Ο θρασύς μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης που έφερε επανάσταση στην ιταλική τηλεόραση με ιδιωτικά κανάλια τα οποία χρησιμοποίησε για να γίνει ο πιο πολυδιάστατος και διωκόμενος πρωθυπουργός της χώρας κατά τη διάρκεια πολλαπλών θητειών στην εξουσία και ενός συχνά σκανδαλώδους τέταρτου αιώνα πολιτικής και πολιτιστικής επιρροής, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, πέθανε τη Δευτέρα 12 Ιουνίου. Ήταν 86 ετών.

Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας απεβίωσε στο νοσοκομείο San Raffaele του Μιλάνου όπου νοσηλευόταν με χρόνια λευχαιμία και πνευμονική λοίμωξη. Ο ιδρυτής της Forza Italia είχε νοσηλευτεί πολλές άλλες φορές τα τελευταία χρόνια.

Ο Μπερλουσκόνι γεννήθηκε στο Μιλάνο και ήταν γιος διευθυντή τραπέζης. Σπούδασε νομικά και το 1962 ίδρυσε την πρώτη του κατασκευαστική εταιρεία «Εντιλνόρντ» επωφελούμενος από την ραγδαία οικοδομική έξαρση του Μιλάνου.

Στη 10ετία του ’70 έκανε τις πρώτες του επενδύσεις στα ΜΜΕ εκμεταλλευόμενος την απελευθέρωση της τηλεοπτικής αγοράς. Μέσα σε 15 χρόνια (1986) έφθασε να του ανήκει το 80% της ιταλικής ιδιωτικής τηλεόρασης, ενώ το ίδιο έτος έγινε ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας Μίλαν.

Στη συνέχεια ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι απέκτησε τον μεγαλύτερο εκδοτικό ιταλικό οίκο το γνωστό «Μονταντόρι» και μια από τις κορυφαίες ιταλικές εφημερίδες την «Ιλ Τζιορνάλε», ενώ ακόμη άλλες 150 περίπου εταιρείες περιέχονται κάτω από τον έλεγχο της «Fininvest», της μητρικής εταιρείας του οικονομικού κολοσσού του.

Για τους Ιταλούς, ο κ. Μπερλουσκόνι ήταν ένας συνεχής ψυχαγωγός – τόσο κωμικός όσο και τραγικός, με πολλές άκομψες στιγμές – μέχρι που τον αποδοκίμασαν από τη σκηνή. Αλλά αυτός συνέχισε να επιστρέφει. Για τους οικονομολόγους, ήταν ο άνθρωπος που βοήθησε να οδηγηθεί η ιταλική οικονομία σε… τέλμα. Για τους πολιτικούς επιστήμονες, αντιπροσώπευε ένα νέο τολμηρό πείραμα σχετικά με την επίδραση της τηλεόρασης στους ψηφοφόρους. Και για τους δημοσιογράφους των σκανδαλοθηρικών εφημερίδων… ήταν μια απολαυστική πηγή σκανδάλων, αστοχιών, χυδαίων προσβολών και σεξουαλικών περιπετειών.

Ταλαντούχος ρήτορας και σόουμαν που τραγουδούσε σε κρουαζιερόπλοια όταν ήταν νέος, ο Μπερλουσκόνι εξελέγη για πρώτη φορά πρωθυπουργός το 1994, μετά τα σκάνδαλα «δωροδοκίας», τα οποία είχαν διαλύσει τη μεταπολεμική δομή εξουσίας της Ιταλίας. Ανακοίνωσε ως γνωστόν ότι θα «έμπαινε στο πεδίο» της πολιτικής για να υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις με επιχειρηματικό πνεύμα, μια κίνηση που οι υποστηρικτές του χαρακτήρισαν ως ανιδιοτελή θυσία για τη χώρα, αλλά που οι επικριτές του θεώρησαν κυνική προσπάθεια να προστατεύσει τα οικονομικά του συμφέροντα και να εξασφαλίσει ασυλία από διώξεις που σχετίζονται με τις επιχειρηματικές του υποθέσεις.

