Μια επενδυτική κούρσα υψηλών ταχυτήτων ενεργοποιεί η κυβερνητική πολιτική απόσυρσης του λιγνίτη, στρώνοντας το χαλί σε μεγάλες ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου αλλά και σε γιγαντιαίες επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας που υπολογίζεται να φτάσουν, σύμφωνα με εκτιμήσεις του κλάδου, τα 10 δισ. ευρώ έως το 2030.

Δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλα επενδυτικά funds από τις ΗΠΑ αλλά και επιχειρήσεις από τη Γερμανία και την υπόλοιπη Ευρώπη πολιορκούν τη χώρα μας για επενδύσεις σε ΑΠΕ είτε εξαγοράζοντας έργα, είτε αναπτύσσοντας καινούρια, ενώ μεγάλοι διεθνείς παίκτες ξαναμπαίνουν δυναμικά στο παιχνίδι.

Το κλίμα πυροδοτεί το σβήσιμο των λιγνιτικών φουγάρων ως το 2028, το οποίο ανακοινώθηκε αιφνιδίως από τον πρωθυπουργό στη Νέα Υόρκη, φέρνοντας στο προσκήνιο τα σχέδια πανίσχυρων ηλεκτροπαραγωγών της χώρας.

Οι τελευταίοι, αν και είχαν διαβλέψει έγκαιρα το ευρωπαϊκό ρεύμα της απανθρακοποίησης, καλούνται τώρα να καλύψουν με νέες μονάδες το κενό που θα δημιουργηθεί νωρίτερα στο ηλεκτρικό σύστημα της χώρας.

Τον χορό των νέων επενδύσεων σέρνει αναμφίβολα η εταιρεία Μυτιληναίος, που εγκαινίασε τις προηγούμενες μέρες την κατασκευή της δικής της μονάδας φυσικού αερίου στη Βοιωτία δυναμικότητας 826 μεγαβάτ, η οποία αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία το 2022. Στο εργοστάσιο του ομίλου στο ενεργειακό κέντρο της εταιρείας στον Αγιο Νικόλαο Βοιωτίας, που αποτελεί την πρώτη μεγάλη επένδυση στη μεταμνημονιακή Ελλάδα, θα επενδυθούν περί τα 350 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με στελέχη της εταιρείας, η νέα μονάδα, πέρα από τη συμβολή της στην ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, θα επιδιώξει και εξαγωγές ενέργειας στις γειτονικές χώρες εν όψει και του target model.

Σε ανάλογη κατεύθυνση βρίσκεται και η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, η oποία ελέγχεται μετοχικά από τον κ. Γιώργο Περιστέρη και το ολλανδικό fund Reggeborgh Invest για μια νέα μονάδα συνδυασμένου κύκλου με φυσικό αέριο ισχύος 660 MW στην Κομοτηνή. Στόχος είναι να έχει επιλεγεί ο εξοπλισμός πριν από τα τέλη του έτους ώστε η μονάδα να ξεκινήσει να κατασκευάζεται το 2021.

Νέα εργοστάσια έχουν ανακοινώσει αντίστοιχα η Elpedison, η οποία ελέγχεται από τα Ελληνικά Πετρέλαια και την ιταλική Edison, μέγιστης δυναμικότητας 826 MW, ο όμιλος Κοπελούζου για 660 MW στην Αλεξανδρούπολη, η ElvalHalcor του ομίλου Στασινόπουλου για 566 MW στη Θίσβη Βοιωτίας και ο όμιλος Καράτζη στη Λάρισα για 660 MW που δραστηριοποιείται στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της ΚΕΝ.

Η εικόνα δείχνει ολοφάνερα ότι το καύσιμο-γέφυρα για τη μετάβαση στη νέα μεταλιγνιτική εποχή, θα είναι το φυσικό αέριο, με τους μεγάλους παίκτες της αγοράς αλλά και άλλους επιχειρηματίες να έχουν πάρει θέση, σχεδιάζοντας συνολικές επενδύσεις της τάξης των 2 δισ. ευρώ.

Είναι σαφές όμως ότι προτού ολοκληρωθεί ο εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός και προτού ανοίξει τα χαρτιά της και η ΔΕΗ, είναι νωρίς για ξεκαθαρίσει κανείς ποιες από αυτές θα πάρουν τον δρόμο της κατασκευής. Είναι κρίσιμο, λένε παράγοντες του ενεργειακού χώρου, πώς θα αντιδράσει ο μεγαλύτερος ηλεκτροπαραγωγός της χώρας, που είναι η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού. Τι ρόλο θα επιφυλάξει στη νεότευκτη μονάδα Πτολεμαΐδα 5 και τι στρατηγική θα ακολουθήσει για τις ΑΠΕ.
Συμφωνούν, πάντως, ότι «η αγορά δεν χωρά άπειρες μονάδες» και εκτιμούν ότι κάποια από τα επενδυτικά σχέδια δίνουν κίνητρα ζυμώσεων και συζητήσεων για ευρύτερες στρατηγικές συνεργασίες.

Η νίκη κατά κράτος του αερίου

«Οσο θα φεύγει ο λιγνίτης θα αντικαθίστανται με μονάδες φυσικού αερίου», επισημαίνει στέλεχος της αγοράς. Οπως αναφέρει το σχέδιο της κυβέρνησης που εναρμονίζεται με τις ευρωπαϊκές νόρμες για μεγαλύτερη ανάπτυξη των ΑΠΕ και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καλλιεργεί πρόσφορο έδαφος για ένα άλλο ορυκτό καύσιμο και όχι για μια σταδιακή απολιγνιτοποίηση ώστε να υπάρξει ομαλή μετάβαση σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας.

