Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατρακυλούν προς ένα εμπορικό πόλεμο γύρω από το ποιός έχει δικαίωμα να φορολογεί τα δισεκατομμύρια των εσόδων των τεχνολογικών κολοσσών όπως η Google, η Facebook, η Amazon, και το Netflix.

Αφού η Ουάσινγκτον έστειλε την Τετάρτη υπόμνημα προς τους Ευρωπαίους ότι αποσύρεται από τις συνομιλίες του ΟΟΣΑ σχετικά με ένα κοινό και παγκόσμιο πλαίσιο κανόνων φορολόγησης της ψηφιακής οικονομίας, αξιωματούχοι όπως ο Μπρούνο Λε Μερ, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, και ο Πάολο Τζεντιλόνι, ο Ευρωπαίος επίτροπος οικονομικών υποθέσεων, έριξαν όλο το βάρος τους στην επιβολή ψηφιακών φόρων σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο -κάτι που πιθανόν να φέρει αντίποινα από τις ΗΠΑ.

«Λυπάμαι πάρα πολύ για την κίνηση των ΗΠΑ να βάλουν φρένο στις διεθνείς συνομιλίες για τη φορολογία της ψηφιακής οικονομίας. Ελπίζω ότι αυτό θα είναι μια προσωρινή οπισθοδρόμηση παρά μια οριστική στάση», δήλωσε ο Τζεντιλόνι.

«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέλει μια παγκόσμια λύση για να φέρει τη φορολογία των εταιρειών στον 21ο αιώνα – και πιστεύουμε ότι η προσέγγιση των δύο πυλώνων του ΟΟΣΑ είναι η σωστή», είπε.

«Αλλά αν αυτό αποδειχθεί αδύνατο φέτος, είμαστε σαφείς ότι θα υποβάλουμε μια νέα πρόταση σε επίπεδο ΕΕ», είπε.

Η διακοπή των συνομιλιών με τις ΗΠΑ αναμένεται να αναζωπυρώσει την διατλαντική εμπορική διαμάχη μεταξύ των δύο Ηπείρων, η οποία συνεχίζεται για περισσότερο από ένα χρόνο, σχολιάζει το Politico.

Αυτό που διακυβεύεται είναι ποια χώρα έχει το δικαίωμα να φορολογεί ψηφιακές εταιρείες των οποίων οι δραστηριότητες αυτή τη στιγμή έχουν καλύψει όλο τον πλανήτη.

Η εξελισσόμενη διαμάχη μπορεί επίσης να βλάψει την ήδη τεταμένη σχέση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Την ίδια ώρα, ενδέχεται επίσης να υπάρξουν διαιρέσεις εντός της Ευρώπης καθώς οι χώρες παραμένουν διχασμένες σχετικά με το πώς να αναγκάσουν εταιρείες όπως η Google και η Amazon να πληρώσουν περισσότερα στα εθνικά ταμεία.

«Υπάρχει πραγματική προοπτική να καταλήξουμε σε έναν εμπορικό πόλεμο», δήλωσε ο Νταν Νίντλ, συνεργάτης σε φορολογικά ζητήματα της Clifford Chance, μιας νομικής εταιρείας με έδρα το Λονδίνο.

Πολλά εξαρτώνται από το πώς θα αντιδράσουν οι χώρες.

Το 2019, οι κυβερνήσεις στη Γαλλία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο ενέκριναν την επιβολή φορολογικών κανόνων στις ψηφιακές υπηρεσίες με στόχο τη συλλογή εκατοντάδων εκατομμυρίων εσόδων από τους τεχνολογικούς «γίγαντες», πολλοί από τους οποίους έχουν έδρα τις ΗΠΑ και δραστηριοποιούνται και στην Ευρώπη.

Πολλοί από αυτούς τους φόρους έχουν «παγώσει» εν αναμονή του αποτελέσματος των συζητήσεων του ΟΟΣΑ σχετικά με μια γενική αναθεώρηση της ψηφιακής φορολογίας.

Μετά την κίνηση της Ουάσινγκτον, η Γαλλία δήλωσε ότι θα προχωρήσει τα σχέδια της για επιβολή ψηφιακών φόρων σε εθνικό επίπεδο, ενώ η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο δήλωσαν ότι θα παραμείνουν δεσμευμένοι στο να βρεθεί μια «παγκόσμια λύση».

