Ο Νίκος Βαρβέρης πιθανότατα ανήκει σε εκείνους που υποστηρίζουν την προσέγγιση του δημοφιλούς καθηγητή του Yale Νικόλα Χρηστάκη περί της πανδημίας και ιδίως ως προς ένα κομμάτι της. Αυτό που λέει ότι την «επόμενη μέρα», θα υπάρξει εκτόξευση της οικονομικής δραστηριότητας και ο κόσμος θα ψάχνει μανιακά ευκαιρίες κοινωνικής συναναστροφής, πηγαίνοντας «αγεληδόν σε νυχτερινά κέντρα, μπαρ, εστιατόρια», κατά τη χαρακτηριστική του έκφραση.

Το πρόβλημα, όμως, είναι διπλό. Κατ αρχήν, αυτό το ορόσημο είναι μακριά καθώς, όπως βλέπει ο Ν. Χρηστάκης, θα εισέλθουμε στην «μεταπανδημική φάση» περίπου το…2024. Έπειτα, ακόμη και όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου είναι άγνωστο πόσοι θα μπορούν να διαθέσουν τα λεφτά για τα ακριβά προϊόντα και τις υπηρεσίες του ομίλου του κ. Βαρβέρη…

Μέχρι τότε, λοιπόν, που το “target group” των πελατών του θα αναζητήσει luxury «ανάσες», ο δημιουργός της Moda Bagno και του δημοφιλούς Interni πρέπει να βρει ικανά οικονομικά «αντισώματα» για τη στήριξή τους.

Το χτύπημα της πανδημίας και το Interni Restaurant

Και τούτο καθώς τα «μηνύματα» από τις οικονομικές επιδόσεις της είναι ανησυχητικά.

Το κλείσιμο των καταστημάτων, λόγω covid, σε συνδυασμό με το πάγωμα της οικοδομικής δραστηριότητας και την αρνητική ψυχολογία της αγοράς, έφερε πτώση του κύκλου εργασιών το πρώτο εξάμηνο του 2020 κατά 36,88%, στα μόλις 4 εκατ. ευρώ (από 6,25 εκατ. την προηγούμενη χρονιά).

Στο 9άμηνο του 2020 ο τζίρος διαμορφώθηκε στα 9,65 εκατ., έναντι 12,4 εκατ. το 2019, καταγράφοντας μείωση κατά 22,2% και με το σύνολο των υποχρεώσεων να φτάνουν τα 28 εκατ. ευρώ.

Από την άλλη, ο Ν. Βαρβέρης κατάφερε έγκαιρα να κλείσει το μέτωπο του τραπεζικού δανεισμού με την αναδιάρθρωση που έγινε προ πενταετίας. Έτσι μετά από συμφωνία με τις Alpha Bank και Εθνική Τράπεζα, τον έχει «φέρει» στα 8,2 εκατ. (καθαρός στα 7,62 εκατ.), με επιμήκυνση εξόφλησης μέχρι το 2027 και 2024 αντίστοιχα και λόγω του μοντέλου balloon δεν ασκούνται ασφυκτικές πιέσεις.

Το βαρύτερο, ίσως, πλήγμα είναι αυτό στον «πυλώνα» της εστίασης που εισφέρει ένα υψηλό ποσοστό του τζίρου.

Ενδεικτικά, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020 οι πωλήσεις του τομέα επίπλων σπιτιού ήταν 2,56 εκατ., των ειδών υγιεινής 852.341 ευρώ, των επίπλων κουζίνας 622.905 ευρώ και της εστίασης «μηδέν». Έναν χρόνο πριν (α’ εξάμηνο 2019) τα έπιπλα σπιτιού έφεραν 3,78 εκατ., τα είδη υγιεινής 929.567 ευρώ, τα έπιπλα κουζίνας 474.792 ευρώ και η εστίαση 1.061.189 ευρώ.

Ακόμη διαυγέστερες είναι οι συνέπειες της πανδημίας αν ανατρέξουμε στα ετήσια αποτελέσματα του 2019. Όπου καταδεικνύεται ότι η «συμβολή» του δημοφιλούς Interni Restaurant της Μυκόνου αντιπροσωπεύει σχεδόν το 40% του συνολικού κύκλου εργασιών του ομίλου.