Αυτή η πρώτη του θητεία κατέρρευσε γρήγορα, αλλά οι ψηφοφόροι, πολλοί από τους οποίους πείστηκαν από την τηλεοπτική υπογραφή του «Συμβολαίου με τους Ιταλούς», επέλεξαν με συντριπτική πλειοψηφία, τον πλουσιότερο άνθρωπο της Ιταλίας, να ηγηθεί της χώρας ξανά το 2001, αυτή τη φορά ως επικεφαλής της μεγαλύτερης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της Ιταλίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αυτός ο κεντροδεξιός κυβερνητικός συνασπισμός διήρκεσε περισσότερο από κάθε άλλη ιταλική κυβέρνηση μετά τον πόλεμο. Το 2005, έγινε και πάλι πρωθυπουργός μετά από έναν κυβερνητικό ανασχηματισμό και στη συνέχεια χρησιμοποίησε την εξουσία του για να ανατρέψει τον εκλογικό νόμο, ώστε να έχει περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει τις επόμενες γενικές εκλογές. Έχασε οριακά αυτή την προσπάθεια, το 2006, αλλά παρέμεινε στο επίκεντρο και επέστρεψε στην εξουσία σε πρόωρες εκλογές το 2008.

Η νίκη του αποθάρρυνε μια ολόκληρη γενιά της αριστεράς. Οι αντίπαλοι είχαν εμμονή μαζί του και ήταν εξαγριωμένοι μετά από μια σειρά από διεθνή λάθη, αποτυχίες στην υλοποίηση υποσχέσεων και την κατάρρευση της ιταλικής οικονομίας.

Οι φιλελεύθεροι πολιτικοί και οι εισαγγελείς παρακολουθούσαν με αποτροπιασμό καθώς χρησιμοποιούσε εφέσεις και παραγραφές για να αποφύγει την τιμωρία παρά την καταδίκη του για ψευδή λογιστικά στοιχεία, δωροδοκία δικαστών και παράνομη χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων.

Οι κυβερνήσεις του αφιέρωσαν υπερβολικά πολύ χρόνο σε νόμους που έμοιαζαν κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα του για να τον προστατεύσουν από δίκες για διαφθορά επί δεκαετίες, ένας στόχος που, όπως παραδέχτηκαν ορισμένοι από τους στενότερους συμβούλους του, ήταν ο λόγος για τον οποίο είχε μπει στην πολιτική.

Ένας νόμος ανέτρεψε μια δικαστική απόφαση που θα απαιτούσε από τον κ. Μπερλουσκόνι να παραδώσει ένα από τα τηλεοπτικά του δίκτυα- άλλοι υποβάθμισαν το έγκλημα της ψευδούς λογιστικής και μείωσαν την παραγραφή κατά το ήμισυ, συντομεύοντας ουσιαστικά αρκετές δίκες που αφορούσαν στις επιχειρήσεις του. Απολάμβανε κοινοβουλευτική ασυλία, αλλά το 2003 η κυβέρνησή του προχώρησε παραπέρα, ψηφίζοντας νόμο που του παρείχε ασυλία από την ποινική δίωξη όσο παρέμενε στην εξουσία – στην πραγματικότητα αναστέλλοντας τις δίκες του για διαφθορά.

Ορισμένοι από αυτούς τους νόμους κρίθηκαν τελικά αντισυνταγματικοί και το 2009 το ανώτατο δικαστήριο της χώρας ακύρωσε τον νόμο περί ασυλίας.

Η ζημιά από αυτές τις κατηγορίες διαφθοράς επιδεινώθηκε στη συνέχεια από τις κατηγορίες ότι πλήρωσε για σεξ με ένα ανήλικο κορίτσι με το παρατσούκλι Ruby Heart-Stealer. Αργότερα αθωώθηκε, αλλά η ιστορία αυτή αποτέλεσε «τροφή» για τα παγκόσμια ταμπλόιντ. Το ίδιο και οι αναφορές ότι διοργάνωνε «bunga bunga» σεξ-πάρτι με γυναίκες που φέρεται να έβρισκε ένας παρουσιαστής ειδήσεων σε ένα από τα κανάλια του και μια πρώην οδοντιατρική υγιεινολόγος και showgirl που έγινε περιφερειακή σύμβουλος του Μιλάνου. Ο κ. Μπερλουσκόνι υποστήριξε ότι επρόκειτο απλώς για εκλεκτά δείπνα.

