Το 2022 αποδείχθηκε ένα εξαιρετικά δύσκολο έτος για τις αμερικανικές αγορές και την οικονομία των ΗΠΑ. Το 2023 αναμένεται πως δε θα διαφέρει και πολύ, κάτι το οποίο ενδέχεται να δώσει ώθηση στην Ευρώπη.

Σύμφωνα με την Chief Investment Officer (CIO) των αγορών ΕΜΕΑ της Deutsche Bank, Ζεϊνέπ Οζτούρκ-Ουνλού, οι ευρωπαϊκές αγορές και η ευρωπαϊκή οικονομία ενδέχεται να καταγράψουν σημαντικότερη ανάπτυξη από τις αντίστοιχες αμερικανικές, δεδομένων των φόβων για ύφεση στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.

Όλα αυτά παρά τα εμπόδια που καλείται να αντιμετωπίσει και η ίδια η Γηραιά Ήπειρος όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση και ο ολοένα και αυξανόμενος πληθωρισμός ο οποίος δεν αναμένεται να μειωθεί στο στόχο της ΕΚΤ μέχρι τα μέσα του 2024.

«Η Ευρώπη ακολουθεί μία επιθετική νομισματική πολιτική εδώ και αρκετό καιρό, ιδιαίτερα λόγω της ενεργειακής κρίσης», ανέφερε η Οζτούρκ-Ουνλού στο πρακτορείο CNBC, προσθέτοντας πως «εκτός αυτού, όμως, η Ευρώπη βασίζεται στη βελτίωση των μακροοικονομικών στοιχείων της κινεζικής αγοράς η οποία θα δώσει ώθηση στην ευρωπαϊκή οικονομία».

Σημειωτέον πως η τελευταία φορά που το ευρωπαϊκό ΑΕΠ ξεπέρασε το αντίστοιχο αμερικανικό ήταν το 2017, αν και τα στοιχεία του 2022 δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί.

Η Οζτούρκ-Ουνλού τόνισε πως ορισμένοι εκ των σημαντικότερων παραγόντων της ευρωπαϊκής ανάπτυξης είναι η διαφοροποίηση των επιχειρηματικών κλάδων στην Ευρώπη σε σχέση με τις ΗΠΑ, αλλά και η βιώσιμη αναπτυξιακή προοπτική ιδιαίτερα στις οικονομίες της Γερμανίας και της Γαλλίας.

Όσον αφορά τις μετοχές, η αναλυτής υπογράμμισε πως «η Ευρώπη δε θα παραμείνει απρόσβλητη από την “καταιγίδα” των κρίσεων και ούτε βρίσκεται σε καλύτερο σημείο από τις αμερικανικές αγορές. Παρ’ όλα αυτά, η απόδοση των μετοχών των ευρωπαϊκών αγορών της προσδίδει ένα περιορισμένο πλεονέκτημα σε σχέση με τις ΗΠΑ της οποίας οι μετοχές θεωρούνται υπερεκτιμημένες».

Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός πως το τελευταίο έτος, ο ευρωπαϊκός Stoxx 600 έχει καταγράψει αύξηση της τάξης του 5% σε σχέση με το 3,4% του αμερικανικού S&P 500.

Παρά την χειρότερη απόδοση από το μακρινό 2018, οι ευρωπαϊκές μετοχές ξεπέρασαν τις αμερικανικές πέρυσι, με συνολικές απώλειες της τάξης του 13% σε σχέση με το 19,4% στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.

Η Deutsche Bank δεν είναι η μόνη τράπεζα η οποία έχει αισιόδοξες εκτιμήσεις σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή οικονομία. Αρκετοί είναι οι αναλυτές σύμφωνα με τους οποίους το «άνοιγμα» της οικονομίας της Κίνας, η στήριξη των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης και η μείωση των τιμών ενέργειας θα αποτελέσουν λόγους για τους οποίους οι ευρωπαϊκές αγορές θα ξεπεράσουν τις αντίστοιχες αμερικανικές.

Ο Κάρστεν Γιούνιους της J. Safra Sarasin, από την πλευρά του, προβλέπει σταθεροποίηση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης φέτος, σε αντίθεση με τη μείωση του αντίστοιχου αμερικανικού κατά 0,5%. Παρ’ όλα αυτά, τόνισε πως η διαφορά αυτή θα οφείλεται κυρίως στην αύξηση της ισοτιμίας του ευρώ και όχι στις μετοχές.

Άλλοι αναλυτές όπως ο Γιουστ φαν Λέεντερς της Van Lanschot Kempen, υποστηρίζουν πως αν και οι αγορές επηρεάστηκαν σημαντικά από τη νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών το 2022,  φέτος θα προσηλωθούν περισσότερο στα μακροοικονομικά δεδομένα και τα εταιρικά κέρδη. Τόνισε, μάλιστα πως «εάν η ύφεση στην Ευρώπη αποδειχθεί μικρότερη του αναμενόμενου, τότε οι ευρωπαϊκές αγορές θα βγουν κερδισμένες, λόγω της καλύτερης απόδοσης των μετοχών τους σε σχέση με τις αμερικανικές».

Όσο για τον Πωλ Ο’Κόνορ της Janus Henderson Investors, υπογραμμίζει πως η εποχή της πρωτοκαθεδρίας των αμερικανικών αγορών ενδέχεται να έχει τελειώσει: «Δεδομένου του ότι μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 οι αμερικανικές αγορές επεδείκνυαν σημαντικότερο μομέντουμ κερδοφορίας, οι επενδυτές έδιναν μεγαλύτερη σημασία στη Wall Street. Τα δεδομένα αυτά έχουν, πια, αλλάξει, αφού οι αμερικανικές μετοχές θεωρούνται υπερεκτιμημένες σε αντίθεση με αυτές των ευρωπαϊκών αγορών».

Διαβάστε επίσης

Στο 6,5% «έπεσε» ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ – Έκτος διαδοχικός μήνας αποκλιμάκωσης

Μάχη «χαρακωμάτων» στην Disney: Τι συμβαίνει στο «αστέρι» του Χόλιγουντ – Ο ρόλος του συμπέθερου του Μπέκαμ

Εκτοξεύτηκαν οι ψηφιακές συναλλαγές με το Δημόσιο το 2022 (πίνακας)