Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν πια στραφεί εκ νέου στην Ευρώπη. Η ισπανική BBVA η οποία προσπάθησε να αποφύγει τα αρνητικά επιτόκια της Γηραιάς Ηπείρου μέσω επέκτασής της στις αναπτυσσόμενες αγορές, τώρα πια προσπαθεί να συνάψει εγχώριες συμφωνίες. Η γαλλική BNP Paribas SA αναμένεται να επανεπενδύσει τα έσοδά της από την πώληση της αμερικανικής της μονάδας και να ενισχύσει τον επενδυτικό της τομέα.

Τράπεζες οι οποίες επενδύουν στις αγορές σταθερού εισοδήματος όπως η Deutsche Bank AG προσπαθούν να αυξήσουν το μερίδιο αγοράς τους αφού τη στιγμή που ο δανεισμός τους αυξάνεται. Ακόμα και αμερικανικοί κολοσσοί όπως η JPMorgan Chase & Co και η Citigroup έχουν στρέψει το βλέμμα τους στην Ευρώπη.

Το «δώρο» της ΕΚΤ

Μετά από μία δεκαετία πρωτοκαθεδρίας της Wall Street, οι ευρωπαϊκές τράπεζες απολαμβάνουν μία σπάνια περίοδο υπεραποδόσεων η οποία οφείλεται κυρίως στην επιθετική αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ. Έχοντας μειώσει τα λειτουργικά τους κόστη κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης, οι τράπεζες αυτές θα βγουν κερδισμένες αφού η αύξηση του δανεισμού θα οδηγήσει σε περαιτέρω επενδύσεις και θα απορροφήσει τυχόν απώλειες κατά τη διάρκεια της τρέχουσας οικονομικής κρίσης.

«Έχουμε δεχθεί σημαντική ώθηση από τις κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας» τόνισε πρόσφατα ο Chief Financial Officer (CFO) της Deutsche Bank, Τζέιμς φον Μόλτκε, προσθέτοντας πως «η περίοδος των αρνητικών επιτοκίων είχε απορροφήσει σημαντικό ποσοστό κερδοφορίας από τις τράπεζες, επηρεάζοντας συνάμα  και την ικανότητά μας να επενδύσουμε τα χρήματα αυτά εκτός του τραπεζικού τομέα».

Τα έσοδα των τραπεζών από τον δανεισμό αναμένεται να αγγίξουν υψηλό δεκαετίας φέτος και νέο ρεκόρ το 2023, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Bloomberg, σε αντίθεση με την περασμένη 8ετία αρνητικών επιτοκίων η οποία είχε φέρει τα «πάνω-κάτω» στον τραπεζικό κλάδο.

Αναπάντεχο πλεονέκτημα

Σύμφωνα με τους αναλυτές της Goldman Sachs «παρά την πιθανότητα δημιουργίας ύφεσης, παραμένουμε αισιόδοξοι όσον αφορά την κερδοφορία των ευρωπαϊκών τραπεζών για το 2023. Η δυναμική του τομέα έχει αλλάξει ριζικά σε σχέση με τις κρίσεις του παρελθόντος».

Αν και οι ευρωπαϊκές τράπεζες ως επί το πλείστον βγαίνουν κερδισμένες, η Credit Suisse AG παραμένει η «μεγάλη χαμένη», λόγω των πολλαπλών σκανδάλων και των επενδυτικών της λαθών. Παράλληλα, άλλες εταιρείες όπως η Societe Generale SA έχουν πληγεί σημαντικά από τις κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας.

Από την άλλη, οι μετοχές τραπεζών όπως της Banco de Sabadell SA και Commerzbank AG έχουν καταγράψει σημαντική άνοδο. Η Commerzbank, για παράδειγμα, αύξησε τις εκτιμήσεις των εσόδων της για το 2024 κατά $1 δισ. λόγω των αυξημένων επιτοκίων στην Ευρώπη. Η Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA μελετά κι αυτή εκ νέου επέκταση της εγχώριας δραστηριότητάς της, μία διετία μετά από την αποτυχημένη εξαγορά της ανταγωνιστή Sabadell.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκιά της και οι δανειστές, πια, αυξάνουν τα κέρδη από τη δανειοδότησή τους ενώ πληρώνουν σχετικά πενιχρά ποσοστά για τις καταθέσεις των πελατών τους. Οι αμερικανικές τράπεζες, αντιθέτως, αντιμετωπίζουν πιθανή μείωση της κερδοφορίας τους του χρόνου, αφού οι πελάτες απαιτούν μεγαλύτερα επιτόκια για τις καταθέσεις τους, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της Citigroup.

Η διαφορά αυτή έχει δώσει στις ευρωπαϊκές τράπεζες ένα αναπάντεχο πλεονέκτημα, με την αύξηση του δείκτη των μετοχών τους να ξεπερνάει αντίστοιχο δείκτη των αμερικανικών για πρώτη φορά από το πέρας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2009.

Η ομάδα αναλυτών του Κιάν Αμπουχοσέιν της JPMorgan Chase & Co υποστηρίζει πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα έχουν την ικανότητα να ξοδέψουν $30,6 δισ. για την επαναγορά μετοχών του χρόνου, αύξηση της τάξης του 30% μέσα σε δύο μόλις έτη. Σε αντίθεση, οι επαναγορές των αμερικανικών δανειστών θα παραμείνουν υπό των επιπέδων του 2021.

