Στις αρχές του 21ου αιώνα, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία είχαν τα καλύτερα εθνικά συστήματα υγείας του κόσμου. Δύο δεκαετίες και μία πανδημία αργότερα, όμως, το πάλαι ποτέ επιτυχημένο αφήγημα αυτό έχει αλλάξει ριζικά. Η έλλειψη χρηματοδότησης και η αύξηση του κόστους υποστήριξης του γηράσκοντος πληθυσμού έχουν «τεντώσει» τα συστήματα αυτά σε σημείο καμπής, δεδομένης και της σημαντικής έλλειψης υγειονομικού προσωπικού.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας χαρακτήρισε την έλλειψη αυτή ως «βόμβα που κινδυνεύει να εκραγεί» σε περσινή της ανάλυση. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, περίπου το ήμισυ των γιατρών έχουν μέσο όρο ηλικίας άνω των 55 ετών, ενώ στην Ιταλία, οργάνωση υγειονομικών προβλέπει πως 100.000 ιατρών δημοσίου θα παραιτηθούν ή θα συνταξιοδοτηθούν την επόμενη τετραετία. 

Δομικά προβλήματα

Εκτός από την πανδημία, τα κύματα γρίπης και άλλων ιών έχουν γεμίσει τις ΜΕΘ. Οι υγειονομικοί από τη Ρώμη μέχρι το Βερολίνο έχουν προχωρήσει σε μαζικές απεργίες, λόγω των ελλείψεων προσωπικού και των περιορισμένων μισθών τους. Εν μέσω της αυξημένης ζήτησης, παράλληλα, σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες δηλώνουν πως υποφέρουν από έλλειψη αντιβιοτικών. 

Το πρόβλημα έχει επιδεινωθεί λόγω των δομικών προβλημάτων των εθνικών συστημάτων υγείας των ευρωπαϊκών κρατών. Εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων, η εύρεση επαγγελματιών υγείας γίνεται ολοένα και δυσκολότερη, ενώ υπάρχει σημαντική έλλειψη νοσοκομείων με εξειδικευμένο προσωπικό και εξοπλισμό.

Η ενίσχυση των συστημάτων αυτών των χωρών του ΟΟΣΑ θα κοστίσει 1,4% επιπλέον του ΑΕΠ των χωρών αυτών, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΠΟΥ. Πάνω από το ήμισυ των δαπανών αυτών θα πρέπει να δοθούν στο υγειονομικό προσωπικό της «πρώτης γραμμής» συμπεριλαμβανομένων των νοσοκόμων και του προσωπικού φροντίδας.

Όσο για τη δημόσια ασφάλιση η οποία αποτελούσε και την κύρια διαφορά μεταξύ των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών συστημάτων υγείας, πρόσφατη έρευνα του Association of Insurers της Ισπανίας υποδεικνύει πως το 25% των Ισπανών πολιτών καλύπτονται, πια, από ιδιωτική ασφάλιση, σε υψηλό ιστορικό ρεκόρ. 

Σημειωτέον πως η παγκόσμια κρίση του 2008 είχε προκαλέσει πολλαπλές μειώσεις των υγειονομικών δαπανών. Παράλληλα, οι μισθοί των εργαζομένων στον τομέα της υγείας έχουν παραμείνει σε σταθερό επίπεδο εδώ και πολλά χρόνια, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ετήσιους προϋπολογισμούς των νοσοκομείων.

Οι υποσχέσεις των πολιτικών

Πολλοί ανώτατοι Ευρωπαίοι πολιτικοί γνωρίζουν το πρόβλημα και έχουν δεσμευτεί να το αντιμετωπίσουν. Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν πρόσφατα υποσχέθηκε πως θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να αναδιαρθρώσει το εθνικό σύστημα υγείας. Παρόμοια ήταν και η δήλωση του Υπουργού Υγείας της Γερμανίας, Καρλ Λάουτερμπαχ, ο οποίος ανακοίνωσε αναδιάρθρωση του νοσοκομειακού συστήματος της χώρας.

Σε σχέση με πολλές άλλες περιοχές του κόσμου, η Ευρώπη βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση σε ό,τι αφορά τον αριθμό του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Παρ΄όλα αυτά, οι περισσότεροι εξ αυτών βρίσκονται στα αστικά κέντρα, ενώ ο αριθμός των επαγγελματιών στη γενική ιατρική έχει μειωθεί σημαντικά, επηρεάζοντας άμεσα την πρόσβαση των πολιτών στον τομέα.

Το αυξημένο κόστος της φροντίδας του γηραιού πληθυσμού της… Γηραιάς Ηπείρου έχει, επίσης, επιδεινώσει την κατάσταση. Το 2020, περίπου το 1/5 των 448 εκατομμυρίων Ευρωπαίων ήταν άτομα άνω των 65 ετών, σύμφωνα με την Eurostat, 3% παραπάνω σε σχέση με τα αντίστοιχα στοιχεία προ δεκαετίας. 

