Είναι από τους νέους που στράφηκαν στη ναυτιλία μέσω της τεχνολογίας δημιουργώντας startup εταιρεία. Είδε την ευκαιρία να αλλάξει καταστάσεις που είχαν βαλτώσει ή ήταν δυσλειτουργικές και να συμβάλει στην έλευση του νέου στοιχείου στον κλάδο.

Ο Αγαπητός Διακογιάννης είναι από τους Ελληνες που έχουν πλέον την επαγγελματική τους βάση στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη. Είναι ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Seafair, η οποία φέρνει σε επαφή ναυτικούς που αναζητούν εργασία με ναυτιλιακές εταιρείες που αναζητούν πληρώματα.

Χρηματοδοτήθηκε από το fund FJ Labs που επενδύει σε εταιρείες-κολοσσούς όπως οι Uber, Airbnb, Flexport και Alibaba. Οι εργαζόμενοι στην εταιρεία έχουν πλούσιο βιογραφικό αφού εργάστηκαν σε εταιρείες όπως The Boston Consulting Group, Microsoft, Oracle, Blueground, Bloomberg και Rocket Internet.

Ως συμβούλους έχει τους κυρίους Φαμπρίς Γκρίντα και Ιωάννη Μαρτίνο, ιδρυτή και CEO του Signal Group. Εκτός από τις ΗΠΑ, η Seafair έχει γραφεία στην Ελλάδα, στις Φιλιππίνες και την Ουκρανία. Απασχολεί δέκα εργαζομένους.

«Στο παρελθόν είχα δουλέψει σε εταιρείες τεχνολογίας και ως σύμβουλος επιχειρήσεων στα ναυτιλιακά. Ετυχε να ταξιδέψω στις Φιλιππίνες και να μιλήσω με αρκετούς ναυτικούς και γραφεία εύρεσης εργασίας και αργότερα με πλοιοκτήτες στην Ελλάδα. Είδα ότι οι τωρινές διαδικασίες είναι παλαιικές και κατάλαβα ότι πολλοί άνθρωποι που κάνουν μια τόσο δύσκολη δουλειά χρειάζεται να πληρώσουν για να βρουν μπάρκο», λέει εξηγώντας στο «business stories» ο κ. Διακογιάννης τους λόγους που τον οδήγησαν στη συγκεκριμένη επαγγελματική ρότα:

«Η σκέψη ότι μπορούμε να φτιάξουμε κάτι καλύτερο για τη ναυτιλία και πιο δίκαιο για τους ναυτικούς ήταν που μας έβαλε στη διαδικασία να ιδρύσουμε τη Seafair. Το project ακούστηκε ενδιαφέρον και στους επενδυτές που μας υποστηρίζουν για να πετύχουμε τον στόχο μας, να φέρουμε μια καλύτερη και πιο δίκαιη λύση για ναυτιλιακές εταιρείες και ναυτικούς».

Οσο για τις υπηρεσίες που προσφέρει η πλατφόρμα, ο κ. Διακογιάννης αναφέρει:

«Η εταιρεία μας συνδέει ναυτιλιακές με ναυτικούς μέσω της πλατφόρμας μας και υποβοηθούμενη από τα γραφεία μας στη Νέα Υόρκη, στην Αθήνα, στη Μανίλα και την Οδησσό. Η διαφορά μας απέναντι στον ανταγωνισμό είναι η τεχνολογία». Και εξηγεί:

«Μέσω διαδικτυακών διαφημίσεων σε Google, Facebook και LinkedIn έχουμε πρόσβαση σε περισσότερους ναυτικούς. Οι διαδικασίες και τα εργαλεία που χτίζουμε μας δίνουν τη δυνατότητα να ελέγξουμε τις ικανότητες των ναυτικών και να επιβεβαιώσουμε τις εμπειρίες και τα πτυχία τους. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί φέρνουμε διαφάνεια σε μια διαδικασία που στο παρελθόν ήταν σαν ένα μαύρο κουτί για τις ναυτιλιακές εταιρείες. Επίσης, ο αλγόριθμος που έχουμε δημιουργήσει μας δίνει τη δυνατότητα να συνδέσουμε τον κατάλληλο ναυτικό με τα πιο κατάλληλα για τον ίδιο καράβια ώστε να εργαστεί. Ταυτόχρονα, τα τεχνολογικά εργαλεία που παρέχουμε στις ναυτιλιακές εταιρείες τις βοηθούν να διαχειρίζονται όλα τα δεδομένα για τους ναυτικούς τους σε μία πλατφόρμα, γεγονός που απλοποιεί τις διαδικασίες».

