Οι γαλλογερμανικοί δεσμοί αυξoμειώνονται ανάλογα με τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά φαίνεται ότι χρειάζονται επειγόντως επιδιόρθωση αφού οι ηγέτες των δύο χωρών φαίνονται ασύμβατοι. Με τον Εμανουέλ Μακρόν, η Γαλλία έχει έναν δυναμικό, ευκρινή πρόεδρο με έφεση στις τολμηρές δηλώσεις. Ο Όλαφ Σολτς της Γερμανίας έχει τη φήμη ενός σκυθρωπού καγκελάριου με μια συγκρατημένη προσέγγιση στη χάραξη πολιτικής.

Ο περίεργος αυτός συνδυασμός κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μια δυσλειτουργική σχέση που επηρεάζει την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να πετύχει τους στόχους της ενόψει του πολέμου στα σύνορά της, την άνοδο του εθνικιστικού αισθήματος και μια οικονομική δυσφορία που οδηγεί το μπλοκ των 27 χωρών να υπολείπεται όλο και περισσότερο σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Μια «τεταμένη» σχέση σημαίνει ότι είναι «πολύ ασαφές τι ακριβώς συμβαίνει μεταξύ των δύο κυβερνήσεων και ιδιαίτερα μεταξύ των δύο κύριων παικτών», όπως υποστηρίζει ο Γιόχαν Φαν Όβερβελτ, πρώην υπουργός Οικονομικών του Βελγίου, ο οποίος προεδρεύει της Επιτροπής Προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. «Αν η Γαλλία και η Γερμανία κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις, τότε συνήθως τα πράγματα δεν προχωρούν καθόλου».

Ελλείψει κοινού σκοπού με τη Γερμανία, ο Μακρόν ανέλαβε τα ηνία για την προώθηση μιας σειράς από μέτρα τα οποία υποστηρίζει ότι είναι απαραίτητα για να σταματήσει η μακροπρόθεσμη παρακμή της Ευρώπης. Η σιωπηλή «επανάσταση» του Σολτς, παράλληλα, μπορεί να επιφέρει εξίσου βαθιές αλλαγές για την ήπειρο.

«Η ανησυχία μου δεν είναι μόνο η Γαλλία, αλλά η Ευρώπη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και την Κίνα», δήλωσε ο Γάλλος πρόεδρος σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Bloomberg. «Η κορυφαία προτεραιότητά μου είναι να έχουμε μια ευρωπαϊκή πολιτική που να υποδεικνύει ότι πρέπει να είμαστε πολύ πιο καινοτόμοι, πρέπει να δημιουργήσουμε μια πολύ πιο αποτελεσματική κεφαλαιαγορά, πρέπει να επενδύσουμε πολύ περισσότερο από έναν κοινό προϋπολογισμό ως Ευρωπαίοι», προσέθεσε.

Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που συνδυάζεται με τα μέτρα για την «προστασία της περιοχής μας», παρόμοια με τη λίστα βιομηχανικών πολιτικών της κυβέρνησης Μπάιντεν, που ο Μακρόν ανέπτυξε με τον Σι Τζινπίνγκ κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Κινέζου προέδρου στη Γαλλία.

Τα επιχειρήματά του για την ευρωπαϊκή «στρατηγική αυτονομία», στην ασφάλεια, την άμυνα και σε ολόκληρη τη βιομηχανία, λαμβάνουν επίσης μεγαλύτερη προσοχή καθώς ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων ασκεί πιέσεις στη  Γηραιά Ήπειρο.

Η Γαλλία χρειάζεται τη Γερμανία για να επιτύχει αυτούς τους στόχους. Ως η μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε. και το πολυπληθέστερο έθνος, δεν υπάρχει απλός τρόπος να το παρακάμψει.

Η ιδέα του Μακρόν για έναν πολύ μεγαλύτερο κοινό προϋπολογισμό της Ε.Ε. που θα χρηματοδοτείται από κοινό δανεισμό με την εγγύηση του Βερολίνου, δεν θα περάσει με τον συνασπισμό του Σολτς. Ακόμα και η τρέχουσα προσπάθεια του Γάλλου προέδρου για την ολοκλήρωση της ενιαίας κεφαλαιαγοράς συνοδεύεται από λιγότερο ενθουσιασμό από την γερμανική πλευρά.

Από την πλευρά της, το πρόβλημα της Γερμανίας, είτε υπό τον Σολτς είτε υπό τον διάδοχό του μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του επόμενου έτους, δεν είναι τόσο η γαλλική μεγαλοστομία όσο οι εγχώριοι περιορισμοί που τίθενται στο κατά πόσο ο συνασπισμός μπορεί να δράσει. Αυτό οδηγεί σε συχνά μη ρεαλιστικές προσδοκίες που του εναποθέτουν εξωτερικοί παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των Ηλυσίων Πεδίων.

