Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι έτοιμη να εισέλθει δυναμικά στην παγκόσμια κούρσα για τα μικροτσίπ, αλλά ενδέχεται να την έχει ήδη χάσει. 

Η πρόσφατη συμφωνία για τα σχέδια κατασκευής ημιαγωγών στην Ε.Ε. ανοίγει τις «κάνουλες» της χρηματοδότησης οι οποίες ενδέχεται να αποτελέσουν δέλεαρ επενδύσεων από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές μικροτσίπ του κόσμου. 

Αν και η συμφωνία αυτή χαρακτηρίζεται από τους Ευρωπαίους πολιτικούς ως «ιστορική», οι ειδικοί προειδοποιούν πως η κίνηση αυτή αποτελεί μόλις το πρώτο ευρωπαϊκό βήμα στην παγκόσμια κούρσα του κλάδου, ενώ τονίζουν πως η Ευρώπη βρίσκεται ήδη πολύ πιο πίσω από τους ανταγωνιστές της και αντιμετωπίζει πληθώρα εμποδίων. 

Σημειωτέον πως ο στόχος της Ε.Ε. είναι η αύξηση του μεριδίου αγοράς των ευρωπαϊκών μικροτσίπ σε παγκόσμιο επίπεδο από το τρέχον 9% στο 20% μέχρι το 2030. 

Η πρόσφατη απόφαση σηματοδοτεί την ευκολότερη χρηματοδότηση για την κατασκευή υποδομών παραγωγής μικροτσίπ νέας τεχνολογίας και την ενίσχυση της έρευνας και εξέλιξης στον τομέα αυτό.

«Προσφέρουμε σημαντικό όγκο χρηματοδότησης έτσι ώστε να μετατρέψουμε το νέο αυτό κανονιστικό πλαίσιο σε μία απτή πραγματικότητα», τόνισε ο Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς της Ε.Ε., Τιερί Μπρετόν

Σύμφωνα, όμως, με τον ειδικό της αγοράς και στέλεχος του γερμανικού think tank Stiftung Neueu Verantwortung, Γιάν-Πέτερ Κλάινχανς, «οι φιλοδοξίες αυτές, προς το παρόν, βρίσκονται μόνο επί χάρτου. Το δυσμενέστερο σενάριο για την ευρωπαϊκή αγορά ημιαγωγών θα ήταν μία περίοδος επανάπαυσης όπου όλοι συγχαίρουν ο ένας τον άλλο για τις αποφάσεις που ελήφθησαν και δεν προχωρούν σε πραγματικές κινήσεις εξέλιξης του τομέα».

Πάλι από την αρχή

Η στρατηγική του ευρωπαϊκού μπλοκ ακολούθησε την κρίση έλλειψης μικροτσίπ κατά τη διάρκεια της πανδημίας η οποία με τη σειρά της είχε προκαλέσει σημαντικές ελλείψεις σε πληθώρα τομέων και δη της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας. Η Ε.Ε. είχε, αρχικά δημιουργήσει σημαντικό momentum, με το σχεδιασμό ενός σχεδίου χρηματοδότησης 43 δισ. ευρώ και τη σύναψη συμφωνίας κατασκευής εργοστασιακής μονάδας με τον αμερικανικό κολοσσό Intel στην πόλη Μάγκντεμπουργκ της Γερμανίας.

Ο κόσμος, από τότε, έχει αλλάξει δραματικά. Η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, οι τιμές ενέργειας βρέθηκαν στα ύψη, ο πληθωρισμός κατέληξε να καλπάζει ανεξέλεγκτος και η πιθανότητα ύφεσης της οικονομίας εμφανίστηκε και πάλι στον ορίζοντα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ελπίδες της Ένωσης αποδείχθηκαν φρούδες και η προσπάθεια ξεκίνησε εκ νέου.

Ακόμη και μετά τη συμφωνία της περασμένης Τρίτης, τα στελέχη της κυβέρνησης της γερμανικής πολιτείας Sachsen-Anhalt όπου βρίσκεται το Μάγκντεμπουργκ, ήταν έτοιμα να συζητήσουν εκ νέου με τους εκπροσώπους της Intel όσον αφορά τις επιδοτήσεις για την κατασκευή της εργοστασιακής μονάδας. Παρ’ όλα αυτά, όπως όλα δείχνουν, η Intel ζητά παραπάνω από τα αρχικά συμφωνηθέντα 6,8 δισ. ευρώ επιδοτήσεων.

Σύμφωνα με δηλώσεις των εκπροσώπων της εταιρείας στο Politico, «τα προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία έχουν προκαλέσει αύξηση του κόστους, από την κατασκευή μέχρι και την ενέργεια. Διαπραγματευόμαστε με τη γερμανική κυβέρνηση για την υπερκάλυψη αυτού του νέου χάσματος».

Τα στελέχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης γνωρίζουν πολύ καλά πως η διαφορετική μακροοικονομική κατάσταση θα προκαλέσει καθυστερήσεις στο πλάνο της ενώ θα πρέπει να κινηθούν γρήγορα έτσι ώστε να θέσουν τις συμφωνίες επί χάρτου.

«Η τρέχουσα κατάσταση, η επιβράδυνση των οικονομιών, η πληθωριστική κρίση και όλα τα συναφή προβλήματα τα οποία δημιουργούνται δε διευκολύνουν την αμεσότητα με την οποία ελπίζαμε να προσεγγίσουμε τη νέα αυτή προσπάθεια», τόνισε η κεντροδεξιά Ευρωβουλευτής Έβα Μεϊντέλ σε πρόσφατη συνέντευξή της. Παράλληλα, ο Νταν Νίκα του γκρουπ των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, τόνισε πρόσφατα στους συναδέλφους του πως οι προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν πρέπει να καθυστερήσουν, αφού «δεν υπάρχει μεγάλος αριθμός πιθανών επενδυτών για τον κλάδο των μικροτσίπ στην Ευρώπη».

