Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μείζονες προκλήσεις, οι οποίες εκτείνονται από τον αδύναμο τραπεζικό τομέα, την υψηλή ανεργία, και φθάνουν έως τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους και τη δυσμενή καθαρή διεθνή επενδυτική θέση, προειδοποίησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την Τετάρτη.

“Οι συσσωρευμένες ανισορροπίες θα απαιτήσουν περαιτέρω μεταρρυθμιστικές προσπάθειες μέσα στα επόμενα χρόνια”, ανέφερε η Επιτροπή στην εκτίμησή της για τη χώρα. Αφού έχασε περίπου το 25% της οικονομικής της παραγωγής κατά τη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης χρέους, η Ελλάδα πρέπει να επιταχύνει τις μεταρρυθμιστικές της προσπάθειες προκειμένου να επανέλθει σταδιακά στα προ της κρίσης επίπεδα.

Η αποκατάσταση του τραπεζικού τομέα αποτελεί μία από τις κύριες προκλήσεις για τη χώρα. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ελληνικών τραπεζών ξεπέρασαν τα 107 δισεκατομμύρια ευρώ (116,5 δισεκατομμύρια δολάρια) τον Μάρτιο του 2016. Τώρα έχουν μειωθεί σε περίπου 71 δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά αυτό το απόθεμα «κόκκινων» δανείων παραμένει το μεγαλύτερο πρόβλημα της οικονομίας.

“Η περαιτέρω εξομάλυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο για τη βιώσιμη ανάπτυξη”, ανέφερε η Επιτροπή. Ο υψηλός δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων – λίγο κάτω από το 40% – περιορίζει την απομόχλευση και την κερδοφορία των τραπεζών, μειώνοντας το ποσό της πίστωσης που μπορεί να διοχετευθεί στην οικονομία, η οποία πάσχει από υποαπασχόληση και αργή αύξηση της παραγωγικότητας…”

Σε ξεχωριστή έκθεση για την πέμπτη αξιολόγηση της Ελλάδας, η Επιτροπή τόνισε ότι η χώρα πρέπει να προχωρήσει σε “περαιτέρω σημαντικές ενέργειες” για τον χρηματοπιστωτικό της τομέα. Η έκθεση αυτή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει σημειώσει ικανοποιητική πρόοδο όσον αφορά την εφαρμογή των ειδικών μεταρρυθμιστικών της δεσμεύσεων ως το τέλος του 2019.

Υψηλό χρέος

Οι ευρωπαϊκές αρχές ανησυχούν επίσης για το υψηλό δημόσιο χρέος της Ελλάδας, ακόμη και αν προβλέπεται να μειωθεί στο 169,3% του ΑΕΠ το 2020 από 175% του ΑΕΠ που ήταν πέρυσι. Προκειμένου να μειωθεί περαιτέρω ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ “είναι σημαντικό οι μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του ενισχυμένου πλαισίου εποπτείας, ιδίως οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα των συντάξεων και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, καθώς και οι βελτιώσεις στα δημοσιονομικά, να συνεχίσουν να εφαρμόζονται” προστίθεται στην έκθεση.

Η ενίσχυση των επενδύσεων θα βοηθήσει επίσης την οικονομία η οποία έχει πληγεί από την κρίση. Η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να προσελκύσει επενδύσεις, αλλά το επενδυτικό χάσμα είναι μεγάλο και δεν μπορεί να καλυφθεί γρήγορα. Το 2018 οι επενδύσεις αντιπροσώπευαν το 11,1% του ΑΕΠ, ενώ το 2007 έφθασαν μέχρι το 25%.

“Απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες μεταρρύθμισης στους τομείς του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, της αδειοδότησης των επενδύσεων, της διευκόλυνσης των εμπορικών συναλλαγών, της αγοράς εργασίας και των προϊόντων”, ανέφερε η Επιτροπή. Η αποτελεσματική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων “έχει τη δυνατότητα να επανεκκινήσει την οικονομία, υποκινώντας τη δημιουργία παραγωγικών, καλά αμειβόμενων και βιώσιμων θέσεων εργασίας”.