Οι μετοχές τεχνολογίας των megacap (εταιρειών πολύ υψηλής κεφαλαιοποίησης) ηγούνται και πάλι της αμερικανικής αγοράς, καθώς ο S&P 500 συνεχίζει να σημειώνει νέα υψηλά ρεκόρ, διαψεύδοντας τις ελπίδες της Wall Street για διεύρυνση του ράλι.

Από τις αρχές του 2024, οι λεγόμενες «Magnificent Seven» έχουν αυξήσει την κεφαλαιοποίησή τους συνολικά κατά $540,7 δισ., σε σύγκριση με τη συνολική αύξηση της κεφαλαιοποίησης κατά $802,5 δισ. του S&P 500, σύμφωνα με την Dow Jones Market Data. Ορισμένες μετοχές της ομάδας των «επίλεκτων», συμπεριλαμβανομένης της Nvidia Corp., κατέγραψαν αύξηση πάνω από 25%.

Συγκριτικά, οι Magnificent Seven προσέθεσαν συνολικά $5,117 τρισ. σε κεφαλαιοποίηση το 2023, ενώ ο S&P 500 προσέθεσε συνολικά $6,502 τρισ., σύμφωνα με την Dow Jones Market Data. Η Nvidia, το μέλος με τις καλύτερες επιδόσεις στην ελίτ των τεχνολογικών μετοχών, κατέγραψε άνοδο της τάξης σχεδόν του 240% πέρυσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της FactSet.

Φέτος, η Nvidia και η Microsoft Corp. συνεχίζουν να προσελκύουν μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος των επενδυτών για την τεχνητή νοημοσύνη, με τις δύο εταιρείες να θεωρούνται από τους στρατηγικούς αναλυτές και τους διαχειριστές χαρτοφυλακίων ως οι de facto ηγέτες του «πυρετού» για την τεχνητή νοημοσύνη.

Οι δύο αυτές μετοχές κυμαίνονται κοντά σε νέα υψηλά ρεκόρ, ενώ η κεφαλαιοποίηση της Microsoft ξεπέρασε για πρώτη φορά τα $3 τρισ. για λίγο την περασμένη Τετάρτη. Η Nvidia, από την πλευρά της, κυμαίνεται άνω των $1,5 τρισ. κεφαλαιοποίησης.

Το ερώτημα γιατί οι Big Tech πραγματοποίησαν μία τόσο δυναμική επιστροφή στις αρχές του 2024 ενώ άλλοι τομείς της αγοράς αγωνίστηκαν να διατηρήσουν τα κέρδη τους παραμένει. Αρκετοί επενδυτές και αναλυτές αγοράς παραθέτουν στο MarketWatch τους λόγους με τους οποίους επεξηγούν την κατάσταση αυτή.

Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Infrastructure Capital Advisors, Τζέι Χάτφιλντ, τα ονόματα της Big Tech τείνουν να υπεραποδίδουν όταν οι επενδυτές στοιχηματίζουν σε υψηλότερα επιτόκια ή αναθεωρούν τις προσδοκίες για επιθετικές μειώσεις των επιτοκίων, όπως έκαναν πρόσφατα.

«Υπάρχει ένας αστικός μύθος ότι οι τεχνολογικές μετοχές είναι πιο ευαίσθητες στα επιτόκια από άλλες μετοχές, αλλά αυτό δεν ισχύει στην πραγματικότητα», προσέθεσε ο Χάτφιλντ.

Αυτή η ικανότητα υπεραπόδοσης παρά τα υψηλότερα επιτόκια πηγάζει από τα χαμηλά επίπεδα χρέους των τεχνολογικών εταιρειών, τις σταθερές ταμειακές ροές και την αύξηση των κερδών τους. 

«Τα υψηλότερα επιτόκια δεν αυξάνουν το κόστος κεφαλαίου τους και δεν εκτροχιάζουν τις προσδοκίες ανάπτυξης, καθώς οι εταιρείες αυτές έχουν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από το μεγαλύτερο μέρος της ευρύτερης οικονομίας», δήλωσε το στέλεχος της U.S. Bank Wealth Management, Ρομπ Χάγουορθ.

Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι η Nvidia έχει καταγράψει περαιτέρω αύξηση κατά 25% από τις αρχές Ιανουαρίου αιφνιδίασε πολλούς στη Wall Street, ιδιαίτερα εκείνους που ανέμεναν μια εναλλαγή που ευνοεί τις μετοχές μικρής κεφαλαιοποίησης και τα μη κερδοφόρα ονόματα τεχνολογίας, όπως αυτά που επωφελήθηκαν περισσότερο κατά τη διάρκεια του ράλι του δ’ τριμήνου του 2023.

Παρ’ όλα αυτά, με τις Magnificent Seven να κυριαρχούν εκ νέου στην αμερικανική αγορά, ο Χάτφιλντ επεσήμανε πως τα δεδομένα του 2024 δεν αντικατοπτρίζουν ακριβώς τα αντίστοιχα του 2023.

Ένα τρανό παράδειγμα της διαφοράς αυτής είναι η Tesla, της οποίας η μετοχή έχει καταγράψει πτώση της τάξης του 16% φέτος, σύμφωνα με στοιχεία της FactSet.