Αυτή η αναγκαία αμεσότητα αποτέλεσε και τον λόγο για τον οποίο οι διαπραγματεύσεις για το νέο ευρωπαϊκό πακέτο χρηματοδότησης ολοκληρώθηκαν εβδομάδες πριν το αναμενόμενο. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν ακόμα αρκετές ασυμφωνίες όσον αφορά τους τρόπους χρηματοδότησης του προϋπολογισμού για την έρευνα των νέων τεχνολογιών μικροτσίπ, ύψους 400 εκατομμυρίων ευρώ. 

Σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ΗΠΑ παρουσίασαν το δικό τους πλάνο τον περασμένο Αύγουστο, προσφέροντας $52 δισεκατομμύρια χρηματοδότησης. Η χώρα ήδη προσμετρά πολλά νέα πρότζεκτ, συμπεριλαμβανομένου ενός νέου εργοστασίου της Intel στην πολιτεία του Οχάιο και μίας νέας μονάδας της TSMC στην πολιτεία της Αριζόνα. Παράλληλα, η TSMC έχει ήδη δεσμευτεί για κατασκευή νέου εργοστασίου στην Ιαπωνία, ενώ σε παρόμοιες κινήσεις χρηματοδότησης παρεμφερών πρότζεκτ έχει προβεί και η Κίνα.

Επίτευξη των στόχων

Η όλη προσπάθεια αυτή της Ε.Ε. εξαρτάται από τη δυνατότητα επίτευξης των στόχων της. Μεγάλο ποσοστό της προσπάθειας αυτής θα πρέπει να λάβει χώρα σε τοπικό επίπεδο, όπου οι τοπικές κυβερνήσεις θα πρέπει να διαχειριστούν «συνηθισμένες» αλλά καίριες υποχρεώσεις όπως τις οικοδομικές άδειες και την κατασκευή υποδομών όπως συστήματα ύδρευσης, ηλεκτροδότησης και δρόμους. Παράλληλα, θα πρέπει να εξασφαλίσουν πως υπάρχουν αρκετά διαθέσιμα ακίνητα και μία εύρυθμη τοπική οικονομία η οποία θα μπορέσει να υποστηρίξει τους χιλιάδες εργαζόμενους τους οποίους θα προσελκύσουν τα τεράστια αυτά πρότζεκτ.

Υπάρχουν, συνάμα, αρκετά παραδείγματα αποτυχημένων παρεμφερών προσπαθειών στο παρελθόν. Μία νέα εργοστασιακή μονάδα των STMicroelectronics και Global Foundries οδήγησε σε σωρεία κινητοποιήσεων στη νότια Γαλλία, λόγω της υψηλής κατανάλωσης υδάτινων πόρων από το εργοστάσιο.

Το think tank Stiftung Neue Verantwortung και ο Κλάινχανς υποστηρίζουν πως η στρατηγική τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε τοπικό επίπεδο θα πρέπει να μην παραμείνει δεσμευμένη μόνο από τις επιδοτήσεις: «Μερικές νέες μονάδες στην Ευρώπη δεν αποτελούν μακροπρόθεσμη στρατηγική. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μία πραγματική στρατηγική για την κατασκευή ημιαγωγών και τη σωστή εφαρμογή της. Μέρος αυτής της προσπάθειας θα είναι η εύρεση λύσεων σε πανευρωπαϊκό και τοπικό επίπεδο για τα μελλοντικά εμπόδια τα οποία θα παρουσιαστούν».

Τα εμπόδια αυτά δεν είναι μόνο οι ελλείψεις πρώτων υλών και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα αλλά αφορούν την ίδια τη γεωπολιτική. Το «θερμόμετρο» μεταξύ της Ταϊβάν και της Κίνας έχει αυξηθεί επικίνδυνα, αυξάνοντας παράλληλα και την πιθανότητα μίας σημαντικής και απότομης παγκόσμιας έλλειψης μικροτσίπ σε περίπτωση εισβολής των κινεζικών στρατευμάτων.

Παράλληλα, οι ΗΠΑ έχουν επιδείξει πως είναι διατεθειμένες να εργαλειοποιήσουν την πρόσβαση αυτή στους ημιαγωγούς κατά της Κίνας, ασκώντας πιέσεις στην Ολλανδία για τον περιορισμό των εξαγωγών μικροτσίπ της προς την ασιατική χώρα.

Ο Κλάινχανς, από την πλευρά του, έχει τονίσει πως οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. φαίνεται πως είναι παγιδευμένοι σε έναν κυκεώνα ασυμφωνίας όσον αφορά τη συγκεκριμένη αγορά.

Υπογράμμισε, επίσης, πως «το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ προσέλαβε πάνω από 100 νέους εργαζομένους για την εύρυθμη εφαρμογή του αμερικανικού νομοθετικού πλαισίου και των επιδοτήσεων προς τις εταιρείες κατασκευής ημιαγωγών. Δεν έχω παρατηρήσει παρόμοιες κινήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση».

Διαβάστε ακόμη:

Μητσοτάκης: Επιβάλλεται πολιτική σταθερότητα – Εθνικός στόχος η επενδυτική βαθμίδα για φθηνότερο δανεισμό (vid)

Άννα Αγγελικούση: Η Alpha Gas παρέλαβε το LNG Carrier Energy Fidelity

Με σήμα για αναβάθμιση και πρωτογενές πλεόνασμα ξεκινά η προεκλογική περίοδος

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