Για παράδειγμα η Ουκρανία, όπου ο Σολτς ισορροπεί ανάμεσα στις διεθνείς απαιτήσεις για την παροχή περισσότερων όπλων στο Κίεβο και το γερμανικό κοινό που είναι επιφυλακτικό απέναντι στην ολίσθηση προς τον γενικευμένο πόλεμο.

Σε αυτό το ευαίσθητο μείγμα, η πρόταση του Μακρόν να διατηρήσει την επιλογή της ανάπτυξης στρατευμάτων στην Ουκρανία είχε αυτόν τον παράγοντα-σοκ για τον οποίο είναι γνωστός, ιδιαίτερα αν θυμηθεί κανείς την αναφορά του στο ΝΑΤΟ ως εγκεφαλικά νεκρό, αλλά ήταν ανεπιθύμητη στο Βερολίνο. Η ιδέα απορρίφθηκε γρήγορα από τον Σολτς.

Ενώ ο Μακρόν πυροδότησε μια συζήτηση σχετικά με τη θεωρητική μελλοντική στρατιωτική δράση, ο Σολτς ηγείται της ευρωπαϊκής προσπάθειας για την προμήθεια του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι με στρατιωτική βοήθεια, στη δεύτερη θέση παγκοσμίως πίσω από τις ΗΠΑ.

Ο Σολτς είναι μέχρι στιγμής ο μόνος ηγέτης που έχει παραδώσει περισσότερη αεράμυνα, υποσχόμενος ένα τρίτο σύστημα Patriot, ακόμη και με τον κίνδυνο να εκθέσει τη Γερμανία.

Η Γαλλία έχει δηλώσει ότι υποστηρίζει μια πρωτοβουλία υπό την ηγεσία της Τσεχίας για την προμήθεια έως και 1,5 εκατομμυρίου βλημάτων πυροβολικού για την Ουκρανία, αλλά δεν έχει ακόμη δεσμευτεί οικονομικά.

Καθώς ο Μακρόν φιλοξενούσε τον Σι, ο Σολτς ενίσχυε τους δεσμούς της χώρας του με τις χώρες της Βαλτικής. Η Γερμανία ηγείται μιας από τις τρεις νέες προηγμένες ομάδες μάχης του ΝΑΤΟ που αναπτύσσονται στη Λιθουανία, τη Λετονία και την Εσθονία, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο και ο Καναδάς είναι υπεύθυνοι για τις άλλες δύο.

Ένα εμπόδιο σε οποιαδήποτε ριζική αλλαγή είναι η οικονομία της χώρας. Σχεδόν 50% μεγαλύτερη από τη Γαλλία, η Γερμανία έχει υποστεί δύο χρόνια σχεδόν μηδενικής ανάπτυξης μετά την απεμπλοκή της από τη ρωσική ενέργεια και μετά την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Παρ’ όλα αυτά, καθώς κλείνουν οι δημοσιονομικές στρόφιγγες που επέτρεψαν τις εξωφρενικές κρατικές δαπάνες για να βγει η Ευρώπη από την πανδημία, η θέση της Γερμανίας σε σχέση με τη Γαλλία φαίνεται ισχυρή.  

Η Γερμανία έχει κλέψει την πρωτιά από τη Γαλλία, προσφέροντας επιδοτήσεις για την προσέλκυση βιομηχανιών του μέλλοντος.

Η Γερμανία πρόκειται να επιτύχει τον στόχο του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες 2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος φέτος, για πρώτη φορά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ενώ το Παρίσι θα πετύχει επίσης τον στόχο, η Γερμανία έχει ανέβει στην ιεραρχία και έχει γίνει η νούμερο 2 στρατιωτική δύναμη της Συμμαχίας σε όρους δολαρίων μετά τις ΗΠΑ. Ο υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους, το πιο δημοφιλές μέλος του υπουργικού συμβουλίου του Σολτς, έχει συζητήσει για δαπάνες έως και 3,5% του ΑΕΠ.

Οι τεράστιες επενδύσεις της Γερμανίας στην άμυνα σημαίνουν ότι «το Παρίσι θεωρεί το Βερολίνο ως πραγματικό ανταγωνιστή για τη στρατιωτική ηγεσία της Ευρώπης», ακόμη και αν η νέα πολιτική του στάση «φαίνεται να είναι αργή, ελλιπής και συχνά αντιφατική με τις γαλλικές προτιμήσεις», ανέφεραν οι Κλάουντια Μέιτζορ και Σβεν Άρνολντ του Γερμανικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και Ασφάλειας σε άρθρο τους στον ιστότοπο UK in a Changing Europe.

