Ο νέος κύκλος περιδίνησης στον οποίο μπήκε η τουρκική οικονομία φέρνει στο φως και πάλι την αχίλλειο πτέρνα του Ερντογάν που είναι η τουρκική λίρα.

Μετά την αιφνίδια αντικατάσταση του κεντρικού τραπεζίτη -για τρίτη φορά μέσα σε δύο χρόνια- και την συναλλαγματική κρίση που ξέσπασε, οι αγορές άρχισαν πάλι την αντίστροφη μέτρηση για το πόσο θα αντέξει η τουρκική οικονομία.

Το πρόβλημα του “Σουλτάνου” αυτή τη φορά είναι άοπλο καθώς τα συναλλαγματικά διαθέσιμα είναι στο ναδίρ και δεν μπορεί πλέον να εφαρμόσει τις τακτικές του 2020, όταν ξόδευε περίπου 6 δισ. δολάρια το μήνα για να στηρίξει την τουρκική λίρα η οποία κατέρρεε.

Ο Νασί Αγκπάλ, ο κεντρικός τραπεζίτης που έφυγε “νύχτα” την περασμένη Παρασκευή ήταν το αγαπημένο παιδί των ξένων αγορών, καθώς επί των ημερών του αυξήθηκαν τα επιτόκια, σταμάτησε η κατρακύλα της λίρας. Ο Αγκμπάλ είχε αναλάβει τον περασμένο Νοέμβριο και ακολούθησε πολιτική αύξησης των επιτοκίων για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό και να συγκρατήσει τη λίρα. Η τελευταία από την κατάρρευση του 2020, πέρασε σε άνοδο έναντι του δολαρίου το 2021, καθώς τα επιτόκια αυξήθηκαν τρεις φορές επί Αγκμπάλ. Η τελευταία αύξηση, την περασμένη Πέμπτη κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες τα έφερε στο 19% και αυτή ήταν η αιτία της απόλυσής του από τον Ερντογάν.

Ο νέος κεντρικός τραπεζίτης, Σαχάπ Καβσίογλου έχει δηλώσει ότι είναι κατά της αύξησης των επιτοκίων, ενώ ασπάζεται την αντιεπιστημονική θέση ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων μπορεί να προκαλέσουν εμμέσως αύξηση του πληθωρισμού -άποψη που έχει και ο Ταγίπ Ερντογάν.

Είναι η τρίτη φορά που ο κεντρικός τραπεζίτης αντικαθίσταται, καθώς ο Μουράτ Τσετίνκαγια είχε απολυθεί τον Ιούλιο του 2019 και ο Μαυράτ Ουσάλ το Νοέμβριο του 2020.

Το πρόβλημα είναι ότι εάν δεν αυξάνονται τα επιτόκια, η λίρα θα συνεχίσει να πέφτει ενώ ο πληθωρισμός που έχει ξεπεράσει το 15% θα ανεβαίνει.

Χωρίς αύξηση επιτοκίων, ο άλλος τρόπος να επιχειρηθεί η συγκράτηση της λίρας είναι να παρεμβαίνει η κεντρική τράπεζα ξοδεύοντας δολάρια για να αγοράζει λίρες, προκειμένου να δημιουργείται ζήτηση για το εθνικό νόμισμα και να ενισχύεται η ισοτιμία του.

Η τακτική αυτή εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια και “έκαψε” περί τα 130 δισ. δολάρια συναλλαγματικών αποθεμάτων. Από το Νοέμβριο που άρχισαν οι αυξήσεις επιτοκίων, τα διαθέσιμα αυξήθηκαν κατά περίπου 10 δισ δολάρια, αλλά παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Οι επίσημοι αριθμοί αναφέρονται σε διαθέσιμα 91,6 δισ. δολάρια, αλλά τ 17 δισ δολ. είναι swap με το Κατάρ και την Κίνα, και τα 38,9 δισ. δολ είναι σε χρυσό. Επομένως, τα καθαρά αποθέματα δεν ξεπερνούν τα 39 δισ. δολάρια.

Άλλες εκτιμήσεις ξένων τραπεζών κάνουν λόγο για ακόμα χαμηλότερα αποθέματα της τάξης των 15 δισ. δολαρίων.

Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι με τέτοια διαθέσιμα η κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να στηρίξει την ισοτιμία πέρα από κάποιους μήνες, εάν ληφθεί υπ΄όψιν ότι το 2020 ξόδευε περί τα 6 δισ. δολάρια το μήνα για να στηρίζει το νόμισμα.

Ο άλλος δρόμος που ανοίγεται πλέον είναι η επιβολή capital control ,κάτι που όμως θα αποτελέσει “κόλαφο” για τον Ερντογάν και την κυβέρνησή του.

Όλα αυτά συνθέτουν ένα κλοιό για την τουρκική οικονομία, η οποία είναι ιδιαίτερα ευάλωτη καθώς το βραχυπρόθεσμο χρέος σε συνάλλαγμα που ωριμάζει τους επόμενους 12 μήνες έχει φτάσει στα 140 δισ δολάρια, περίπου το 25% του ΑΕΠ.

Διαβάστε ακόμα:

«Βόμβα» χρεών με λανθασμένα κουρέματα στις υπεκμισθώσεις ακινήτων

Lockdown: Επιχείρηση χαλάρωσης ως το Πάσχα – Τα σενάρια για λιανεμπόριο, σχολεία

Εξοικονομώ – Αυτονομώ: Τι προβλέπει ο νέος κύκλος για σπίτια και επιχειρήσεις