«Αυτή η επιστολή αποχώρησης των ΗΠΑ είναι μια προσβολή. Είναι μια προσβολή προς όλους τους εταίρους του ΟΟΣΑ καθώς ήμασταν πολύ κοντά σε μια συμφωνία για τη φορολογία των ψηφιακών γιγάντων», δήλωσε Μπρούνο Λε Μερ, προσθέτοντας ότι το Παρίσι, το Λονδίνο, η Ρώμη και η Μαδρίτη έχουν στείλει κοινή απάντηση στον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Στιβεν Μνούτσιν. «Πράγματι, όπως υποσχέθηκα, θα υπάρξει ένας ψηφιακός φόρος το 2020 στη Γαλλία» είπε.

Σε επίπεδο ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δήλωσε ότι θα επαναφέρει τα σχέδια της για ένα κοινό φορολογικό πλαίσιο μόνο σε επίπεδο Ευρώπης, εάν η αποχώρηση των ΗΠΑ από τις συνομιλίες του ΟΟΣΑ βύθισε την προοπτική μιας παγκόσμιας μεταρρύθμισης.

Τύμπανα πολέμου

Αμερικανοί αξιωματούχοι απέρριψαν τους ισχυρισμούς της ΕΕ ότι οι ψηφιακές εταιρείες δεν φορολογούνται δίκαια, υποστηρίζοντας πως οι εθνικές ή κοινοτικές εισφορές που θέλει η Ευρώπη, αντιπροσωπεύουν μια άδικη μεταχείριση κατά των αμερικανικών εταιρειών, ενώ συλλήβδην αποτελούν παράνομοι δασμοί βάσει των παγκόσμιων εμπορικών κανόνων.

Νωρίτερα τον Ιούνιο, η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ ξεκίνησε μια σειρά εμπορικών αξιολογήσεων για τις εμπορικές σχέσεις με χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Νότιας Αμερικής, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιπλέον δασμούς σε περίπτωση που αυτές οι χώρες υιοθετήσουν ένα πλαίσιο φορολογίας για ψηφιακές υπηρεσίες.

Το 2019, η Ουάσιγκτον είχε απειλήσει να επιβάλει δασμούς ύψους 2,4 δισ. δολαρίων σε γαλλικά προϊόντα, όπως κρασί και τυρί, ως αντίποινα για τους ψηφιακούς φόρους που είχε επιβάλλει η χώρα. Τότε, και οι δύο πλευρές συμφώνησαν να αναβάλουν τέτοιες ενέργειες έως ότου επιτευχθεί συμφωνία εντός του ΟΟΣΑ σχετικά με τον τρόπο φορολόγησης της ψηφιακής οικονομίας.

«Αυτό που κάνουν είναι θεμελιωδώς άδικο για τις αμερικανικές εταιρείες», δήλωσε ο εκπρόσωπος εμπορίου των ΗΠΑ Ρόμπερτ Λάιτχάιζερ στο Κογκρέσο την Τετάρτη. Επιπλέον, κατηγόρησε την Ευρώπη ότι επιλέγει αυτές τις εταιρείες επειδή «είναι οι καλύτερες» και επειδή είναι «αμερικανικές».

Και οι δύο πλευρές θα πρέπει τώρα να αποφασίσουν πόσο μακριά θα φτάσουν το ζήτημα, σχολιάζει το Politico.

Στην Ευρώπη, η πλειοψηφία των χωρών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι πρόθυμες να ξεκινήσουν εκ νέου συζητήσεις σχετικά με έναν φόρο σε επίπεδο ΕΕ, αν και πολλοί εξακολουθούν να ελπίζουν ότι θα υπάρξει μια παγκόσμια μεταρρύθμιση, ανέφερε ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής.

«Θέλουμε να ενθαρρύνουμε τις ΗΠΑ να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων», δήλωσε ο εκπρόσωπος την Πέμπτη. «Συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε μια παγκόσμια προσέγγιση και είμαστε πρόθυμοι να παρουσιάσουμε μια ευρωπαϊκή πρόταση εάν οι συζητήσεις του ΟΟΣΑ αποτύχουν, ή εάν δεν είναι καθοριστικές».

