Σε δραματικό αδιέξοδο βρίσκεται η οικονομία της Τουρκίας, το οποίο απειλεί να εξελιχθεί σε πολιτικό βατερλό για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Η κατάρρευση της τουρκικής λίρας αμέσως μετά την απόλυση του προηγούμενου κεντρικού τραπεζίτη Νασί Αγκμπάλ έδειξε ότι ο «Σουλτάνος» δεν μπορεί να συνεχίσει για πολύ μια οικονομική πολιτική που βασίζεται στη συνταγή «ανάπτυξη με δανεικά», η οποία ικανοποιεί μεν το εσωτερικό κοινό, αλλά εξοργίζει τους ξένους επενδυτές που αποχωρούν μαζικά από τη χώρα. Οι επιλογές του «Σουλτάνου» πλέον είναι ελάχιστες και η μία χειρότερη από την άλλη. Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας έχουν εξαντληθεί και η Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να κάνει παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος για να στηρίξει το εθνικό νόμισμα. Ο Ερντογάν έχει ζητήσει επανειλημμένα από τις ΗΠΑ να του δώσουν πιστωτική γραμμή σε δολάρια (swap δολαρίων) για να μπορεί να στηρίξει τη λίρα, αλλά η Ουάσινγκτον αρνείται πεισματικά, αφού μετά την προμήθεια των ρωσικών S-400 η Άγκυρα είναι κόκκινο πανί για τους Αμερικανούς. Εάν η λίρα συνεχίσει να καταρρέει, η οικονομία απειλείται με μια γενικευμένη κρίση, τη δεύτερη μετά το 2018, η οποία θα στείλει τη χώρα πολλά χρόνια πίσω και θα ρίξει το βιοτικό επίπεδο των Τούρκων στα τάρταρα, κάτι που θα είναι και πολιτική καταστροφή για τον ίδιο τον Ερντογάν.

Ο ορθόδοξος τρόπος για να συγκρατηθεί το νόμισμα είναι η αύξηση των επιτοκίων, αλλά ο «Σουλτάνος» την προηγούμενη εβδομάδα απέλυσε τον προηγούμενο κεντρικό τραπεζίτη, μόλις πέντε μήνες μετά την τοποθέτησή του, επειδή ακριβώς προχώρησε στην τρίτη κατά σειρά αύξηση επιτοκίων, κατά 2 μονάδες, στο 19%, για να μαζέψει τον πληθωρισμό που έχει ξεπεράσει το 15%.

Δανεικά

Ο Ερντογάν υιοθετεί τη μοναδική στα χρονικά -και τελείως αντιεπιστημονική- άποψη ότι τα υψηλά επιτόκια φέρνουν πληθωρισμό, την οποία διανθίζει με μύδρους κατά του «διεθνούς σιωνιστικού λόμπι των επιτοκίων» που θέλει το κακό της Τουρκίας. Η πραγματικότητα είναι ότι η τουρκική οικονομία αναπτύσσεται κυρίως χάρη στα δανεικά. Το 2020, εν μέσω πανδημίας, το τουρκικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,8%, κατά κύριο λόγο εξαιτίας των δανείων που αυξήθηκαν κατά 37,5%. Εάν τα επιτόκια αυξηθούν, ο κόσμος και οι επιχειρήσεις θα δυσκολεύονται να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Από την άλλη πλευρά, με αυτή τη μέθοδο, ό,τι κερδίζει η οικονομία στο εσωτερικό, το χάνει στο εξωτερικό μέτωπο, γεγονός που αντανακλάται στην υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.

Τα κεφάλαια φεύγουν από τη χώρα και η πτώση της λίρας και ο υψηλός πληθωρισμός ωθούν τους Τούρκους στο να αποταμιεύουν σε συνάλλαγμα και  χρυσό.

Την περασμένη εβδομάδα, ο Ερντογάν απηύθυνε έκκληση στους πολίτες να διοχετεύσουν τα διαθέσιμά τους σε χρυσό και συνάλλαγμα στο τραπεζικό σύστημα, και μάλιστα στις κρατικές τράπεζες που ελέγχονται από την κυβέρνηση, για να ενισχύσουν την προσπάθεια στήριξης της οικονομίας και του εθνικού νομίσματος.

Η κίνηση αυτή είναι ενδεικτική της απελπισίας που προκαλεί στην κυβέρνηση η έλλειψη συναλλαγματικών διαθεσίμων. Επισήμως, οι Αρχές ανακοινώνουν διαθέσιμα ύψους άνω των 90 δισ. δολαρίων, αλλά μεγάλο μέρος από αυτά είναι σε χρυσό (περί τα 35 δισ. δολάρια) και σε συμφωνίες ανταλλαγής συναλλάγματος (swap) με το Κατάρ και την Κίνα (περί τα 17 δισ. δολάρια). Οι εκτιμήσεις για τα πραγματικά συναλλαγματικά διαθέσιμα ξένων τραπεζών κυμαίνονται από 15 έως 30 δισ. δολάρια, ποσό τελείως ανεπαρκές τη στιγμή που μια δύσκολη μέρα η Κεντρική Τράπεζα ξοδεύει περί τα 6-7 δισ. δολάρια για αγορές τουρκικής λίρας προκειμένου να ενισχύσει την ισοτιμία της.

