Κι όμως σχεδόν συνέβη.  Μετά από χρόνια έντονης φημολογίας, οι μεγαλύτερες ποδοσφαιρικές ομάδες στον κόσμο αποφάσισαν να δημιουργήσουν την δική τους Super League. Μάλιστα, σε αντίθεση με άλλες φορές, όταν οι ίδιοι σύλλογοι χρησιμοποιούσαν την σύσταση μίας τέτοιας διοργάνωσης ως απειλή, αυτή την φορά φαίνονταν πως δεν αστειεύονταν.

Όμως μάλλον δεν υπολόγισαν την κατακραυγή από την μεριά των φιλάθλων ή τις πιθανές κυρώσεις από τα ποδοσφαιρικά και κυβερνητικά όργανα. Ή ίσως θεώρησαν πως η αποστολή τους, τουλάχιστον εν μέρει, εξετελέσθη, όταν η UEFA δέχτηκε να κάνει ακόμη περισσότερες αλλαγές στην μορφή του Champions League. Και φυσικά, όλο και κάποιον ρόλο θα έπαιξαν τα μερικά δισεκατομμύρια που υποσχέθηκε η Ομοσπονδία στις αγγλικές ομάδες για την παραμονή τους.

Έτσι, λοιπόν, τόσο γρήγορα, το σχέδιο για την Super League, τουλάχιστον στην αρχική προτεινόμενη μορφή του, ναυάγησε. Αλλά παρότι αυτή η πρώτη, βιαστική προσπάθεια απέτυχε, οι λόγοι που έκαναν αυτές τις 12 ομάδες να πάρουν αυτό το δραστικό βήμα δεν έχουν πάει πουθενά, όπως και η ίδια η ιδέα για ένα κλειστό πρωτάθλημα ανάμεσα στα πιο δημοφιλή σωματεία στον κόσμο.

Στον απόηχο της ανακοίνωσης, που σόκαρε τον ποδοσφαιρικό-και όχι μόνο-κόσμο και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, πολλά ακούστηκαν για τα κίνητρα των 12 συλλόγων. Για πολλούς, τα χορηγούμενα από την JP Morgan τέσσερα δισεκατομμύρια που θα διαμοιράζονταν στους συμμετέχοντες ήταν απλά μία προσφορά στην οποία δύσκολα λες όχι, ειδικότερα στους σημερινούς καιρούς. Όμως παρότι η τεράστια οικονομική ζημία που προκάλεσε η πανδημία στο ποδόσφαιρο μπορεί να επηρέασε την ταχύτητα με την οποία η Super League συναρμολογήθηκε, ο ερχομός της ήταν μάλλον αναπόφευκτος, ανεξαρτήτως των συνθηκών.

Για πολλούς ανθρώπους το ποδόσφαιρο είναι η αγαπημένη τους ασχολία, ίσως η πρώτη τους αγάπη και όπως συνηθίζουν να λένε στην Νότια Αμερική, κάτι αντίστοιχο με θρησκεία. Μα το ποδόσφαιρο, όπως και όλα τα αθλήματα του βεληνεκούς του, είναι προφανώς και μία τεράστια επιχείρηση. Και όπως κατάλαβαν μερικοί από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου πριν μερικές δεκαετίες, μία επιχείρηση που θα μπορούσε να είναι πολύ πιο κερδοφόρα.

Από την δεκαετία του 80’, όταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αγόρασε την Μίλαν, μέχρι τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας και την έφοδο ξένων δισεκατομμυριούχων όπως ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς και ο Σεΐχης Μανσούρ στην Premier League, το προφίλ του μέσου ιδιοκτήτη μίας κορυφαίας ομάδας έχει αλλάξει δραστικά.

Στην συναισθηματικά φορτισμένη αντίδραση του στην είδηση, ο Γκάρι Νέβιλ, θρύλος της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, κάλεσε συγκεκριμένα την δική του ομάδα, όπως και την Άρσεναλ και την Λίβερπουλ, να ξανασκεφτούν την θέση τους στο θέμα. Γιατί όπως σωστά είπε ο 46χρονος παλαίμαχος, ιστορικά, αυτοί οι τρεις σύλλογοι είναι οι μεγαλύτεροι εκπρόσωποι του ποδοσφαίρου στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ η Τσέλσι και η Μάντσεστερ Σίτι είναι ο ορισμός του ποδοσφαιρικού νεόπλουτου. Τι κοινό, έχουν, λοιπόν, οι τρεις πιο επιτυχημένες αγγλικές ομάδες όλων των εποχών;

Μέσα σε ένα διάστημα πέντε χρόνων, από το 2005 μέχρι το 2010, πέρασαν στα χέρια αμερικανών ιδιοκτητών, οι οποίοι ήταν επίσης, μεγαλομέτοχοι ομάδων αμερικανικού football ή baseball. Η δραστηριοποίηση τους στα αμερικανικά σπορ είναι μέγιστης σημασίας, γιατί εξηγεί το σκεπτικό τους. Βλέπετε, στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, όλα τα κορυφαία πρωταθλήματα, ακόμη και αυτό του soccer, όπως θα έλεγαν, δεν λειτουργούν με υποβιβασμό. Αντιθέτως, είναι κλειστά κλαμπ, από τα οποία οι ομάδες δεν κινδυνεύουν να μείνουν έξω, ακόμη και αν πέσουν οι επιδώσεις τους. Τώρα αν ένας νέος σύλλογος θέλει να εισέλθει, για παράδειγμα στο NBA, χρειάζεται την έγκριση των υπόλοιπων ιδιοκτήτων… και την κατάθεση μερικών δισεκατομμυρίων.

