Με το βλέμμα στραμμένο στον πληθωρισμό που φαίνεται να υποχωρεί το 2023, την ανεργία, την ανταγωνιστικότητα και τα άλλα οικονομικά μεγέθη, οι επιστημονικοί φορείς ξεκινούν να συντάσσουν τις εκθέσεις τους για τον νέο κατώτατο μισθό που θα ισχύσει από την 1η Απριλίου.

Η προεκλογική περίοδος, όπως εικάζουν οι εμπλεκόμενοι φορείς, θα επηρεάσει τη διαδικασία, η οποία αναμένεται να ξεκινήσει αμέσως μετά την ψήφιση της διάταξης που επισπεύδει το χρονοδιάγραμμα ώστε στο τέλος Φεβρουαρίου το πόρισμα να βρίσκεται στο συρτάρι του υπουργού Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη. Το ύψος της αύξησης πρέπει να έχει εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου προκειμένου τα λογιστήρια των επιχειρήσεων να προλάβουν να προσαρμόσουν τα συστήματά τους.

Ο ίδιος ο υπουργός έκανε λόγο για σημαντική και δίκαιη αύξηση που θα ενισχύσει τους χαμηλόμισθους χωρίς να πλήξει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

Το πρώτο βήμα προβλέπει την αποστολή προσκλήσεων από τη συντονιστική επιτροπή προς την Τράπεζα της Ελλάδος, την ΕΛΣΤΑΤ, τη ΔΥΠΑ, το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών  Ερευνών (ΚΕΠΕ) και τον ΟΜΕΔ, καθώς και προς τα ινστιτούτα των εκπροσώπων των εργαζομένων και των εργοδοτών (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ, ΙΝΣΕΤΕ, ΙΟΒΕ) προκειμένου να υποβάλουν τα υπομνήματά τους. Στη συνέχεια θα αποσταλεί πρόσκληση προς τους κοινωνικούς εταίρους για προφορική διαβούλευση. Ακολουθεί η διαβίβαση όλων των υπομνημάτων και η τεκμηρίωση των διαβουλευόμενων στο ΚΕΠΕ για τη σύνταξη Σχεδίου Πορίσματος Διαβούλευσης.

Οσον αφορά στο ύψος της αύξησης, θεωρείται δεδομένο ότι ο κατώτατος μισθός θα αυξηθεί κατ’ ελάχιστον στα 751 ευρώ και θα επανέλθει στα προ μνημονιακά επίπεδα. Με την εν λόγω αύξηση κατά 39 ευρώ μηνιαίως ο κατώτατος με μία τριετία θα ανέβει στα 827 από τα 784 ευρώ (αύξηση 43 ευρώ).

Ο κατώτατος με 2 τριετίες από τα 856 θα ανέβει στα 903 ευρώ (αύξηση 47 ευρώ) και ο κατώτατος με 3 τριετίες από τα 927 ευρώ θα ανέβει στα 978 ευρώ (αύξηση 51 ευρώ).

Ωστόσο το σενάριο που κερδίζει έδαφος καλύπτοντας ουσιαστικότερα τις ανάγκες των χαμηλόμισθων είναι ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί κατά 7,75%- 8%, όσο δηλαδή αυξήθηκαν και οι συντάξεις. Αυτό οδηγεί σε νέο κατώτατο μισθό κοντά στα 768-770 ευρώ (αύξηση κατά 55-57 ευρώ).

Πάντως δεν αποκλείεται η κυβέρνηση να «πλειοδοτήσει» λόγω της προεκλογικής περιόδου και να αποφασίσει αύξηση κοντά στο ύψος του πληθωρισμού, έως και 9,5%. Σε μια τέτοια περίπτωση ο νέος κατώτατος μισθός θα αυξηθεί κατά 67 ευρώ και θα διαμορφωθεί στα 780 ευρώ τον μήνα.

Ωστόσο οι φορείς θα λάβουν υπόψη τους την εκτίμηση ότι το ποσοστό του πληθωρισμού το 2023 θα υποχωρήσει στο 3,7% κατά τον ΟΟΣΑ και στο 5% σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό, αν και πρέπει να επισημανθεί ότι τα νέα ποσοστά έρχονται να προστεθούν στον ήδη φουσκωμένο πληθωρισμό του 2022 που έχει οδηγήσει σε απώλεια αγοραστικής δύναμης τουλάχιστον κατά 19% τους χαμηλόμισθους.

Οι εργοδότες

Ποια είναι όμως η πρώτη προσέγγιση των εργοδοτικών φορέων ως προς το ύψος των αυξήσεων. Κύκλοι του ΣΕΒ επισημαίνουν ότι ο κατώτατος μισθός, αρχής γενομένης από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, έχει συνολικά αυξηθεί κατά 22% και δίνουν έμφαση στην περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους.

Επαναφέρουν δηλαδή το αίτημα για περαιτέρω μείωση των εισφορών κατά 0,60 ποσοστιαίες μονάδες που υπολείπεται της κυβερνητικής δέσμευσης για συνολική ελάφρυνση κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες. Μάλιστα βάζουν στο τραπέζι την πρόταση αν η μείωση δεν είναι δημοσιονομικά εφικτό να γίνει για όλους, ας γίνει σε πρώτη φάση για τους χαμηλόμισθους.

