Η διαΝΕΟσις, παρουσιάζει την έρευνα, με τίτλο «Νεανική ανεργία και απασχόληση στην Ελλάδα: Μια ποσοτική προσέγγιση» , η οποία εστιάζει περισσότερο στα περιγραφικά χαρακτηριστικά των νέων και στην εργασιακή κατάστασή τους σε διάφορες φάσεις της κρίσης την προηγούμενη δεκαετία. Επίσης, οι ερευνητές αντλούν επιπλέον δεδομένα για τις χρονιές 2004 έως 2019 από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, μια δειγματοληπτική έρευνα που πραγματοποιείται τέσσερις φορές τον χρόνο και καλύπτει το σύνολο του πληθυσμού της χώρας.

Οι εργαζόμενοι νέοι

Διαχρονικά, οι άνδρες εργάζονται σε μεγαλύτερο ποσοστό από τις γυναίκες. Ωστόσο, συγκεκριμένα στους νέους 15-29 ετών για το διάστημα στο οποίο εστιάζει η μελέτη, η διαφορά αυτή από τις 10 ποσοστιαίες μονάδες που ήταν το 2004 μειώνεται σταθερά, για να φτάσει στο τέλος του 2017 να έχει περιοριστεί περίπου στο μισό. Εκεί, μέχρι το 2019, σταθεροποιείται. Ωστόσο το ποσοστό συμμετοχής των νέων συνολικά στην αγορά εργασίας, και για τα δύο φύλα, μειώνεται ειδικά μετά το 2008. Οι ερευνητές αποδίδουν τη μείωση εν μέρει στην κρίση: “Μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι η οικονομική κρίση διαδραματίζει κάποιον ρόλο“, γράφουνείτε ενθαρρύνοντας τους νέους να παρατείνουν την παραμονή τους στην εκπαίδευση, είτε αναγκάζοντάς τους να μεταναστεύσουν (…), είτε αποθαρρύνοντάς τους και απομακρύνοντάς τους ολότελα από την αγορά εργασίας”.

Ωστόσο, οι περισσότεροι -ειδικά οι πιο νέοι- απέχουν από την αγορά εργασίας επειδή σπουδάζουν. Η πλειοψηφία των νέων ηλικίας 15-24 ετών βρίσκεται εκτός εργασίας επειδή συμμετέχει στην εκπαίδευση. Μάλιστα, αυτό το ποσοστό φαίνεται να αυξάνει με τον χρόνο, πολύ περισσότερο για κάποιες συγκεκριμένες υποκατηγορίες, όπως οι γυναίκες 15-24 ετών.

Τέλος, οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι γι’ αυτό το διάστημα υπάρχει η τάση οι νέοι να παραμένουν, από χρόνο σε χρόνο, στάσιμοι. Εκείνοι που εργάζονται τείνουν να εξακολουθούν να εργάζονται και τον επόμενο χρόνο, εκείνοι που είναι στην εκπαίδευση τείνουν να συνεχίζουν τις σπουδές τους και εκείνοι που είναι άνεργοι τείνουν να παραμένουν “παγιδευμένοι” στην ανεργία.

Πώς δουλεύουν, όμως, όσοι δουλεύουν; Η μερική απασχόληση είναι σχετικά αυξημένη στις νεότερες ηλικίες, ωστόσο οι περισσότεροι νέοι εξακολουθούν να δουλεύουν full-time. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζόμενων νέων -περισσότεροι από 8 στους 10- εργάζονται με πλήρη απασχόληση. Βεβαίως, το ποσοστό εκείνων που εργάζονται με μερική απασχόληση, από το 2008 μέχρι το 2019 έχει υπερδιπλασιαστεί (από 8,4% σε 18,7%).

Πού δουλεύουν όμως οι εργαζόμενοι νέοι εκείνη την περίοδο; Ο τουρισμός φαίνεται να κυριαρχεί ως κλάδος για τις δύο ομάδες “πιο νέων” νέων (15-19 ετών και 20-24 ετών), ενώ οι “πιο μεγάλοι” νέοι 25-29 ετών απασχολούνται περισσότερο στο εμπόριο. Ωστόσο, σε όλες τις κατηγορίες των νέων ο τουρισμός αυξάνει σημαντικά το μερίδιό του από το 2008 μέχρι το 2019, κάτι που έρχεται σε συμφωνία με τη μεγάλη ανάπτυξη που γνώρισε ο κλάδος, ειδικά μετά τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Το πιο συχνό επάγγελμα των νέων είναι υπάλληλοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές.