Αντιθέτως, το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο λειτουργεί όχι μόνο με υποβιβασμό, αλλά και με ένα σύστημα όπου αν μία κορυφαία ομάδα απογοητεύσει στο εγχώριο πρωτάθλημα της, τότε θα χάσει την ευκαιρία να αγωνιστεί στο Champions League, μία πολύ σημαντική πηγή χρημάτων. Όπως καταλαβαίνετε, σε κάποιον συνηθισμένο στο αμερικανικό μοντέλο, αυτό το αυξημένο ρίσκο και η προοπτική της αστάθειας είναι μία συνεχής πηγή ανησυχίας. Γιατί να πρέπει να εξασφαλίσω το εισιτήριο μου στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση, όταν μπορώ, σαν ιδρυτικό μέλος της Super League, να έχω παντοτινή θέση σε αυτή; Αυτό σκέφτονταν ο John Henry της 6ης στην αγγλική Premier League Liverpool και o Stan Kroenke της 9ης Arsenal. Όσο για τον Σεΐχη Μανσούρ της Μάντσεστερ Σίτυ, φαίνεται πως πραγματικά απολαμβάνει να πηγαίνει κόντρα στην UEFA, όπως έχει δείξει πάμπολλες φορές με τις δηλώσεις του και τις δικαστικές μάχες της ομάδας του με την Ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική αρχή.

Άλλη μία λεπτομέρεια που πέρασε απαρατήρητη είναι ότι τα μέχρι πρότινος επίδοξα μέλη της αναφέρονταν στην διοργάνωση όχι ως Ευρωπαϊκή, αλλά απλώς Super League. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η ονομασία αφήνει χώρο για την είσοδο μίας ομάδας από τις υπόλοιπες ηπείρους στο νέο πρωτάθλημα. Φανταστείτε πόσα παραπάνω εκατομμύρια άτομα θα συντονίζονταν στην μέση κάθε εβδομάδας για να δουν την Guangzhou Evergrande από την Κίνα, με τους ακριβοπληρωμένους αστέρες της, να αντιμετωπίζει την Γιουβέντους του Κριστιάνο Ρονάλντο;

Τέτοιου είδους όνειρα έκαναν τους δισεκατομμυριούχους στην καρδιά του ποδοσφαίρου να σκεφτούν δημιουργικές λύσεις για να κάνουν το παιχνίδι πιο κερδοφόρο, λύσεις τις οποίες ένας παραδοσιακός φίλαθλος δεν θα σκεφτόταν. Μα στα χαρτιά, είναι αλήθεια πως αν οι μεγαλύτερες ομάδες έπαιζαν μεταξύ τους πιο συχνά, τότε οι τσέπες τους θα φούσκωναν. Το πρόβλημα είναι πως οι άνθρωποι πίσω από την Super League έχουν δίκιο: Το ποδόσφαιρο, με την παγκόσμια βάση του, είναι το καλύτερο τηλεοπτικό αθλητικό προϊόν στον πλανήτη και εύκολα μπορεί να γίνει πιο επικερδές για τους συλλόγους στην κορυφή του.

Δυστυχώς, ως αντάλλαγμα διακυβεύεται η ψυχή του αθλήματος, το ρίσκο πίσω από κάθε αναμέτρηση και η δυνατότητα των ομάδων έξω από την αφρόκρεμα να ονειρεύονται για ένα λαμπρότερο μέλλον. Επιπλέον, μπορεί αυτοί οι 12 σύλλογοι να προσελκύουν τα μεγαλύτερα κοινά, αλλά η δημοφιλία τους και του ίδιου του αθλήματος είναι αποτέλεσμα των προσπαθειών εκατοντάδων άλλων ομάδων ανά τους αιώνες.

Για τώρα, η UEFA και ο υπόλοιπος ποδοσφαιρικός κόσμος φαίνεται πως κέρδισε την πρώτη μάχη, αλλά σε καμία περίπτωση ολόκληρο τον πόλεμο. Ο τρόπος με τον οποίο η Super League παρουσιάστηκε και ο εκτροχιασμός της 48 ώρες αργότερα δείχνουν την απελπισία ή την άγνοια των πρωτεργατών της, που υπέπεσαν σε λάθη σε πολλά διαφορετικά επίπεδα. Κάποιοι από αυτούς, σαν τον Ed Woodward της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και τον Αντρέα Ανιέλι της Γιουβέντους έχουν ήδη δει την πόρτα της εξόδου. Μα τα παράπονα των ίδιων και των ιδιοκτητών για το πώς λειτουργούν οι Ευρωπαϊκές διοργανώσεις παραμένουν.

Καλώς ή κακώς, αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που οι κορυφαίοι σύλλογοι έχουν επιχειρήσει να αλλάξουν το status quo του Ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία. Τουλάχιστον, όμως, πήραν ένα μάθημα. Πάντως, στο μέλλον, είναι πολύ πιθανόν να κοιτάμε αυτές τις δύο ημέρες όχι σαν μία νίκη των ρομαντικών του ποδοσφαίρου, αλλά σαν ένα λίγο ατσούμπαλο βήμα σε μία κατεύθυνση που το άθλημα ήδη ακολουθούσε.

Διαβάστε ακόμα: 

Αυτοτελή φορολόγηση των αναδρομικών εξετάζει το ΥΠΟΙΚ

TikTok: Αγωγή-μαμούθ εναντίον του – Γιατί θα μοιράσει χιλιάδες ευρώ σε παιδιά της Ευρώπης

Αυτά είναι τα νέα προϊόντα της Apple – Πότε έρχονται στην Ελλάδα