Συγκεκριμένα, από 12,66 εκατ. του συνολικού τζίρου, τα 4,9 εκατ. οφείλονταν στον τομέα της εστίασης, με τα έπιπλα σπιτιού, να ακολουθούν με 4,4 εκατ., ενώ τα έπιπλα κουζίνας, μαζί με τα είδη υγιεινής, τα πλακίδια και τα είδη διακόσμησης έφταναν όλα μαζί τα 3,38 εκατ. ευρώ.

Με άλλα λόγια, το κόστος του lockdown ειδικά από το εστιατόριο είναι μεγάλο. Κι αυτό καθώς τη high season του τουρισμού, δηλαδή από την 1η Ιουλίου μέχρι και τις 30 Σεπτεμβρίου πέρυσι, ο τζίρος του μειώθηκε κατά 66%.

Τα τελευταία χρόνια, η «αξία» του Interni Restaurant στο «νησί των ανέμων» έχει εκτοξευθεί, αν σκεφτεί κανείς ότι προ δεκαετίας το «ταμείο» του δεν έφτανε ούτε τις 700.000 ευρώ.

Το success story της Μυκόνου, όμως, έφερε στρατιές rich and famous να διαγκωνίζονται για ένα τραπέζι στο εστιατόριο, που ασφαλώς, τις καλές εποχές, λειτουργούσε με ένα αξιοζήλευτο περιθώριο κέρδους.

Το μενού για (πολύ) λίγους και το κλίμα αβεβαιότητας

Ακόμη και σήμερα, πάντως, το μενού του Interni Restaurant, -που έχει ανοίξει και το αθηναϊκό «αδελφάκι» του στο roof garden του Grand Hyatt Athens-, «ξεχωρίζει» όχι τόσο για τις εξεζητημένες γευστικές προτάσεις, όσο για τις «τσουχτερές» έως και εξωπραγματικές τιμές του. Δηλαδή, απευθύνεται σε λίγους,- που στον «πλανήτη Μύκονος» δεν ήταν και τόσο λίγοι προ covid-, και πάντως σε εκείνους που μπορούν να πληρώσουν, για παράδειγμα, 70 ευρώ για ένα lobster risotto ή 150 ευρώ για ένα porterhouse steak. Όσο για τα ποτά, το κατάστημα έχει τα πάντα και κυρίως μεγάλη ποικιλία από σαμπάνιες μέχρι και τις πεντάλιτρες Dom Perignon των 10.000 ευρώ ή την ακριβοθώρητη τεκίλα Clase Azul Ultra Extra Anejo που τιμάται 8.500 ευρώ το μπουκάλι και 650 ευρώ το ποτήρι… Η δε λίστα κρασιών είναι από τις πλέον ενημερωμένες, περιλαμβάνοντας δεκάδες ετικέτες από Γαλλία, Ιταλία και Ελλάδα, ώστε να καλύπτει και τα πιο ακριβά γούστα, όπως με το Chateu Lafite Rothschind των 2.700 ευρώ…

Λογικό, λοιπόν, η διοίκηση του ομίλου να κάνει λόγο στις περσινές καταστάσεις για «αναπόφευκτη πτώση του κύκλου εργασιών, λόγω και της συμμετοχής σε μεγάλο ποσοστό του τζίρου του εστιατορίου της Μυκόνου».

Έκτοτε και μέχρι τώρα, η διοίκηση της Moda Bagno αποτυπώνει αφενός την ανησυχία της για την αβεβαιότητα που πλανάται όσον αφορά τη διάρκεια της κρίσης, αφετέρου περιγράφει τις προσδοκίες και τα νέα «ανοίγματα», εκπέμποντας μια νότα αισιοδοξίας.

Έτσι, όπως τονίζεται «η εταιρεία και ο όμιλος έχουν καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης να κρατηθούν στην αγορά, κυρίως λόγω του ονόματος και των προϊόντων που έχουν συγκεκριμένο brand name» και «προσδοκώντας στην άνοδο της οικοδομικής δραστηριότητας τα επόμενα χρόνια, η εταιρεία προχωρά με πελατολόγιο που θα ανταποκρίνεται στα προϊόντα της και που θα έχουν υψηλό περιθώριο κέρδους».