Οι άνεργοι νέοι

Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά των νέων που ούτε είναι στην εκπαίδευση ούτε εργάζονται; Όπως είδαμε παραπάνω, οι νέες γυναίκες αντιμετωπίζουν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας από τους άνδρες. Παρά τη συρρίκνωση της διαφοράς αυτής από το 2004 μέχρι το 2010, η “ψαλίδα” ανοίγει και πάλι μετά το 2014. Ωστόσο, ανεξάρτητα από το φύλο, όσο αυξάνει η ηλικία των νέων (από τα 15 στα 20 και από εκεί στα 29) το ποσοστό της ανεργίας τους μειώνεται.

Αντίστοιχο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ποσοστά ανεργίας ανά επίπεδο εκπαίδευσης. Την περίοδο της μεγάλης κρίσης, όσο η ανεργία αυξάνεται, οι πιο σπουδασμένοι νέοι δυσκολεύονται σχεδόν το ίδιο με τους λιγότερο σπουδασμένους να βρουν δουλειά: τα ποσοστά ανεργίας όλων των κατηγοριών σχεδόν συγκλίνουν. Αντίστροφα, στις περιόδους που η ανεργία μειώνεται η διαφορά αυξάνει: Εκείνοι με την περισσότερη εκπαίδευση εργάζονται σε μεγαλύτερο ποσοστό. Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι ο χρόνος αναζήτησης εργασίας των άνεργων νέων ακόμα και μετά την ανάκαμψη της απασχόλησης αυξάνεται. Η κατάσταση του 2019 μοιάζει αρκετά με εκείνη του 2013: Μόνο 1 στους 10 νέους έβρισκε δουλειά μέσα σε έως δύο μήνες, πιθανόν βέβαια για διαφορετικούς λόγους.

Οι σημαντικοί παράγοντες

Τέλος, οι συγγραφείς προσπάθησαν να προσεγγίσουν ποσοτικά, με ένα οικονομετρικό υπόδειγμα, τους παράγοντες εκείνους που “προβλέπουν” καλύτερα την ανεργία ή την απασχόληση ενός νέου την περίοδο 2004 -2019. Μετά και από αυτή την πιο τεχνική ανάλυση, καταλήγουν σε έξι ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, που παραμένουν και σήμερα επίκαιρες.

Ασφαλώς διαπιστώνουν τη μεγάλη σημασία της εκπαίδευσης που, σημειώνουν, “λειτουργεί σαν ασπίδα στην ανεργία των νέων”. Έπειτα γράφουν για τη σημασία του φύλου: “Ο ρόλος της γυναίκας στην ελληνική οικογένεια και κοινωνία είναι άμεσα συνδεδεμένος με την ένταξή της στο εργατικό δυναμικό και την πιθανότητα ανεργίας (…). Πολιτικές καταπολέμησης διακρίσεων φύλου, καθώς και η ένταξη στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της επιμόρφωσης των παιδιών σε θέματα ισότητας των φύλων είναι κρίσιμης σημασίας”.

Για την απασχόληση στον δημόσιο τομέα σημειώνουν ότι “δεν μπορεί πια να αποτελεί λύση στην καταπολέμηση της ανεργίας των νέων”. Αναδεικνύουν επίσης τη σημασία της γεωγραφίας στην ανεργία των νέων: “Από τις δεκατρείς περιφέρειες της Ελλάδας, οι οκτώ καταγράφουν δυσμενέστερες πιθανότητες ανεργίας και για τα δύο φύλα“. Για τον ρόλο του κλάδου του τουρισμού γράφουν ότι “μια άλλη όψη της σημασίας του στην οικονομική ζωή της χώρας είναι ότι αποτελεί τον βασικό εργοδότη των νέων διευκολύνοντας την είσοδό τους στην αγορά εργασίας”. Τέλος, σημειώνουν ότι “η επίδραση της πανδημίας στους βασικούς κλάδους απασχόλησης των νέων μπορεί να διατηρηθεί και μετά την υγειονομική κρίση ενδεχομένως αλλάζοντας πιο μόνιμα τις συμπεριφορές” συμπληρώνοντας την παρατήρηση αυτή με το παράδειγμα της εκτίναξης του ηλεκτρονικού εμπορίου που ίσως μειώσει τις, διαδεδομένες μεταξύ των νέων, θέσεις εργασίας πωλητών.

