Διευκολύνσεις που σε άλλη περίπτωση θα αντιμετωπίζονταν με περισσότερη διστακτικότητα δόθηκαν στους εργαζομένους από πολλές εταιρείες στον κόσμο, εξαιτίας της πανδημίας του νέου κορωνοϊού.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό ξεχωρίζει η Ισλανδία, μια χώρα που δεν περίμενε την πανδημία για να πειραματιστεί με τις εβδομαδιαίες ώρες εργασίας. Στη χώρα έχουν ήδη πραγματοποιηθεί δύο δοκιμές με μικρότερο ωράριο εργασίας σε περίπου 2.500 εργαζόμενους, περισσότερο δηλαδή από το 1% του εργατικού πληθυσμού της χώρας.

Η Ισλανδία, ως ένα βαθμό, αποφάσισε να «τρέξει» τις δοκιμές επειδή οι εργαζόμενοί της κατέγραφαν πολλές ώρες εργασίας, κατά μέσο όρο 44,4 ώρες την εβδομάδα που ήταν το τρίτο υψηλότερο στις χώρες της Eurostat το 2018.

Οι συμμετέχοντες στη μελέτη της Ισλανδίας μείωσαν τις ώρες τους κατά τρεις έως πέντε ώρες την εβδομάδα χωρίς να μειωθεί η αμοιβή τους. Το «πείραμα» θεωρήθηκε «συντριπτική επιτυχία» καθώς οι εργαζόμενοι ήταν σε θέση να εργάζονται λιγότερο και να πληρώνονται το ίδιο, διατηρώντας την παραγωγικότητά τους και βελτιώνοντας την προσωπική τους ευημερία.

Μάλιστα πλέον το μειωμένο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας ώρες εργασίας έχει υιοθετηθεί σε μεγάλο βαθμό στον δημόσιο τομέα της Ισλανδίας.

Το «πείραμα» της χώρας δεν ήταν μόνο επιτυχημένο. Ήταν και από τις λίγες μεγάλες, επίσημες μελέτες που έχουν γίνει για το θέμα, με το Bloomberg News να μιλάει με τέσσερις Ισλανδούς που συμμετείχαν, καλώντας να μοιραστούν την εμπειρία τους και τους τρόπους με τους οποίες εξισορρόπησαν τη δουλειά και την προσωπική τους ζωή με το νέο μοντέλο εργασίας, το οποίο συνάντησε κάποιες προκλήσεις.

Οι δοκιμές εφαρμόστηκαν σε διαφορετικούς κλάδους, προσφέροντας σε άλλους εργαζόμενους μία ώρα λιγότερη στο καθημερινό τους ωράριο και σε άλλους κανονικό ωράριο Δευτέρα-Πέμπτη και μισές ώρες εργασίας την Παρασκευή, αντί του μειωμένου καθημερινού ωραρίου.

Τα συμπεράσματα του διευθυντή σε κρατική υπηρεσία που διαχειρίζεται ακίνητα, Hjalti Guðmundsson, ήταν ότι οι εργαζόμενοι ήταν πιο πρόθυμοι να εργαστούν ενώ παράλληλα μειώθηκαν οι ώρες στις εταιρικές συναντήσεις και οι ασθένειες. Όπως είπε, άλλοι ήταν ευχαριστημένοι επίσης γιατί είχαν περισσότερο χρόνο με την οικογένειά τους και άλλοι γιατί κέρδιζαν κάποια ώρα της ημέρας με… φως.

Βάζοντας ως στόχο να ακολουθήσει και ο ίδιος το νέο μοντέλο εργασίας, το οποίο κατά πλειοψηφία ψήφισαν πως επιθυμούν οι εργαζόμενοι της εταιρείας, ο Guðmundsson κατέληξε πως είναι θέμα νοοτροπίας και «τα περισσότερα έργα μπορούν να περιμένουν μέχρι αύριο το πρωί».

«Αισθάνομαι ότι είμαι πιο συγκεντρωμένη τώρα», δήλωσε από την πλευρά της η project manager στο Reykjavík Service Center (ένα από τα πέντε κέντρα εξυπηρέτησης που διαχειρίζεται η πόλη του Ρέικιαβικ και παρέχει κοινωνικές υπηρεσίες για παιδιά και οικογένειες), Arna Hrönn Aradóttir.

