοσκοπήσεις στη Γηραιά Ήπειρο δείχνουν, παράλληλα, ότι τα δεξιά κόμματα τα οποία αντιτίθενται στη δράση για το κλίμα κερδίζουν έδαφος μεταξύ των ψηφοφόρων που ήδη βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα δραματικά αυξημένο κόστος διαβίωσης.

«Οι διαπραγματεύσεις για την πολιτική για το κλίμα θα καταρρεύσουν υπό την πίεση αυτού του είδους των κοινωνικών δυναμικών αν οι αξιωματούχοι δεν αναλάβουν δράση», δήλωσε σε συνέντευξή του ο πρόεδρος του γερμανικού Οργανισμού Περιβάλλοντος, Ντιρκ Μέσνερ.

Η επιπλέον χρέωση για τις εκπομπές άνθρακα, η οποία προστίθεται στην παραγωγή ενέργειας και την παραγωγή βιομηχανικών αγαθών, θα αποτελέσει το βασικό εργαλείο της Ε.Ε. για τη σταδιακή κατάργηση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων. 

Οι καταναλωτές, όμως, ανησυχούν για το τελικό αποτέλεσμα, όταν τα επιπλέον τέλη για τα καύσιμα θέρμανσης και κίνησης ενταχθούν στο νέο σύστημα διαπραγμάτευσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της Ένωσης το 2027.

Ο Οργανισμός Περιβάλλοντος της Γερμανίας, γνωστός ως UBA, έχει προτείνει τη χρήση των εσόδων από το σύστημα τιμολόγησης για την καταβολή του λεγόμενου μερίσματος για το κλίμα σε ευάλωτους καταναλωτές, ώστε να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις της ενεργειακής μετάβασης.

Ο τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας υπό τον Kαγκελάριο Όλαφ Σολτς είχε υποσχεθεί να εισαγάγει μία τέτοια πρόβλεψη, αλλά η πρόταση αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό εν μέσω της δημοσιονομικής κρίσης της χώρας.

Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ απέρριψε πρόσφατα την εισαγωγή του μέτρου για φέτος, ενώ εκπρόσωπος της κυβέρνησης Σολτς προσέθεσε πως μία τέτοια τροπολογία θα μπορούσε να καθυστερήσει μέχρι το 2027.

«Δεν είναι κάτι το ιδανικό, αφού βρισκόμαστε υπό πίεση χρόνου», δήλωσε ο Μέσνερ.

Εάν το νέο σύστημα τιμολόγησης ξεκινήσει χωρίς να έχει προβλεφθεί η προστασία των καταναλωτών, είναι πιθανό να υπάρξουν εκτεταμένες κοινωνικές αντιδράσεις, όπως συνέβη όταν η χώρα εισήγαγε μια αμφιλεγόμενη απαγόρευση για τη χρήση λεβήτων ορυκτών καυσίμων, για την οποία αναγκάστηκε να οπισθοδρομήσει πέρυσι.

Παρόλο που οι εταιρείες πληρώνουν τέλη για τις εκπομπές άνθρακα, το κόστος επιβαρύνει τελικά τους καταναλωτές. Η Γερμανία, η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, έχει ήδη αρχίσει να τιμολογεί τα καύσιμα θέρμανσης και κίνησης με 45 ευρώ ανά τόνο. Το ποσό αυτό πρόκειται να αυξηθεί στα 55 ευρώ το επόμενο έτος. 

Τα έσοδα αυτά τροφοδοτούν το εθνικό ταμείο για το κλίμα και τον μετασχηματισμό, το οποίο είναι ήδη εξαιρετικά επιβαρυμένο για να βοηθήσει στη χρηματοδότηση  των νέας τεχνολογίας αντλιών θερμότητας, της ηλεκτροκίνησης ή της χρήσης υδρογόνου.

Η χώρα θα μπορούσε να «ξεκλειδώσει» δισεκατομμύρια σε χρηματοδότηση εάν μετατοπίσει τις επιδοτήσεις της βιομηχανίας που σχετίζονται με τα ορυκτά καύσιμα ή τα αυτοκίνητα σε δραστηριότητες απεξάρτησης από τον άνθρακα, σύμφωνα με τον Mέσνερ. Ο ίδιος επέκρινε επίσης τη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης, η οποία έχει παραμείνει προσκολλημένη στο λεγόμενο συνταγματικό «φρένο χρέους».

«Μεταξύ του γκρουπ των G7, είμαστε η χώρα με το λιγότερο έντονο και λιγότερο σχετικά με το ΑΕΠ δημόσιο χρέος», δήλωσε, προσθέτοντας πως «πολλοί ξένοι συνάδελφοι με τους οποίους συνεργάζομαι δεν καταλαβαίνουν γιατί λαμβάνουμε μία δημοσιονομική απόφαση βασιζόμενοι σε πολιτικούς κανονισμούς».

Σημειωτέον πως, όπως αναφέρει το Bloomberg , τον Νοέμβριο, το συνταγματικό δικαστήριο της χώρας έκρινε ότι η μεταφορά αχρησιμοποίητων κονδυλίων από το ταμείο για την πανδημία προς αυτό της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής παραβιάζει το συνταγματικό δίκαιο της χώρας.

Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση Σολτς κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τον προϋπολογισμό και ανακοίνωσε σοβαρές περικοπές των δημοσίων δαπανών.

«Η διάρθρωση του δημόσιου χρέους μας είναι διαχειρίσιμη και έχουμε περιθώριο να αυξήσουμε τις δημόσιες επενδύσεις», δήλωσε ο Μέσνερ. «Αν δεν το κάνουμε, θα βλάψουμε τις δημόσιες υποδομές μας», συμπλήρωσε χαρακτηριστικά.

Διαβάστε ακόμη

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