Από την αρχή της πανδημίας, οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού μπορεί να έχουν ταλαιπωρήσει τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου και να έχουν αυξήσει τις πληθωριστικές πιέσεις, αλλά οι αναλυτές υποστηρίζουν πως τα πράγματα ενδέχεται να βελτιωθούν μέχρι το τέλος του έτους.

Οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο έχουν προχωρήσει σε σύσφιξη της νομισματικής τους πολιτικής εδώ και ένα, περίπου, έτος έτσι ώστε να χαλιναγωγήσουν τον πληθωρισμό, αλλά οι αγορές εργασίας έχουν παραμείνει συσφιγμένες.

Τα πρόσφατα δεδομένα της αγοράς εργασίας των ΗΠΑ υποδεικνύουν πως το φαινόμενο αυτό συνεχίστηκε και τον περασμένο Απρίλιο, παρά την τραπεζική κρίση και την επιβράδυνση της οικονομίας. 

Η σύσφιξη αυτή λαμβάνει χώρα σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες. Δεδομένου του αυξημένου πληθωρισμού, οι οικονομικοί αναλυτές είναι διχασμένοι όσον αφορά τις επόμενες κινήσεις των Fed, ΕΚΤ και BoE.

Στις ΗΠΑ, η Fed υπέδειξε πως ενδέχεται, στο εγγύς μέλλον, να αναστείλει το πρόγραμμα σύσφιξης της νομισματικής της πολιτικής, αλλά οι αγορές φαίνονται διχασμένες για το εάν η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να αλλάξει γνώμη λόγω των στοιχείων της αγοράς εργασίας στη χώρα.

Σύμφωνα, όμως, με πρόσφατη ανάλυση της Moody’s, το χάσμα μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς στην αγορά εργασία αναμένεται να συρρικνωθεί περαιτέρω στις οικονομίες του γκρουπ των G20, τη στιγμή που η ανάπτυξη επιβραδύνεται και η κυκλική ζήτηση για εργατικό δυναμικό περιορίζεται. 

Στα μέσα του 2022, τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας τα οποία δημιουργήθηκαν από την πανδημία μετατράπηκαν απότομα σε υπερπροσφορά αγαθών λόγω της βελτίωσης της κατάστασης και της μείωσης της αυξημένης ζήτησης.

Το στέλεχος της Charles Schwab, Τζέφρι Κλάιντοπ, αναμένει δημιουργία παρόμοιας κατάστασης στην αγορά εργασίας μέχρι το τέλος του 2023, όταν οι καθυστερημένες επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής αρχίσουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους.

«Οι ανακοινώσεις των εταιρειών και τα εταιρικά αποτελέσματα υποδεικνύουν αύξηση των απολύσεων η οποία συνδυάζεται με τη μείωση των αναφορών για έλλειψη εργατικού δυναμικού», ανέφερε ο Κλάιντοπ, σύμφωνα με το CNBC.

Βάσει των δεδομένων των οποίων συγκέντρωσε η Charles Schwab, οι αναφορές για απολύσεις και μείωση προσωπικού από τις αρχές του έτους και ύστερα ξεκίνησαν να υπερισχύουν των αντίστοιχων για έλλειψη εργαζομένων για πρώτη φορά από τα μέσα του 2021.  

Ο Κλάιντοπ αναφέρθηκε, επίσης, στη μείωση της πίστωσης η οποία παίζει σημαντικό ρόλο σε ό,τι αφορά το outlook της αγοράς εργασίας, υπογραμμίζοντας «τη σχέση μεταξύ των στάνταρ δανεισμού των τραπεζών και της εργασίας. Η πρόσφατη αναθεώρηση των στάνταρ αυτών τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη υποδεικνύει συρρίκνωση της γενικότερης αγοράς εργασίας».