Η ίδια συμμετείχε στη δοκιμή του 2015 και η δουλειά της την έγραψε σε ένα μάθημα διαχείρισης χρόνου, όπου έμαθε να συντομεύει τις συναντήσεις, να μειώνει το χρόνο που δαπανάται στις μετακινήσεις για συναντήσεις και να προγραμματίζει την εργασία της πιο αποτελεσματικά. Επέλεξε να σχολάει στο 4ωρο την Παρασκευή, γεγονός που της επέτρεψε να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές, ενισχύοντας τη θέση της στην αγορά εργασίας. «Τα οφέλη για εμάς είναι ότι είχαμε καλύτερη ποιότητα ζωής», ανέφερε, προσθέτοντας ότι τη βοήθησε να περνάει περισσότερο χρόνο με τα παιδιά της και να βιώνει λιγότερο άγχος.

Σύμφωνα με την προϊσταμένη της, Sólveig Reynisdóttir, το «πείραμα» ήρθε ως απάντηση σε μια ετήσια έρευνα μεταξύ των υπαλλήλων που αποκάλυψε ότι οι εργαζόμενοι βίωναν μεγάλη πίεση στη δουλειά τους.

Το κέντρο πειραματίστηκε με τον αριθμό των ωρών που θα μείωναν την εβδομάδα, και κάποια στιγμή έπρεπε να προσθέσει μερικές ώρες μετά το πολύ κόψιμο. Ορισμένα σημεία της μετάβασης στο νέο μοντέλο εργασίας δεν εξελίχθηκαν ομαλά, όπως ανέφερε, καθώς οι εργαζόμενοι ήταν απρόθυμοι να μεταβούν από τις 35 ώρες στις 37 ώρες εργασίας την εβδομάδα, παρόλο που ήταν ακόμα λιγότερες ώρες από ό, τι πριν από το «πείραμα». Συνολικά, όμως, η Reynisdóttir θεωρεί το «πείραμα» περισσότερο θετικό παρά αρνητικό, αναφέροντας και αυτή την παραγωγικότητα, τη μεγαλύτερη ικανοποίηση από την εργασία και τις λιγότερες ημέρες ασθενείας.

Στην πραγματικότητα, η μικρότερη εβδομάδα εργασίας έχει παρακινήσει τους εργαζόμενους να εργαστούν περισσότερο, σημείωσε, τονίζοντας ότι η ίδια ως διευθύντρια αντιμετώπισε περισσότερες δυσκολίες. «Μερικές φορές υπάρχουν πολλά έργα και τότε γνωρίζουμε ότι ο φόρτος εργασίας και η ένταση γίνονται όλο και περισσότερο, αλλά αυτό εξισορροπείται όταν κοιτάξετε πίσω έναν ολόκληρο χρόνο», είπε.

Τέλος, η Saga Stephensen, project manager για την πολυπολιτισμική εκπαίδευση στα νηπιαγωγεία του Ρέικιαβικ η οποία δούλευε Δευτέρα με Πέμπτη κανονικά και είχε ελεύθερη την κάθε δεύτερη Παρασκευή, ανέφερε πως συμμετείχε επίσης σε μαθήματα διαχείρισης χρόνου.

Όπως είπε, χρειάστηκε λίγος χρόνος για να προσαρμοστεί και εκείνη και οι συνάδελφοί της στο νέο πρόγραμμα καθώς τις εβδομάδες που είχε ελεύθερη την Παρασκευή, συχνά κατέληγε να εργάζεται περισσότερες ώρες τις προηγούμενες ημέρες.

Η Stephensen ανέφερε πως κάνει διάφορα πράγματα τις ελεύθερες Παρασκευές της, ενώ, όπως είπε, είναι πιο εύκολο να επιστρέψει στη δουλειά μετά από διακοπές. «Δεν λυπήθηκα που τέλειωσαν οι διακοπές γιατί ήξερα ότι υπήρχαν κάποια διαλείμματα για να περιμένουμε», είπε χαρακτηριστικά.

Διαβάστε ακόμη:

Σε αυτή τη χώρα οι εταιρείες αυξάνουν τους μισθούς… αλλά δεν βρίσκουν υπαλλήλους

Νέος δακτύλιος: Σε ισχύ από 25 Οκτωβρίου – Σύσκεψη το Σάββατο στο Μαξίμου

Οικογένεια Παπαναγιώτου: Στο σφυρί δύο ακίνητα της Κτηματοδυναμικής