Όπως όλοι οι ηγέτες, ο Μακρόν και ο Σολτς αντιμετωπίζουν εγχώριες προκλήσεις που διαμορφώνουν τις αντίστοιχες προοπτικές τους. Ενώ καταγράφουν χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας, ο Σολτς έχει το πρόσθετο βάρος ενός εύθραυστου τριμερούς συνασπισμού, ένα εμπόδιο που δεν αντιμετωπίζουν οι Γάλλοι πρόεδροι.

Ένα αρνητικό αποτέλεσμα στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου για το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Σολτς είναι σχεδόν σίγουρο, με τους κεντροδεξιούς Χριστιανοδημοκράτες να είναι πιθανότατα ο μεγάλος νικητής. Ο Μακρόν, από την πλευρά του, αντιμετωπίζει μια πιο μεγάλη ήττα, με το κόμμα του να προβλέπεται πως θα χάσει από το ακροδεξιό της Μαρίν Λεπέν.

Είναι μια υπενθύμιση ότι παρά την αναμφισβήτητη ευγλωττία του προέδρου όσον αφορά τη διάγνωση των προβλημάτων της Ευρώπης, δεν έχει ακόμη πείσει το γαλλικό εκλογικό σώμα για τις λύσεις του.

Η Γερμανία έχει αναμφισβήτητα πιο επείγουσες προκλήσεις οι οποίες δεν συμπεριλαμβάνουν μόνο τη διατήρηση της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας, ενώ παράλληλα ολοκληρώνει την ενεργειακή της μετάβαση, χωρίς να διεγείρει περαιτέρω τα ακροδεξιά αισθήματα.

Το πολιτικό και κοινωνικό χάσμα που έχει ανοίξει μεταξύ της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και της Δύσης, το οποίο τροφοδοτείται από τις αντίθετες στάσεις απέναντι στη Ρωσία και φαίνεται πιο ξεκάθαρα στην υποστήριξη του εθνικιστικού κόμματος AfD, αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τη συνοχή της χώρας, λίγο περισσότερο από τρεις δεκαετίες μετά την επανένωση του 1990.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το AfD θα έρθει πρώτο σε τρία ανατολικά κρατίδια που ψηφίζουν αυτό το φθινόπωρο, τη Σαξονία, τη Θουριγγία και το Βρανδεμβούργο, αν και είναι δύσκολο να σχηματίσει περιφερειακή κυβέρνηση όταν άλλα κόμματα αρνούνται την επίσημη συνεργασία, πόσο μάλλον να κυβερνήσουν σε εθνικό επίπεδο. Το αφήγημα, για τον Εθνικό Συναγερμό της Λεπέν, όμως, είναι διαφορετικό.

Η πολιτική θα περάσει σε δεύτερη μοίρα έναντι του αθλητισμού αυτό το καλοκαίρι. Η Γερμανία μπορεί να προσβλέπει στη φιλοξενία του Euro 2024 τον Ιούνιο, ενώ για τον Μακρόν, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Παρισιού τον Ιούλιο προσφέρουν μια παγκόσμια σκηνή για την προβολή της σημαντικής γεωπολιτικής και διπλωματικής «ήπιας» ισχύος της Γαλλίας.

Παρ’ όλες τις συζητήσεις για προσωπική ρήξη, υπάρχουν ακόμη κοινά συμφέροντα που ενώνουν τις δύο κύριες δυνάμεις της Ε.Ε. Ένα από αυτά είναι η κοινή αποφασιστικότητα να υπερασπιστούν την Ευρώπη εάν ο Ντόναλντ Τραμπ κερδίσει στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.

Παράλληλα, οι δύο ηγέτες έχουν δώσει νέα πνοή στο λεγόμενο σχήμα της Βαϊμάρης των τριμερών ανταλλαγών με την Πολωνία, το μεγαλύτερο ανατολικό μέλος της Ε.Ε., μετά την επανεκλογή του, βασισμένου σε φιλοευρωπαϊκή πλατφόρμα, Ντόναλντ Τουσκ.

Τέλος, η Γερμανία θα γιορτάσει αυτόν τον μήνα την 75η επέτειο του Grundgesetz, του μεταπολεμικού συντάγματος που αποτελεί την καθοδηγητική βάση της χώρας. Πρόκειται για μια πολύ «γερμανική» υπόθεση, με ένα «φεστιβάλ δημοκρατίας» που περιλαμβάνει συζητήσεις και πολιτικό διάλογο με πλήθος προσωπικοτήτων.

Ο επίτιμος προσκεκλημένος; Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν.

Διαβάστε ακόμη

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