Η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στην έκδοση του νέου 5ετούς ομολόγου την προηγούμενη εβδομάδα, θεωρώντας ότι θα δώσει στους επενδυτές το μήνυμα της ανάκαμψης των ελληνικών assets και την επιστροφή της χώρα στην κανονικότητα, αναφέρει η Societe Generale σε σημείωμά της στους επενδυτές.

Με αυτόν τον τρόπο, εκτιμά ότι και οι οίκοι αξιολόγησης θα αποφάσιζαν την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, θέτοντας σε κίνηση έναν θετικό κύκλο για τη χώρα, αναφέρει η Societe.

Η τράπεζα αναφέρεται στα σχόλια του οίκου S&P ο οποίος σημείωσε στην τελευταία έκθεσή του ότι η τελική εκταμίευση από το πρόγραμμα ESM παρείχε στην Ελλάδα ένα αρκετά μεγάλο “μαξιλάρι” ρευστότητας, το οποίο όπως εκτιμά, είναι επαρκές για την κάλυψη των δανειακών αναγκών της κεντρικής κυβέρνησης έως το 2022″.

“Γιατί λοιπόν ο ΟΔΔΗΧ αποφάσισε να βγει στις αγορές;”, τονίζει η γαλλική τράπεζα. Η απάντηση, όπως σημειώνει, είναι η εξής:
Ο λόγος είναι ότι οι ελληνικές αρχές θεωρούν ότι το να σταθεί η Ελλάδα στα πόδια της είναι ο καλύτερος δρόμος προς την επιστροφή στην κανονικότητα. Θεωρούν ότι η έξοδος από το πρόγραμμα και η χρηματοδότηση από τις κεφαλαιαγορές αναμένεται να προσελκύσουν τους επενδυτές πίσω στα ελληνικά assets. Αυτό με τη σειρά του θεωρείται ότι θα εντυπωσιάσει τους οίκους αξιολόγησης, θα οδηγήσει σε αναβαθμίσεις και θα θέσει την Ελλάδα σε ενάρετο κύκλο. Έτσι, η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει να μιμηθεί την επιτυχία της Πορτογαλίας, η οποία μετά την επιτυχημένη έκδοση ομολόγων –σε σχετικά χαμηλές αποδόσεις– περιόρισε τους φόβους των οίκων αξιολόγησης, αν και είχε προηγηθεί σημαντική ανάκαμψη της ανάπτυξης της χώρας.

Βέβαια, η Πορτογαλία είχε σημειώσει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ η Ελλάδα είναι ένα “αίνιγμα” για τους οίκους αξιολόγησης. Και αυτό διότι, σε σύγκριση με άλλες χώρες που φέρουν αξιολόγηση “Β”, όπως η Ουκρανία, η Λευκορωσία και η Μολδαβία, έχει πολύ υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ και ακόμη υψηλότερο χρέος. Έχει όμως και ένα σημαντικό κεφαλαιακό απόθεμα, το οποίο τελεί υπό την εγγύηση των ευρωπαϊκών μηχανισμών στήριξης, τονίζει η τράπεζα.

Οι επόμενες αξιολογήσεις για την Ελλάδα αναμένονται στις 8 Φεβρουαρίου από την Fitch, την 1η Μαρτίου από την Moody’s, στις 26 Απριλίου από την S&P και στις 3 Μαΐου από την DBRS