Οι νέοι και οι γονείς τους

Το δεύτερο κείμενο πολιτικής το οποίο παρουσιάζει η διαΝΕΟσις, με τίτλο “Νέοι, ανεργία και διαγενεακή μεταβίβαση απόψεων” επιχειρεί να επεκτείνει την ανάλυση σε πιο “υποκειμενικά” χαρακτηριστικά των νέων, όπως είναι οι πεποιθήσεις και οι αντιλήψεις των ίδιων, αλλά και των γονιών τους (ή των ανθρώπων που οι ίδιοι νέοι έκριναν ότι άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή πάνω τους). Προσπαθεί, δηλαδή, να απαντήσει ερωτήσεις όπως: Συνδέεται το αν ένας νέος είναι εργαζόμενος ή όχι με τις απόψεις του για τις ανισότητες; Συμφωνούν οι άνεργοι ή οι εργαζόμενοι νέοι με τις απόψεις των γονιών τους για την αξιοκρατία στη δουλειά;

Τα δεδομένα που χρησιμοποίησαν οι ερευνητές προέρχονται από δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ερευνητικού έργου CUPESSE, με αντικείμενο τους νέους ενήλικες, την οικονομική κατάστασή τους, τις αξίες και τις συμπεριφορές τους. Πρόκειται για ένα ερωτηματολόγιο το οποίο χρησιμοποιήθηκε την ίδια περίοδο για έρευνες σε 11 χώρες. Η διαΝΕΟσις ήταν ο φορέας που ανέλαβε τη χρηματοδότηση του ελληνικού σκέλους του έργου.

Η δημοσκόπηση, που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα από την MRB σε 1.538 νέους και σε περίπου 500 γονείς τους το φθινόπωρο του 2016, σχολιάστηκε και εκείνη την περίοδο στον δημόσιο διάλογο. Η ανάλυση που δημοσιεύεται τώρα επιχειρεί να εισδύσει πιο βαθιά στην ουσία της έρευνας και να αποκαλύψει συσχετίσεις ή διαφοροποιήσεις μεταξύ των άνεργων και των εργαζόμενων νέων, αλλά και μεταξύ των νέων και των γονιών τους. Ταυτόχρονα, επιχειρεί και μια σύγκριση με τα αποτελέσματα στις υπόλοιπες 9 ευρωπαϊκές χώρες όπου έγινε η ίδια έρευνα (Αυστρία, Γερμανία, Δανία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Ιταλία, Ουγγαρία, Τσεχία).

Πριν διαβάσει κάποιος μερικά ενδεικτικά αποτελέσματα και συμπεράσματα της έρευνας έχει νόημα να θυμηθεί την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η χώρα στα τέλη του 2016, όταν έγινε η δημοσκόπηση. Από τη μία πλευρά είχε παρέλθει η πιο σκοτεινή στιγμή της ύφεσης το 2011-12, καθώς και το δράμα και η αβεβαιότητα του καλοκαιριού του 2015. Ωστόσο, η χώρα βρισκόταν ακόμη σε καθεστώς μνημονίου (του τρίτου) και δημοσιονομικής συγκράτησης, ενώ η ανεργία των νέων παρέμενε σε υψηλά επίπεδα. Σε αυτό το ευρύτερο περιβάλλον οι Έλληνες νέοι και οι γονείς τους κλήθηκαν να απαντήσουν ερωτήσεις για τις εισοδηματικές ανισότητες, για την κοινωνική δικαιοσύνη, για τη σημασία της εργασίας, για το κοινωνικό κράτος, για τον ρόλο των φύλων στην οικογένεια, και για κάποια βασικά χαρακτηριστικά της απασχόλησης.

Μετά την ανάλυση δεκάδων ερωτήσεων, και αφού “απομόνωσαν”, με στατιστικές μεθόδους, τα αποτελέσματά τους από άλλες πιθανές επιρροές (φύλο, εκπαίδευση, κ.ά.), οι ερευνητές κατέληξαν σε τρεις βασικές κατηγορίες συμπερασμάτων, που η καθεμία αφορά διαφορετική κατηγορία ερωτήσεων.