Κίνδυνοι και ευκαιρίες

Τόσο οι κεντρικές τράπεζες όσο και οι εκάστοτε κυβερνήσεις θα μπορούσαν, όμως, να περιορίσουν την επαναγορά αυτή. Σύμφωνα με δηλώσεις ανώτατων Ευρωπαίων αξιωματούχων στο Bloomberg, μόνο οι εταιρείες με τα καλύτερα ποσοστά χρηματοδότησης θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε μαζική επαναγορά εάν η οικονομία συρρικνωθεί λόγω του «κοκτέιλ» της ενεργειακής κρίσης και των επιτοκίων. Στην Ισπανία και την Πολωνία, μάλιστα, οι κυβερνήσεις έχουν προτείνει μέτρα τα οποία θα περιορίσουν την κερδοφορία των τραπεζών μέσω της χρήσης του υπερκέρδους αυτού για την προστασία των ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων από τον πληθωρισμό.

Παράλληλα χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός πως η κεφαλαιοποίηση των εννέα μεγαλύτερων εισηγμένων ευρωπαϊκών τραπεζών συνδυαστικά παραμένει μικρότερη από την αντίστοιχη της αμερικανικής JPMorgan, κάτι που υποδεικνύει και την τελευταία δεκαετία της αναπτυξιακής αναντιστοιχίας των δύο εκάστοτε χρηματοπιστωτικών τομέων.

Επιπροσθέτως, η δραματική αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ έχει προκαλέσει μεταβλητότητα στις ευρωπαϊκές αγορές κάτι που για πολλούς αποτελεί εξαιρετική ευκαιρία. Η Deutsche Bank η οποία αποτελούσε την κυριότερη ένδειξη της πάλαι ποτέ παραπαίουσας ευρωπαϊκής τραπεζικής βιομηχανίας τώρα πια έχει κερδίσει εκ νέου το απολεσθέν μερίδιο της αγοράς σταθερού εισοδήματός της. Παράλληλα, μελετά και την επιστροφή στις αγορές ενυπόθηκων δανείων (MBS), έχοντας ήδη επεκταθεί στους κλάδους των εμπορευμάτων και των CDS.

Στις χρηματαγορές, τη «λάσκα» της Credit Suisse η οποία έχει αρχίσει να «ξεφορτώνεται» τους τομείς επενδύσεών της, έχει αναλάβει η BNP Paribas η οποία έχει αναδειχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες και σταθερότερες ευρωπαϊκές τράπεζες.

Πολλές άλλες τράπεζες έχουν άπλετα κεφάλαια τα οποία μπορούν πια να χρησιμοποιήσουν για νέα deals, ενώ η αργή αλλά σταθερή πορεία προς τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου έχει μετατρέψει τις πιθανές εξαγορές και συγχωνεύσεις σε βιώσιμες επιλογές.

Παρ’ όλα αυτά, η ελκυστικότητα της Ευρώπης υποδεικνύει και το γεγονός πως δεν υπάρχουν εναλλακτικές. Η Ρωσία αποτελεί, για προφανείς λόγους, αδιέξοδο, ενώ η Κίνα η οποία κάποτε αποτελούσε το «χρυσό δισκοπότηρο» των τραπεζών, περιδινίζεται σε έναν κυκεώνα οικονομικής επιβράδυνσης λόγω του κορωνοϊού και των προβλημάτων της αγοράς ακινήτων της. Στην Τουρκία, η οποία αποτελούσε κάποτε ελκυστική επιλογή, ο άκρατος πληθωρισμός και η ανορθόδοξη στρατηγική του Προέδρου Ερντογάν και της κεντρικής τράπεζας της χώρας, όπως και η κατάρρευση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας, έχουν κάνει τις επενδύσεις απαγορευτικές.

Σύμφωνα, τέλος, με την αναλυτή της Jefferies, Φλώρα Μπόκαχουτ, πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες θα επικεντρωθούν σε μικρότερης εμβέλειας συμφωνίες ενώ «δεδομένης της κεφαλαιοποίησής τους, θα προχωρήσουν σε επαναγορά των μετοχών τους, κάτι που θα αποδειχθεί πολύ πιο κερδοφόρο από οποιαδήποτε συμφωνία εξαγοράς ή συγχώνευσης, δεδομένης και της απουσίας κινδύνων».

Διαβάστε ακόμη

Αυξημένα τα τιμολόγια της νέας χρονιάς για την αγορά ηλεκτρισμού – Άνοδος 28% στις ταρίφες Ιανουαρίου

Τα γκάλοπ και η άρση ασυλίας, αρχίζει… η πώληση μετοχών στην Εθνική και την Τράπεζα Πειραιώς, τα 200 της Viva και επιστροφή του Σωκράτη με τα 500

Φίλιππος Βρυώνης: Το ματαιωμένο σφυρί και ο… μυστηριώδης νέος ιδιοκτήτης του «στρατηγείου» στο Ρουφ (pics)