Mετά το τέλος του Α’ ΠΠ, ο Mustafa Kemal Ataturk ξεκίνησε την οργάνωση μίας κεντρικής τράπεζας η οποία θα βοηθούσε τη νέα Τουρκική Δημοκρατία να αναδυθεί από τα συντρίμμια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να σταματήσει να βασίζεται στις Μεγάλες Δυνάμεις. Παρακάλεσε τους πολίτες να επενδύσουν και χιλιάδες ανταποκρίθηκαν, πολλοί χρησιμοποιώντας ολόκληρες τις περιουσίες τους.

Ήταν ένα τεράστιο στοίχημα. Η τράπεζα είναι τώρα η πιο κερδοφόρα συμμετοχική εταιρεία στην Τουρκία, με κέρδος 5,6 δισ. το 2015. Παρόλα αυτά, το ΥΠΟΙΚ πήρε και την μερίδα του λέοντος, αφήνοντας του 6.000 μετόχους του 14% με μόλις 140 δολάρια.

Οι απόγονοι των αρχικών επενδυτών θεωρούν το τόσο μικρό ποσό, προσβολή προς τις οικογένειές τους που ακολούθησαν τον Ataturk και θυσίασαν τα λεφτά τους κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929. Απαιτούν να αρθεί το μερισματικό πλαφόν λόγω οικονομικών αλλά και ηθικών λόγων.

Μία απόγονος αρχικού μετόχου, η Jale Yazicioglu δεν μπορεί να καταλάβει πως μπορεί να χάσει χρήματα από την εταιρεία που τα εκτυπώνει. Ανέφερε πως ο πατέρας της αγόρασε 42 μετοχές της τράπεζας το 1931 και κατέθεσε 4.200 λίρες. Η ίδια υπογράμμισε πως εκατό λίρες ήταν πολλές για κάθε μετοχή τότε, αφού ισοδυναμούσαν με 100 Resads, χρυσά νομίσματα που τύπωσε ο ομώνυμος Σουλτάνος. Η ίδια είπε πως εάν ο πατέρας της της είχε αφήσει 4.200 Resads αντί για 42 μετοχές, τότε σήμερα η αξία της θα ήταν 1 εκατ. δολάρια.

Αντίθετα με την Ελβετία και λίγες άλλες χώρες όπου η κεντρική τράπεζα είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο, η Τουρκία δεν έχει αγορά για αυτές τις μετοχές, κάτι που τις απαξιώνει.

Όταν η τράπεζα ιδρύθηκε το 1930 η κυβέρνηση είχε υπό τον έλεγχό της το 15% της τράπεζας, κάτι που αύξησε με το πέρασμα του χρόνου στο 55%. Η Ελλάδα, τουναντίον, κατέχει λιγότερο από το 10% της κεντρικής της τράπεζας. Η Νοτιοαφρικανική κεντρική τράπεζα έχει 600 κατόχους, ενώ σχεδόν το 50% της ελβετικής ανήκει σε ιδιώτες.