Παράλληλα με δεδομένο ότι πολλές μεγάλες επιχειρήσεις, αντί για αύξηση στον μισθό, παρέχουν στους εργαζομένους κουπόνια για αγορές τροφίμων και καυσίμων μέχρι του ποσού των 300 ευρώ ετησίως το οποίο είναι αφορολόγητο, προτείνουν η απαλλαγή από το φόρο να αφορά και υψηλότερα ποσά.

Οι μικρομεσαίοι

Από την άλλη πλευρά οι μικρομεσαίοι (ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ) προσεγγίζουν το θέμα από δύο πλευρές. Αφενός θεωρούν ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού επιστρέφει στα ταμεία τους με τη μορφή αύξησης της κατανάλωσης, αλλά από την άλλη πλευρά σημειώνουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (χρέη προς Εφορία και ΕΦΚΑ), καθώς και την αύξηση του ενεργειακού κόστους.

Σε αυτό το πλαίσιο, παράλληλα με την αύξηση του κατώτατου μισθού ζητούν μέτρα για τη στήριξη των επιχειρήσεων, όπως είναι η μείωση των εισφορών, η ολοκληρωτική κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και η πάταξη της αδήλωτης εργασίας.

Ζητούν επίσης να επανέλθει η ευθύνη των διαπραγματεύσεων για τον κατώτατο μισθό στα χέρια των κοινωνικών εταίρων.

Yπέρ μιας γενναιόδωρης αύξησης τάσσεται ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) Γιώργος Καρανίκας, επισημαίνοντας ωστόσο ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων.

«Η αύξηση του κατώτατου μισθού πρέπει να είναι γενναιόδωρη γιατί, όπως έχει διαπιστωθεί, ενισχύει την κατανάλωση και επομένως επιστρέφει σε μας, στην αγορά. Ωστόσο, η αύξηση πρέπει να συνδυαστεί με την ελάφρυνση των βαρών των επιχειρήσεων. Το εμπόριο μπορεί να αντέξει την αύξηση γιατί κάθε επιχείρηση έχει λίγους εργαζομένους. Μάλιστα για να αντιμετωπίσουμε την έλλειψη προσωπικού με εμπειρία και δεξιότητες, δίνουμε υψηλότερους μισθούς από τον κατώτατο. Είναι ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης».

Η ΓΣΕΕ

Υπενθυμίζουμε ότι η ΓΣΕΕ, εκτός από την επαναφορά των διαπραγματεύσεων στους κοινωνικούς εταίρους, προτείνει αύξηση του κατώτατου μισθού ώστε να καταστεί ίσος με το 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης της Ε.Ε. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ΓΣΕΕ θα προτείνει ο νέος κατώτατος μισθός να ανέλθει στα 875 ευρώ.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Απριλίου 2023 θα συμπαρασύρει το επίδομα ανεργίας, αλλά και μια σειρά επιδομάτων που καταβάλλει η ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ), όπως το επίδομα ανεργίας αυτοαπασχολουμένων, το επίδομα επίσχεσης, το επίδομα μητρότητας κ.λπ.

Σήμερα το μηνιαίο επίδομα ανεργίας ανέρχεται σε 438 ευρώ. Με την αύξηση του μισθού κατά 5,5% την 1η Απριλίου 2023 θα διαμορφωθεί στα 462 ευρώ, ενώ με αύξηση 8,5% θα ανέλθει σε 475,2 ευρώ.

Τονίζεται ότι οι αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς αφορούν πλέον έναν στους 4 μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή περίπου 650.000 εργαζομένους που απασχολούνται με πλήρη ή μερική απασχόληση, ενώ πριν από τα μνημόνια αφορούσε μόνο 150.000 εργαζόμενους. Βέβαια, και παρά τις τελευταίες αυξήσεις, σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Ενωση, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα παραμένει σταθερά σε χαμηλά επίπεδα.

Ο σημερινός κατώτατος μισθός 713 ευρώ μεικτά (832 ευρώ αν γίνει αναλογία επί των 12 μισθών ετησίως) φέρνουν την Ελλάδα στην τρίτη ομάδα χωρών της Ε.Ε. με μισθούς κάτω από 1.000 και από 1.500 ευρώ. Την ίδια ώρα στην πρόσφατη έκθεσή του ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι ο δεύτερος μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ που είναι εγγύτερα στο όριο της φτώχειας, καθώς άλλες χώρες με χαμηλό κατώτατο μισθό προχωρούν σε κοινωνικές μεταβιβάσεις για τη στήριξη των εργαζόμενων που πληρώνονται με αυτόν.

Μάλιστα, ο οργανισμός, αναφερόμενος στη χώρα μας, ανοίγει και το κεφάλαιο των κλαδικών μισθών, τονίζοντας ότι χρειάζεται να ενισχυθούν καθώς «η εισοδηματική πολιτική, ιδιαίτερα σε μια περίοδο υψηλού πληθωρισμού, δεν μπορεί να γίνεται μόνο μέσα από τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού».

Διαβάστε ακόμη

Τάκης Γιαννέτος: Έφτιαχνε τα κοστούμια Ελλήνων πρωθυπουργών, τώρα πιάνει την κάμερα και πάει Χόλιγουντ (pics + video)

Θεόδωρος Σκυλακάκης: Έρχονται η επενδυτική βαθμίδα και αυξήσεις μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα

ΔΕΗ: Βουτιά 60% στις τιμές ηλεκτρισμού για τον Φεβρουάριο