1. Οι Έλληνες νέοι φαίνεται να συμφωνούν αρκετά με τους γονείς τους (είτε δηλαδή επηρεάστηκαν από αυτούς, είτε πιθανόν τους επηρέασαν) σε τρία βασικά κοινωνικά ζητήματα που σχετίζονται επίσης με την εργασία. Οι άνεργοι νέοι ήταν πιο πιθανό να ταυτίζονται με τους γονείς τους στην άποψή τους για την κρατική παρέμβαση απέναντι στις ανισότητες εισοδήματος. Είναι δηλαδή πιο πιθανό να δηλώνουν παρόμοια με τους γονείς τους, ότι συμφωνούν ή διαφωνούν με την άποψη ότι “η κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει μέτρα ώστε να μειώσει τις εισοδηματικές ανισότητες”. Αντίστοιχα, όλοι οι νέοι (αλλά οι άνεργοι πολύ περισσότερο) ήταν πιο πιθανό να ταυτίζονται με τους γονείς τους στην άποψη ότι “για να είναι μια κοινωνία δίκαιη, οι διαφορές στο επίπεδο διαβίωσης θα πρέπει να είναι μικρές”. Οι γονείς που συμφωνούσαν με αυτή την άποψη είχαν παιδιά που επίσης συμφωνούσαν -και το αντίθετο. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι νέοι ήταν πιο πιθανό να ταυτίζονται με τους γονείς τους στην άποψή τους για την αξιοκρατία, δηλαδή να συμφωνούν ή να διαφωνούν με την άποψη ότι “αυτοί που έχουν καταβάλλει μεγαλύτερη προσπάθεια και έχουν περισσότερα ταλέντα θα πρέπει να αμείβονται περισσότερο”. Αντίθετα, και στις τρεις περιπτώσεις, το αν ο νέος που απαντάει είναι άνεργος ή όχι, δεν φαίνεται να παίζει κάποιο ρόλο στην απάντηση που δίνει. Δηλαδή δεν μπορεί να συμπεράνει κάποιος π.χ. ότι οι άνεργοι νέοι ζητούν περισσότερα μέτρα για τις ανισότητες ή ότι οι εργαζόμενοι νέοι πιστεύουν περισσότερο στην αξιοκρατία.

2. Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι η ανεργία ή όχι των Ελλήνων νέων δεν παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο ούτε στο αν συμφωνούν ή αν διαφωνούν με πέντε ακόμη (από τις επτά της συγκεκριμένης ενότητας) ευρύτερες απόψεις για την απασχόληση. Ποιες είναι αυτές; “Είναι εξευτελιστικό να λαμβάνεις χρήματα χωρίς να εργάζεσαι”, “Αν οι παροχές κοινωνικής προστασίας είναι υψηλές, δεν υπάρχει κίνητρο να ψάξεις για δουλειά”, “Η εργασία είναι καθήκον απέναντι στην κοινωνία”, “Η εργασία πρέπει να έρχεται πάντα πρώτη, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει λιγότερο ελεύθερο χρόνο”, και “Η δουλειά του άνδρα είναι να κερδίζει χρήματα ενώ η δουλειά της γυναίκας είναι να προσέχει το σπίτι και την οικογένεια”. Η συμφωνία ή η διαφωνία των νέων εκείνης της περιόδου με τις παραπάνω απόψεις δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα από το αν αυτοί είναι άνεργοι ή όχι, κάτι που σε γενικές γραμμές οι ερευνητές παρατηρούν και για τις υπόλοιπες 9 ευρωπαϊκές χώρες, με κάποιες εξαιρέσεις. Αντίθετα, σε 8 από τις 9 χώρες οι εργαζόμενοι νέοι τείνουν να συμφωνούν με τους γονείς τους και στις επτά ερωτήσεις που μελετήθηκαν και φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Όμως, δεν ισχύει το ίδιο για τους άνεργους νέους. Σε αυτό η Ελλάδα διαφοροποιείται ελαφρώς, καθώς οι Έλληνες άνεργοι νέοι τείνουν να ταυτίζονται περισσότερο με τους γονείς τους στο αν συμφωνούν ή διαφωνούν με τις απόψεις ότι “Για να αναπτύξεις τα ταλέντα σου πρέπει να έχεις μια δουλειά”, “Όλοι πρέπει να έχουν δικαίωμα σε ένα ελάχιστο εισόδημα ακόμα κι αν δεν εργάζονται” και “Η δουλειά του άνδρα είναι να κερδίζει χρήματα και της γυναίκας να προσέχει το σπίτι”.
3. Αντίστοιχα ήταν και τα αποτελέσματα όταν οι ερευνητές μελέτησαν ένα τρίτο σετ δέκα απόψεων για δέκα διαφορετικά χαρακτηριστικά της απασχόλησης, για την ασφάλεια, για την αμοιβή, για την αυτονομία, τη δημιουργικότητα, την κοινωνικοποίηση, κοκ. Και εκεί επιβεβαιώνεται στις περισσότερες περιπτώσεις και στις περισσότερες χώρες, μαζί και στην Ελλάδα, ότι το αν ένας νέος είναι άνεργος ή όχι δεν φαίνεται να παίζει ιδιαίτερο ρόλο στις απόψεις του. Αντίθετα, τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα όταν εξετάζεται η επιρροή των γονιών. Ασφαλώς, στις περισσότερες από αυτές τις ερωτήσεις οι περισσότεροι νέοι στις περισσότερες χώρες, το ίδιο και στην Ελλάδα, τείνουν να συμφωνούν με τους γονείς τους. Όμως, σε κάθε χώρα διαφέρει ο βαθμός στον οποίο οι νέοι συμφωνούν με τους γονείς τους. Για παράδειγμα οι νέοι στην Ελβετία τείνουν να συμφωνούν πέντε φορές περισσότερο από τους Δανούς νέους στην άποψή τους για το αν η εργασία πρέπει να μας μαθαίνει καινούργια πράγματα, ενώ στην Ελλάδα δεν φαίνεται να υπάρχει καν στατιστικά σημαντική σχέση.