Τα σκάνδαλα προκάλεσαν μεγάλης κλίμακας διαμαρτυρίες από τις γυναίκες. Ακόμα και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, μια δύναμη με επιρροή στην ιταλική πολιτική, η οποία συχνά έδειχνε να αδιαφορεί σε ότι αφορούσε τον κ. Μπερλουσκόνι, έδειξε να μην έχει άλλα όρια.

Αλλά αυτό που πραγματικά απομάκρυνε τον κ. Μπερλουσκόνι από την εξουσία δεν ήταν μια ξαφνική ηθική αφύπνιση της Ιταλίας ή ένα κύμα δυσανεξίας απέναντι στις αντισυμβατικές του συνήθειες, αλλά το αδιανόητο γεγονός της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους και η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των ευρωπαίων ηγετών και των ομολογιούχων ότι θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα στην έξοδο από αυτήν.

Όταν τελικά παραιτήθηκε, το 2011, εν μέσω ενός διασπασμένου συντηρητικού συνασπισμού και μιας γενικής εθνικής κακοδαιμονίας, φαινόταν ότι είχε γίνει μεγάλη ζημιά. Πολλοί αναλυτές τον θεώρησαν υπεύθυνο για τη ζημιά στη φήμη και την οικονομική υγεία της Ιταλίας και θεώρησαν ότι η θητεία του στην εξουσία ήταν μια χαμένη δεκαετία από την οποία η χώρα πασχίζει να ανακάμψει έκτοτε.

Ο Μπερλουσκόνι ήταν κάτι πολύ περισσότερο από τη θητεία του, τις πολιτικές που εισήγαγε ή τους συμμάχους που υποστήριξε.

Η συχνά εξωφρενική, στρεβλωτική και προσωπικά εντυπωσιακή προσέγγισή του στη δημόσια ζωή, η οποία έγινε γνωστή ως «μπερλουσκονισμός», τον κατέστησε τον πιο επιδραστικό Ιταλό πολιτικό μετά τον Μουσολίνι. Μεταμόρφωσε τη χώρα και προσέφερε ένα διαφορετικό πρότυπο ηγέτη.

Ήταν κύριος μέτοχος και ιδρυτής της Ιταλικής εταιρείας ΜΜΕ Mediaset και διατέλεσε από το 1986 έως το 2017, ιδιοκτήτης της Ιταλικής ποδοσφαιρικής ομάδας ΑΚ Μίλαν. Το περιοδικό Forbes τον κατέταξε ως τον 190ο πλουσιότερο άνθρωπο στον πλανήτη, με καθαρή περιουσία 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ.

Άκρως επεισοδιακή υπήρξε και η προσωπική του ζωή. Παντρεύτηκε δύο φορές, τη μία το 1965 την Κάρλα Λουτσία Νταλ Όλιο ένας γάμος που κράτησε μέχρι και το 1985 και την δεύτερη το 1990 με την Βερόνικα Λάριο με την οποία χώρισαν το 2014.

Ο Μπερλουσκόνι έχει πέντε παιδιά την Marina, την Barbara, τον Pier Silvio, την Eleonora και τον Luigi στα οποία αφήνει την αυτοκρατορία των media και των επιχειρήσεών του που αποτιμήθηκε το 2023 από το Forbes σε πάνω από 7 δισεκατομμύρια ευρώ.

Διαβάστε ακόμη

Θανάσης Κονιστής (Kosmocar): Το πράσινο πρόγραμμα της Αστυπάλαιας επεκτείνεται (pics)

Η ΚΕΚΡΟΨ και το story ενός αιώνα πίσω από την πρώτη «Κηπούπολη» του Ψυχικού

Πλειστηριασμοί: «Καυτή» εβδομάδα για μεγάλα και «επώνυμα» ακίνητα (pics)

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