Ταυτόχρονα επισημαίνει ότι θα ρίξει το βάρος «σε νέες αγορές στην Ελλάδα όπως για παράδειγμα ο κλάδος του τουρισμού και σε νέους πελάτες που θα κερδίσει από δικές της παραγωγές», ενώ στοχεύει στην σταδιακή αναστροφή των αρνητικών αποτελεσμάτων, προσδοκώντας στη βελτίωση της οικονομίας, μέσω των νέων επενδύσεων στο προσεχές διάστημα και το άνοιγμα της οικονομίας σε κλάδους, μεταξύ των οποίων και η οικοδομική δραστηριότητα.

Στο πλαίσιο αυτό προωθεί νέες συνεργασίες εστιάζοντας στην παραθεριστική κατοικία, στην ανάπτυξη οικιστικών συγκροτημάτων σε τουριστικούς προορισμούς και στην ανάπτυξη του τομέα παραγωγής (εργοστάσιο στο Γέρακα), σε είδη με σημαντικά μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους.

Ο Ν. Βαρβέρης, άλλωστε, εδώ και χρόνια έχει ποντάρει στο real estate. Ως κάτοικος των βορείων προαστίων και ο ίδιος, ήξερε τα «φιλέτα» και επένδυσε σε οικόπεδα στη Ν. Ερυθραία και την Κηφισιά όπου έχτισε πρότυπες κατοικίες υψηλών προδιαγραφών οι οποίες και πουλήθηκαν μέχρι το 2006.

Ακόμη κι αν «αποχωρίστηκε» τη βίλα του στη Μύκονο, συνεχίζει να ποντάρει πολλά στο νησί και ειδικότερα στον τουρισμό μέσω του 5άστερου ξενοδοχειακού συγκροτήματος “The Wild Hotel by Interni” στον Καλαφάτη. Παράλληλα συνεχίζεται η οικοδόμηση ακινήτου πολυτελών διαμερισμάτων-κατοικιών (στην Αθήνα), που βρίσκεται στο 75% της ολοκλήρωσής του. Το θέμα βέβαια είναι πότε και πώς θα αποδόσουν…

Η διαδρομή και το κρίσιμο “game”

Η Moda Bagno, που φέρει σε όλη τη διαδρομή της την προσωπική «σφραγίδα» του ιδρυτή της, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένα από τα πλέον εμβληματικά «σύμβολα» της απόλυτης πολυτέλειας, πρεσβεύοντας τελικά και μια αντίστοιχη φιλοσοφία ζωής. Η οποία ασφαλώς απευθύνεται σε γερά πορτοφόλια…

Όλα αυτά ξεκίνησαν πριν από τέσσερις δεκαετίες, με αφετηρία το πρώτο κατάστημα επί της οδού Ηρακλείτου στο Κολωνάκι. Στη συνέχεια η εταιρεία επεκτάθηκε, διευρύνοντας την προιοντική της γκάμα, αλλά και τους ορίζοντές της.

Από το 1997 και έπειτα για άλλες τρεις φορές συμπεριελήφθη στη λίστα “Europe’s 500” ως μια από τις 500 ταχύτερα αναπτυσσόμενες εταιρείες της Ευρώπης.

Το 2000 ήταν ένα ορόσημο καθώς η Moda Bagno μπήκε στο Χρηματιστήριο, αλλά και στην εστίαση και στο real estate.

Το όνομά της βγήκε και εκτός συνόρων με τη δημιουργία θυγατρικών στην Τουρκία και την Κύπρο.

Όταν η Ελλάδα εισήλθε στο μακρύ και σκοτεινό τούνελ της οικονομικής κρίσης, ξεκίνησαν και οι δυσκολίες που οδήγησαν σε εξορθολογισμό του δικτύου της. Μένει να φανεί αν τώρα, με τη σκληρή πανδημική κρίση ο, -και φανατικός τενίστας-, Βαρβέρης θα καταφέρει να κερδίσει το game (set, match…).

Διαβάστε ακόμα:  

Κινηματογραφική απάτη αστέρα του Χόλυγουντ – Με πλαστά συμβόλαια της Netflix κατάφερε να αποσπάσει $227 εκατ.  

Συντάξεις Μαΐου: Πριν το Πάσχα οι πληρωμές – Πότε καταβάλλονται κύριες και επικουρικές  

O 33χρονος γκουρού των κρυπτονομισμάτων που «τρομάζει» μια ολόκληρη χώρα