Στην ερώτηση αν τα -με την ευρύτερη έννοια- γραφεία εύρεσης ναυτικής εργασίας διευκολύνουν ή εκμεταλλεύονται τον ναυτικό, επισημαίνει:

«Πολλοί από τους 3.000 ναυτικούς που έχουν κάνει εγγραφή στην πλατφόρμα μας μάς έχουν ρωτήσει πόσο θα πρέπει να πληρώσουν για να βρουν δουλειά. Βάσει διεθνούς νομοθεσίας, είναι παράνομο οι ναυτικοί να πληρώνουν για να βρουν δουλειά. Δυστυχώς, όμως, σε πολλές περιπτώσεις η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Στη Seafair έχουμε θεσπίσει διαδικασίες βάσει των οποίων το σύστημά μας δεν μπορεί να χρηματιστεί, και είμαστε περήφανοι γι?’ αυτό».

Ο κ. Διακογιάννης αναφέρει και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει λόγω της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης ένας ναυτικός που αναζητά μπάρκο:

«Το μεγαλύτερο πρόβλημα την περίοδο της πανδημίας είναι οι αλλαγές πληρωμάτων. Είναι δύσκολες γιατί πολλές χώρες δεν τις επιτρέπουν ή, αν τις επιτρέπουν, υπάρχουν πολλές απαιτήσεις που αλλάζουν καθημερινά και είναι δύσκολο να προγραμματιστούν. Επίσης, υπάρχουν λιγότερες πτήσεις ή πτήσεις που ακυρώνονται και οι ναυτικοί δεν μπορούν να ταξιδέψουν. Ταυτόχρονα, πολλά γραφεία εύρεσης εργασίας βασίζονται σε χειρόγραφα έγγραφα και σημειώσεις για τους ναυτικούς, και τώρα που η μετακίνηση είναι δυσκολότερη δεν μπορούν να συντονίσουν τόσο εύκολα τις αλλαγές διαδικτυακά.
Η δυσκολία εύρεσης μπάρκου είναι ένα από τα βασικά προβλήματα. Οι συνθήκες εργασίας πάνω στο πλοίο ήταν και παραμένουν δύσκολες, αν και βελτιωμένες. Αυτοί οι άνθρωποι δουλεύουν μακριά από τις οικογένειές τους μέρα – νύχτα για να μεταφέρουν αγαθά σε όλο τον κόσμο. Ενα πιο σύγχρονο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν είναι η ταχύτητα με την οποία αλλάζει η τεχνολογία σε ένα πλοίο, για το οποίο ο κάθε ναυτικός πρέπει να πάρει καινούριες πιστοποιήσεις και εκπαίδευση ώστε να είναι σε θέση να κάνει τη δουλειά σωστά. Τα προβλήματα, δυστυχώς, είναι πολύ περισσότερα για τις γυναίκες ναυτικούς, που σήμερα εκπροσωπούν μόλις το 2% των ναυτικών παγκοσμίως και η εύρεση εργασίας είναι ακόμα δυσκολότερη».

Σχετικά με το εάν η τεχνολογική εξέλιξη βοηθάει τους ναυτικούς, ο κ. Διακογιάννης λέει:

«Η τεχνολογική εξέλιξη είναι μέρος της καθημερινότητας του ναυτικού. Από τη μία το Ιντερνετ και τα social media τον έχουν φέρει πιο κοντά στην οικογένεια και τους φίλους του στην ξηρά, γεγονός που βοηθάει για να γίνει η καθημερινότητα στο πλοίο πιο ανεκτή. Από την άλλη, τα πλοία έχουν σήμερα πολύ περισσότερη τεχνολογία και είναι πλέον απαραίτητη για τη δουλειά των ναυτικών. Η τεχνολογία συνήθως σημαίνει και περισσότερη ασφάλεια για τους ναυτικούς: πιο ασφαλή ταξίδια με ηλεκτρονική πλοήγηση, λιγότερα ατυχήματα με τηλεκατευθυνόμενους γερανούς, περισσότερη πληροφορία για την αποφυγή πειρατειών».

Για τα υπέρ και τα κατά του Ιντερνετ πάνω στο πλοίο τονίζει:

«Για εμάς στη Seafair η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Το Ιντερνετ φέρνει μόνο καλά για τη ζωή στο πλοίο. Προφανώς, η χρήση από τον κάθε ναυτικό πρέπει να γίνεται με μέτρο, όπως και στην ξηρά».