Μικρό το παράθυρο εξεύρεσης λύσης

Ωστόσο, οι προοπτικές μιας συμφωνίας σε επίπεδο ΕΕ είναι λίγες.

Παρά την υποστήριξη ενός ευρωπαϊκού πλαισίου φορολόγησης από πολλές χώρες της ΕΕ, η Ιρλανδία και ορισμένες σκανδιναβικές χώρες σταμάτησαν τις προσπάθειες τους για τη δημιουργία φορολογικού πλαισίου σε επίπεδο ΕΕ, ισχυριζόμενες ότι μια τέτοια κίνηση τελικά θα αποδυνάμωνε τις εξαγωγές τους.

Ο επικεφαλής του εμπορίου της Ευρώπης, Φιλ Χόγκαν – ο οποίος είχε δηλώσει ότι η ΕΕ θα ανταποκριθεί σε τυχόν αντίποινα που επιβάλλουν οι ΗΠΑ λόγω των ψηφιακών φόρων – έχει δείξει ενδιαφέρον για την κορυφαία θέση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Αυτό θα μπορούσε να αναγκάσει τον Ιρλανδό πολιτικό να αποσυρθεί από οποιεσδήποτε εμπορικές συνομιλίες με τον Λαιτχάιζερ λόγω πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων, καθώς ο Χόγκαν θα χρειαζόταν τη στήριξη της Ουάσινγκτον για να πάρει μια θέση στον ΠΟΕ.

Οι Βρυξέλλες, την Πέμπτη, δήλωσαν ότι ο Χόγκαν εξακολουθεί να είναι το κορυφαίο χαρτί τους για τις εμπορικές συνομιλίες της ΕΕ με την κυβέρνηση Τραμπ, παρά το γεγονός ότι τον απέτρεψαν την Τρίτη από το να εκφράσει το ενδιαφέρον του για τη θέση του επικεφαλής στον ΠΟΕ.

Ο επικεφαλής εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Έρικ Μάμερ σχολίασε ότι συνομιλητής «παραμένει» ο Χόγκαν, ερωτηθείς για το ποιος θα ήταν ομόλογός του Λάιτχάιζερ στις Βρυξέλλες για τη μείωση της έντασης του εμπορικού πολέμου.

Από την πλευρά των ΗΠΑ, τα αντίποινα δεν είναι πιθανά πριν από τα μέσα Ιουλίου, επειδή το γραφείο εμπορίου της χώρας εξακολουθεί να λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις νέες έρευνές που έχει ξεκινήσει για χώρες που έχουν περάσει ή πρόκειται να περάσουν νομοσχέδια για ψηφιακό φόρο.

Επιπλέον, δεν είναι ακόμα σαφές εάν η Ουάσινγκτον θα αναζωπυρώσει τις απειλές για επιβολή δασμών εναντίον της Γαλλίας, της οποίας ο προγραμματισμένος ψηφιακός φόρος αναμένεται να αποφέρει έσοδα περίπου 500 εκατ. ευρώ ετησίως.

Προς το παρόν, ο Άνχελ Γκουρία, γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ, προέτρεψε τις χώρες να παραμείνουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με σκοπό την επίτευξη μιας παγκόσμιας συμφωνίας έως το τέλος του έτους.

Ωστόσο, ο ίδιος πρόσθεσε, πως η αποτυχία να βρεθεί μια παγκόσμια λύση θα μεγαλώσει την εμπορική ένταση, καθώς οι κυβερνήσεις παγκοσμίως αγωνίζονται να ορθοποδήσουν οικονομικά λόγω της πανδημίας.

«Αν δεν υπάρξει πολυμερής λύση, οι περισσότερες χώρες θα λάβουν μονομερή φορολογικά μέτρα, ενώ εκείνες που τα έχουν ήδη θα σταματήσουν να τα έχουν σε αναμονή», είπε. «Ένας εμπορικός πόλεμος, ειδικά αυτή τη στιγμή, όπου η παγκόσμια οικονομία διέρχεται μια ιστορική ύφεση, θα έβλαπτε ακόμη περισσότερο την οικονομία, τις θέσεις εργασίας και την εμπιστοσύνη» κατέληξε.