Η μείωση αυτή θα αποτελέσει και τον κινητήριο μοχλό περαιτέρω συρρίκνωσης της οικονομίας τα επόμενα τρία με τέσσερα τρίμηνα, σύμφωνα με την Moody’s, ενώ τα αυξημένα κόστη δανεισμού των νοικοκυριών και των εταιρειών θα περιορίσουν την πρόσληψη νέων εργαζομένων, τα καταναλωτικά έξοδα και την οικονομική δραστηριότητα μέχρι το τέλος του έτους. 

«Η περιορισμένη ανάπτυξη στην προσφορά εργαζομένων πρόκειται, επίσης, να μειώσει τις ελλείψεις. Το ποσοστό απασχόλησης των εργαζομένων υπό των 65 ετών έχει επιστρέψει ή έχει ξεπεράσει τα προ-πανδημικά επίπεδα στις περισσότερες οικονομίες των G20, υποδεικνύοντας πως η σημαντική αύξηση των μισθών την τελευταία διετία έχει καταφέρει να προσελκύσει ενδιαφερόμενους εργαζομένους», ανέφερε η ανάλυση της Moody’s.

Η αύξηση των θέσεων εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών έχει αποτελέσει κύριο παράγοντα της σταθερότητας της αγοράς εργασίας εν μέσω της οικονομικής κρίσης του περασμένου έτους.

Ο Κλάιντοπ επεσήμανε πως το χάσμα μεταξύ του κλάδου των υπηρεσιών και του βιομηχανικού PMI έχει επεκταθεί σε σημείο-ρεκόρ. Η αποδυνάμωση της αγοράς εργασίας, παράλληλα, μπορεί να βοηθήσει την προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών για να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό. Παρ’ όλα αυτά, όπως τόνισε, «η μεταβολή από την έλλειψη εργαζομένων σε υπερπροσφορά μπορεί να μην αποδειχθεί αρκετή έτσι ώστε να περιορίσει τον δομικό πληθωρισμό αισθητά μέχρι το τέλος του έτους, καταρρίπτοντας όποιες ελπίδες των κεντρικών τραπεζών για χαλάρωση της νομισματικής τους πολιτικής».

Οι στρατηγικοί αναλυτές της Moody’s συμφώνησαν πως οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού στις ανεπτυγμένες οικονομίες θα περιοριστούν φέτος, αλλά ενδέχεται να επανεμφανιστούν εάν δεν υπάρξει απόφαση των ρυθμιστών μέσω της οποίας θα μεγεθυνθούν τόσο ο αριθμός όσο και η παραγωγικότητα των εργαζομένων, δεδομένης της αύξησης του μέσου όρου ηλικίας του πληθυσμού.

Ο οίκος αξιολόγησης υπογράμμισε πως η ηλικιακή αύξηση αυτή θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση του εργατικού δυναμικού των περισσότερων ανεπτυγμένων οικονομιών, ιδιαίτερα στη Νότια Κορέα, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Moody’s υπολογίζει πως η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας αποτελεί το 70% του λόγου μείωσης της απασχόλησης κατά 0,8% από το 2019 μέχρι σήμερα, στα 1,4 εκατομμύρια εργαζομένους. 

«Αυτό το δημογραφικό πρόβλημα σε ό,τι αφορά το ποσοστό απασχόλησης είναι επίσης αισθητό στον Καναδά και την Ευρωζώνη. Παρ’ όλα αυτά, οι εγχώριες ιδιοσυγκρασίες και οι αποφάσεις των ρυθμιστών χωρών όπως η Γαλλία, η Αυστραλία, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία έχουν περιορίσει τις επιπτώσεις προς το παρόν», υπογράμμισε η Moody’s, προσθέτοντας πως «οι τρόποι της αντιστάθμισης αυτής συμπεριλαμβάνουν την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών, τη μετανάστευση και την τεχνολογική εξέλιξη. Χωρίς αυτά τα στοιχεία, ενδέχεται να έχουμε περαιτέρω ελλείψεις στην αγορά εργασίας στο εγγύς μέλλον».