Συμπεράσματα

Τελικά τι μπορούμε να μάθουμε διαπιστώνοντας τις παραπάνω σχέσεις (και ακόμα περισσότερες που μπορείτε να βρείτε στο κείμενο); Οι συγγραφείς επιχειρούν, στο τέλος της μελέτης, να εξάγουν μερικά συμπεράσματα. Στέκονται αρκετά στο γεγονός ότι σε αρκετές ερωτήσεις η ταύτιση απόψεων των Ελλήνων νέων με τους γονείς τους είναι ασθενέστερη από ό,τι σε άλλες χώρες. Επιπλέον, σε κάθε περίπτωση δεν παρατηρούν κάποιο συγκεκριμένο μοτίβο που να ξεχωρίζει συστηματικά την Ελλάδα από τις υπόλοιπες χώρες. Οι Έλληνες νέοι δεν φαίνεται να έχουν συνολικά περισσότερο τις ίδιες (ή διαφορετικές) απόψεις για την εργασία, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες 9 χώρες της ανάλυσης. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό;

Γράφουν οι συγγραφείς: “Τελικά, η επίδραση της οικογένειας στην Ελλάδα δεν είναι αυτή που θα περίμενε κανείς στο πλαίσιο του μεσογειακού κοινωνικού μοντέλου που επικρατεί στη χώρα μας στο οποίο η οικογένεια έχει δεσπόζουσα θέση, τουλάχιστον στα ζητήματα που εξετάστηκαν στην παρούσα μελέτη. Επιπλέον, το γεγονός πως τα αποτελέσματα αυτά αφορούν μια περίοδο μέσα στην κρίση χρέους της ελληνικής οικονομίας σημαίνει πως μπορεί να σχετίζονται με μια σχετική απαξίωση των απόψεων της προηγούμενης γενιάς, οι απόψεις και οι πράξεις της οποίας συνέβαλαν στην οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουν οι σημερινοί νέοι. Καθώς το δημόσιο χρέος αντιστοιχεί σε δανεισμό πόρων από τις επόμενες γενιές είναι λογικό να περιμένουμε από τη γενιά η οποία καλείται να πληρώσει μέρος του χρέους της γενιάς των γονέων της να αμφισβητεί τις απόψεις τους”.

Τέλος οι συγγραφείς παρατηρούν δύο ακόμα, πολύ ενδιαφέροντα δεδομένα:

  • Οι Έλληνες γονείς φαίνεται να είναι πολύ πιο απόλυτοι στις απόψεις τους από τα παιδιά τους. Απαντούν συνολικά πιο συχνά ότι συμφωνούν απόλυτα ή ότι διαφωνούν απόλυτα με κάποια άποψη.
  • Ταυτόχρονα, οι Έλληνες νέοι του 2016, εν μέσω μιας πολωτικής οικονομικής κρίσης που κάποιες φορές πήρε διεθνείς διαστάσεις, φαίνεται, σε γενικές γραμμές, να συγκλίνουν στις απόψεις τους με τους Ευρωπαίους νέους. Οι συγγραφείς αποδίδουν αυτή τη διαπίστωση στην “ανάπτυξη στενότερων δεσμών μεταξύ τους λόγω της παγκοσμιοποίησης και της εξέλιξης της τεχνολογίας, αλλά και την πραγματοποίηση σπουδών στο εξωτερικό από πολλούς”. Καταλήγουν, συνδυάζοντας τα δύο ευρήματα σε μια παρατήρηση που αξίζει στο μέλλον να διερευνηθεί περισσότερο και καλύτερα:

“Οι Έλληνες νέοι είναι μάλλον περισσότερο μετριοπαθείς από τους γονείς τους, μεγαλωμένοι σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, που αλλάζει, εξελίσσεται και επικοινωνεί ταχύτατα, έχοντας αποκτήσει διαφορετικά ιδανικά και προτεραιότητες που συμβαδίζουν με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της εποχής.”