Οι προβληματισμοί επεκτείνονται και στη φύση του καυσίμου. Οπως αναφέρουν, το φυσικό αέριο είναι ένα καύσιμο φθηνότερο μεν από τον λιγνίτη αλλά άμεσα συνδεδεμένο με τις διεθνείς τιμές καυσίμων. Η άποψη που διατυπώνουν είναι ότι το αέριο δημιουργεί εξάρτηση της χώρας από φυσικούς πόρους που δεν παράγει, θέτοντας ζητήματα ασφάλειας εφοδιασμού αλλά και κόστους.

Τις πολιτικές για ανάδειξη του φυσικού αερίου ως βασικού συστατικού του ενεργειακού μείγματος τα επόμενα χρόνια τις αντιμετωπίζουν με μεγάλη επιφυλακτικότητα και οι εταιρείες που επενδύουν στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. «Υπάρχουν φόβοι μη μείνουμε με τη γέφυρα-καύσιμο και οι ΑΠΕ παραπεμφθούν στις καλένδες», αναφέρει ο επικεφαλής της Ελληνικής Επιστημονικής Ενωσης Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ) Παναγιώτης Λαδακάκος.

Oπως σημειώνει, για να πετύχει το μεγάλο στοίχημα θα χρειαστούν γενναίες αποφάσεις και τομές ώστε να εγκαταλειφθούν βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις στη δημόσια διοίκηση, οι οποίες ταλαιπωρούν τις επιχειρήσεις του κλάδου με απίστευτη τυπολατρία και καθυστερήσεις πλήθους έργων. Για να πάμε στον στόχο το μείγμα του καυσίμου να φτάσει το 35% την επόμενη δεκαετία από 20% που είναι μέχρι σήμερα, απαιτούνται επενδύσεις σε ΑΠΕ ισχύος χιλιάδων μεγαβάτ (14.000 MW, σύμφωνα με τον σχεδιασμό του ΥΠΕΝ), οι οποίες για να αφομοιωθούν από το σύστημα χρειάζονται αντίστοιχα υποδομές αποθήκευσης ενέργειας για τις οποίες σήμερα δεν υπάρχει ούτε θεσμικό πλαίσιο, ούτε ηλεκτρικές διασυνδέσεις των νησιών με το ηπειρωτικό σύστημα.

«Τι θα κάνει τη δημόσια διοίκηση να αλλάξει νοοτροπία όταν τόσα χρόνια δουλεύει με τον τρόπο και με τους ρυθμούς που δουλεύει;» αναρωτιούνται οι επιχειρήσεις του κλάδου και επισημαίνουν ότι η Πολιτεία οφείλει να στείλει θετικά μηνύματα και στους ξένους επενδυτές.
Δεν αρκούν, λένε, το καλό κλίμα και το αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον όταν οι επενδυτές έρχονται στη χώρα μας και κολλάει για χρόνια μια επένδυση σε τοπικές αντιδράσεις, σε προσφυγές στο ΣτΕ αλλά και σε απίστευτους ρυθμούς αδειοδοτήσεων.
«Τώρα έχει γίνει μόδα η Ελλάδα», αναφέρει επιχειρηματίας του κλάδου που βρίσκεται σε συνεχή conference calls το τελευταίο διάστημα με διεθνείς επενδυτές για συμφωνίες και νέες συνεργασίες. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει, αν και αυτή τη φορά που το κλίμα είναι πολύ ευνοϊκό, δεν διορθωθούν οι στρεβλώσεις και αν δεν αρθούν τα εμπόδια, οι επενδυτές θα φύγουν.

Ναι στην απολιγνιτοποίηση,  αλλά με τι όρους;

Oσοι καλούνται να ερμηνεύσουν την επιθετική κυβερνητική γραμμή για απόσυρση του λιγνίτη διατυπώνουν εύλογες ανησυχίες. Για παράδειγμα, θεωρούν αυθαίρετο το νέο ορόσημο για την απανθρακοποίηση (2028) και αδύνατο το ηλεκτρικό σύστημα να μπορέσει να κρατηθεί όρθιο με το σβήσιμο όλων των μονάδων.

Oπως επισημαίνουν, κάποια λιγνιτικά εργοστάσια θα πρέπει να μείνουν σε ψυχρή εφεδρεία για να συμβάλουν στην ευστάθεια του συστήματος και την ασφάλεια εφοδιασμού.

Στη Γερμανία ο ενεργειακός γίγαντας RWE έχει δεσμευτεί ότι θα τηρήσει τον στόχο που έχει θέσει η κυβέρνηση του Βερολίνου για απόσυρση όλων των μονάδων άνθρακα ως το 2038, δηλαδή δέκα χρόνια μετά τη χώρα μας.

Αυτό το διάστημα η εταιρεία είναι σε διαπραγματεύσεις με τη γερμανική κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλίσει αποζημιώσεις για την απόσυρση ανθρακικών μονάδων, συνολικής ισχύος 3 GW ως το 2022. Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να διεκδικήσει και η ΔΕΗ, όπως υποστηρίζουν στην αγορά.

Δύσκολη εξίσωση παραμένει επίσης η Πτολεμαΐδα 5, μια μονάδα που η εταιρεία έχει ήδη δαπανήσει πάνω από 1 δισ. ευρώ και προγραμματίζεται να τεθεί σε λειτουργία το 2021. Ακόμη και αν μετατραπεί σε φυσικό αέριο, σύμφωνα με κάποιες σκέψεις, η ΔΕΗ θα χρειαστεί πρόσθετες επενδύσεις τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ. Δηλαδή θα έχει πληρώσει για μια μονάδα πάνω από 1,7 δισ. όταν θα μπορούσε να την κατασκευάσει με μόλις 300 εκατ. ευρώ από την αρχή!