Ξένοι αναλυτές, μάλιστα, επισημαίνουν ότι στην πραγματικότητα τα διαθέσιμα είναι αρνητικά, καθώς έχουν χρησιμοποιηθεί για τη στήριξη της λίρας και οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα των Τούρκων σε κρατικές τράπεζες, μέσα από συμφωνίες swap μεταξύ των τραπεζών αυτών και της Κεντρικής Τράπεζας. Αλλά και οι παρεμβάσεις αυτές έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα, αφού η λίρα έχει χάσει περίπου το 40% της αξίας της τα τελευταία χρόνια, παρόλο που η Κεντρική Τράπεζα έχει κάψει περί τα 160 δισ. δολάρια για να στηρίξει το νόμισμα. Η κατάσταση είχε αρχίσει να διορθώνεται από τον περασμένο Νοέμβριο, όταν είχε αναλάβει ο Νασί Αγκμπάλ, ο οποίος επανήλθε στις ορθόδοξες νομισματικές συνταγές με αυξήσεις των επιτοκίων. Η λίρα σταθεροποιήθηκε ενώ άρχισαν και εισροές συναλλάγματος, συνολικά περίπου 4 δισ. δολαρίων.

Στα μέσα Φεβρουαρίου, όμως, η διεθνής αναταραχή που προκάλεσε η αύξηση των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων ανάγκασε την Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας να προχωρήσει στην αύξηση των επιτοκίων, η οποία οδήγησε στην «καρατόμηση» του Αγκμπάλ.

Τη θέση του κατέλαβε ο Σαχάπ Καβσίογλου, στέλεχος του κυβερνητικού κόμματος και πιστός στον Ερντογάν, που μάλιστα είχε φροντίσει να δημοσιεύσει ένα άρθρο με το οποίο υιοθετούσε την ανορθόδοξη άποψη του Τούρκου προέδρου ότι τα υψηλότερα επιτόκια μπορεί να φέρουν πληθωρισμό. Είναι η τρίτη αιφνιδιαστική αντικατάσταση κεντρικού τραπεζίτη μέσα σε δύο χρόνια, καθώς ο Αγκμπάλ είχε διαδεχθεί τον Μουράτ Ουισάλ τον Νοέμβριο του 2020, ο οποίος με τη σειρά του είχε αντικαταστήσει τον Μουράτ Τσετίνκαγια τον Ιούλιο του 2019.

Πέρα από τις οικονομικές αποφάσεις, η απόλυση του κεντρικού τραπεζίτη κατά τη βούληση του «Σουλτάνου» είναι ένας από τους βασικούς λόγους ανησυχίας των ξένων επενδυτών, οι οποίοι βλέπουν ότι οι νομισματικές αρχές δεν είναι ανεξάρτητες.

Μια άλλη πτυχή του αυταρχικού συγκεντρωτισμού είναι τα μεγάλα έργα που προώθησε ο Ερντογάν τα προηγούμενα χρόνια, με τα οποία στήριξε έναν κύκλο εργολάβων και άλλων επιχειρηματιών, οι οποίοι εξασφάλισαν τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης, των τραπεζών και άλλων στρατηγικών τομέων της οικονομίας.

Δεδομένου ότι ο Τούρκος πρόεδρος απορρίπτει την αύξηση των επιτοκίων, το άλλο διαθέσιμο όπλο του είναι η επιβολή capital controls, με απαγόρευση εξαγωγής συναλλάγματος, τα οποία όμως θα έχουν σοβαρές παρενέργειες και τεράστιο πολιτικό κόστος, καθώς πολλοί Τούρκοι έχουν καταθέσεις σε συνάλλαγμα, αλλά και αμφίβολη αποτελεσματικότητα.

Επιπτώσεις

Στην πραγματικότητα, οι Αρχές είχαν δυσκολέψει πολύ τις κινήσεις κεφαλαίων επιβάλλοντας γραφειοκρατικά εμπόδια σε κάθε τέτοια συναλλαγή, όπως μεγάλη χρονική καθυστέρηση, δυσχέρειες στη χορήγηση αδειών κ.λπ. Εκτός συζήτησης είναι βέβαια η προσφυγή στο ΔΝΤ, κάτι που θα αποτελούσε πολιτική αυτοκτονία για τον Ερντογάν, αν και είναι κάτι που πολλοί ξένοι παρατηρητές αλλά και εκπρόσωποι ξένων οίκων θεωρούν μια καλή διέξοδο όχι μόνο για την οικονομία της χώρας, αλλά και επειδή η παρουσία του Ταμείου και οι όροι που θα έθετε θα έβαζαν τέλος στον απόλυτο έλεγχο που έχει σήμερα ο πρόεδρος στην οικονομία και τον επιχειρηματικό στίβο.

Η κατάσταση στη γείτονα επηρεάζει και τις ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εκεί, όπως η τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν, η εταιρεία συστημάτων ανελκυστήρων Kleemann, τα Πλαστικά Κρήτης, η Fourlis με την εμπορική αλυσίδα Intersport, η βιομηχανία τροφίμων Chipita, καθώς και ο βιομηχανικός όμιλος Ελληνικοί Λευκόλιθοι.

Υπό κανονικές συνθήκες, η υποτίμηση της λίρας ευνοεί τις εξαγωγικές επιχειρήσεις καθώς και τον τουρκικό τουρισμό, ο οποίος λειτουργεί ανταγωνιστικά στον ελληνικό, αλλά οι επιπτώσεις είναι πολύ λιγότερες λόγω της πανδημίας, η οποία έτσι κι αλλιώς έχει καθηλώσει την τουριστική κίνηση.

Διαβάστε ακόμη:

Η Pharmathen στο κλαρί, οι… και μπετάδες της Νιγηρίας, ο ευγενής Πατρίκ και η επένδυση στο Γιαλισκάρι

ΕΝΦΙΑ και Φόρος Εισοδήματος σε 8 δόσεις και φέτος

Ομοβροντία μέτρων στήριξης, επανεκκίνησης και ανάκαμψης για την οικονομία