Η αδυναμία της εταιρείας του Έλον Μασκ και οι περιορισμένες επιδόσεις της Apple έχουν οδηγήσει τον Χάτφιλντ και άλλους αναλυτές στη δημιουργία ενός ακόμα πιο επίλεκτου κλαμπ, εκείνου των «Fabulous Five», δη Nvidia, Microsoft, Amazon, Alphabet και Meta. 

Όπως συστήνει ο Χάτφιλντ, οι επενδυτές θα βγουν πιθανώς πιο κερδισμένοι εάν επενδύσουν σε αυτές τις πέντε μετοχές, καθώς και σε περιφερειακά ονόματα του τομέα τεχνητής νοημοσύνης όπως Broadcom Inc. και AMD. 

«Πιστεύω πως το πραγματικό αποκύημα της κατάστασης αυτής είναι η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης και όχι οι Magnificent Seven. Το επίκεντρο της νέας αυτής επανάστασης είναι στον τομέα του cloud computing και των μικροτσίπ», συμπλήρωσε ο Χάτφιλντ.

Όσο για το τι βοήθησε στην επάνοδο των μετοχών αυτών, ο Χάτφιλντ πιστεύει πως είναι κάτι το οποίο αποτελεί κυρίως αποτέλεσμα της επανεξέτασης των προσδοκιών των επενδυτών όσον αφορά τις αναμενόμενες μειώσεις των επιτοκίων τους επόμενους μήνες.

Ενώ οι μετοχές των εταιρειών μικρής κεφαλαιοποίησης χρειάζονται χαμηλότερα επιτόκια και ένα περιβάλλον υψηλότερης ανάπτυξης για να ευδοκιμήσουν, οι εταιρείες τεχνολογίας πολύ μεγάλης κεφαλαιοποίησης είναι καλά τοποθετημένες για να επιτύχουν σε οποιοδήποτε περιβάλλον.

Παρ’ όλο που η αποτίμηση των εταιρειών αποτελεί σίγουρα ένα ζήτημα για τα ονόματα των Big Tech, ούτε ο Χάτφιλντ, ούτε ο Χάγουορθ πιστεύουν πως αυτές οι μετοχές είναι υπερεκτιμημένες στα τρέχοντα επίπεδα. 

Στην πραγματικότητα, όπως επισημαίνει ο Χάγουορθ, ο μελλοντικός δείκτης τιμής προς κέρδη στον Nasdaq 100 βρίσκεται σήμερα γύρω στο 25, πολύ μικρότερο επίπεδο από το 2020 όπου κυμαινόταν στο 30. Σημειωτέον πως ο Nasdaq 100 σταθμίζεται κυρίως από τις megacap εταιρείες τεχνολογίας.

Το ETF Invesco QQQ Trust Series 1 που παρακολουθεί τον Nasdaq 100, σημείωσε άνοδο 0,6%, κλείνοντας την Τετάρτη στα $425,83/μετοχή.

Παρ’ όλο που ελάχιστες από τις εταιρείες megacap έχουν ανακοινώσει κέρδη για τους τελευταίους τρεις μήνες, οι μετοχές των εταιρειών μικροτσίπ όπως αυτή της Nvidia έχουν ενισχυθεί από τις εκτιμήσεις για την κερδοφορία της Taiwan Semiconductor Manufacturing Co (TSMC) η οποία είναι και η μεγαλύτερη κατασκευαστής μικροτσίπ στον κόσμο.

Ελάχιστοι αναμένουν συνεχιζόμενη ανάπτυξη του S&P 500 χωρίς διεύρυνση του ράλι και σε άλλους τομείς. Ο Χάτφιλντ υποστήριξε πως αναμένει ευρύτερη συμμετοχή από άλλες εταιρείες στο ράλι όταν η Fed ξεκινήσει την μείωση των επιτοκίων της το 2024. 

Υπάρχουν, βέβαια, αρκετοί οι οποίοι αμφιβάλλουν όσον αφορά την άνοδο αυτή, υποστηρίζοντας πως η υπερβολική εξάρτηση της αγοράς από μία χούφτα τεχνολογικών εταιρειών θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στο μέλλον. 

Σύμφωνα με τον αναλυτή της Stifel, Μπάρι Μπάνιστερ, η τρέχουσα κατάσταση θυμίζει παρόμοιες του 1929, του 1972, του 1999, οι οποίες κατέληξαν άσχημα με τα κραχ του 1930, του 1973 και του 2000.

«Αυτό το οποίο φαινόταν σαν μια καλή επενδυτική ιδέα της στιγμής κατέληξε τελικά σε δάκρυα και οδυρμό για τους επενδυτές», συμπλήρωσε χαρακτηριστικά.

Διαβάστε ακόμη

Μαξίμου: Ευρεία σύσκεψη υπό τον Μητσοτάκη για τις αγροτικές κινητοποιήσεις

ΕΚΤ: Σε δυο στρατόπεδα το Συμβούλιο για την μείωση των επιτοκίων

Νέες «φουρτούνες» για την Evergrande – Πόσο κινδυνεύει από μια νέα εκκαθάριση

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