Παρόμοια δυσμενής είναι και η κατάσταση στη Βρετανία, όπου η ικανοποίηση των πολιτών με το NHS (εθνικό σύστημα υγείας) της χώρας έχει μειωθεί στο 29%, σύμφωνα με ετήσια έρευνα της British Social Attitudes, από το 70% του 2010. Η διάρκεια αναμονής για ΜΕΘ αλλά και για ραντεβού με οικογενειακούς γιατρούς έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια, κάτι το οποίο οφείλεται ως επί το πλείστον σε έλλειψη ιατρικού προσωπικού. Σύμφωνα με τους ειδικούς, το NHS θα χρειαστεί δισεκατομμύρια επιπλέον στερλίνες ετησίως για να ορθοποδήσει και να υπερκαλύψει το χάσμα των ελλείψεων σε προσωπικό και εξοπλισμό.

Δύσκολη θα αποδειχθεί και η κατάσταση στις φτωχότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφού το ιατρικό προσωπικό το οποίο λαμβάνει διπλώματα στα κράτη αυτά συνήθως μεταναστεύει σε πλουσιότερες χώρες της Ευρωζώνης λόγω των υψηλότερων μισθών, προκαλώντας ελλείψεις στη χώρα καταγωγής τους. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η Ρουμανία, η οποία έχει τον μεγαλύτερο κατά κεφαλήν αριθμό αποφοίτων ιατρικής της Ε.Ε. στα 25 άτομα ανά 100.000 πληθυσμού, αλλά έχει αντίστοιχο ποσοστό ιατρών/πολιτών μικρότερο από το μέσο όρο της Ε.Ε. Οι περισσότεροι εξ αυτών προτιμούν χώρες όπως η Γερμανία, της οποίας το 10% των ιατρών προέρχονται από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα στη χώρα παραμένει, αφού πολλοί Γερμανοί απόφοιτοι ιατρικών σχολών επιλέγουν την Ελβετία ως χώρο διαμονής και εργασίας, δεδομένου του ότι οι μισθοί στη συγκεκριμένη χώρα είναι 20% υψηλότεροι.

Υγειονομική έρημος

Σύμφωνα με το Bloomberg, σημαντικό ποσοστό του υγειονομικού και ιατρικού προσωπικού προτιμά τα μεγάλα αστικά κέντρα για την απασχόλησή τους. Αυτό έχει δημιουργήσει τις λεγόμενες υγειονομικές ερήμους, οι οποίες είναι συνήθως φτωχές, επαρχιακές περιοχές με δραματική έλλειψη γιατρών και νοσοκόμων. Το πρόβλημα αυτό είναι ιδιαίτερα αισθητό στη Γαλλία, όπου τεράστιες περιοχές της χώρας δεν καλύπτονται από ιατρικό προσωπικό το οποίο έχει αναζητήσει καλύτερη τύχη στα αστικά κέντρα. Στις πόλεις αυτές, όμως, οι ελλείψεις νοσοκομειακών υποδομών αποτελούν δυσεπίλυτο πρόβλημα, με τους ασθενείς να πρέπει να μεταφερθούν από το ένα νοσοκομείο στο άλλο για συγκεκριμένες εξετάσεις ή εγχειρήσεις.

Οι περισσότεροι γιατροί και νοσοκόμοι τονίζουν πως η πανδημία ναι μεν έφερε στο φως τις, πολλές φορές, δραματικές αυτές ελλείψεις, αλλά κανείς δεν έχει κάνει τίποτα από τότε. Οι υγειονομικοί μπορεί να αποκαλούνταν «ήρωες» και οι πολίτες μπορεί να χειροκροτούσαν από τα μπαλκόνια τους κατά τη διάρκεια των lockdown, αλλά τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει καθόλου.

Οι λύσεις

Η κατάσταση στη βόρεια Ευρώπη μπορεί να είναι δύσκολη, αλλά είναι πολύ καλύτερη από την αντίστοιχη στον φτωχότερο ευρωπαϊκό Νότο. Οι ελλείψεις στις μικρές πόλεις της Σικελίας, της νότιας Ισπανίας ή των νησιών της Ελλάδας είναι ιδιαίτερα αισθητές, με άδεια νοσοκομεία και απουσία διαγνωστικών κέντρων. 

Η πρόσληψη ιατρικού προσωπικού από χώρες της Λατινικής Αμερικής στην Ισπανία και την Ιταλία, μεταξύ άλλων, αποτελεί απέλπιδα προσπάθεια αντιστάθμισης του γενικότερου προβλήματος. Οι χώρες της Ε.Ε. θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα μέσω της δημιουργίας μοντέλων τα οποία θα προβλέψουν τις αντίστοιχες ελλείψεις σε βάθος 15 – 20 ετών και της εύρεσης λύσεων τα οποία θα μπορούσαν να τις αντισταθμίσουν.

Παράλληλα, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και της προσωπικής ζωής των ιατρών θα μπορούσαν επίσης να προσελκύσουν νέους εργαζομένους στον κρίσιμο αυτό τομέα της κοινωνίας και της οικονομίας.

Διαβάστε ακόμη

Μητσοτάκης: Ο τουρισμός το 2023 θα πάει ακόμα καλύτερα από το εξαιρετικό 2022

Τσάρλι Τζάβις: Η startupper που «φέσωσε» την JP Morgan (pic)

Κλιματική αλλαγή: Απειλή υπερθέρμανσης κατά 3 βαθμούς λόγω των νέων εργοστασίων άνθρακα (pics)