Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ταξιδέψει πολλές φορές στην Ουάσινγκτον τα τελευταία 33 χρόνια. Ουδέποτε, όμως, ακόμη και στην ηλικία των 19 ετών, όταν δευτεροετής φοιτητής στη Βοστόνη πήγε για πρώτη φορά στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ να δουλέψει το καλοκαίρι του 1987 ως βοηθός στο γραφείο ενός Αμερικανού γερουσιαστή, δεν είχε τόσο άγχος και τέτοια αγωνία, όπως την περασμένη Δευτέρα που κατέλυε με τους συνεργάτες του στο Blair House, τον προεδρικό ξενώνα που βρίσκεται απέναντι από τον Λευκό Οίκο, και προετοιμαζόταν για τη συνάντηση που θα είχε την επομένη μέρα με τον Ντόναλντ Τραμπ.

Από τις 15 του περασμένου Νοεμβρίου που έφτασε στο Μέγαρο Μαξίμου το πρώτο μήνυμα ότι ο Λευκός Οίκος όρισε συνάντηση του Ελληνα πρωθυπουργού με τον Αμερικανό πρόεδρο για τις 7 Ιανουαρίου στο πρωθυπουργικό επιτελείο είχε σημάνει συναγερμός. Οι προετοιμασίες που έγιναν, ειδικά το τελευταίο διάστημα, ήταν πυρετώδεις. Η κυβέρνηση επένδυε πολλά σε αυτό το ταξίδι τόσο στο γεωπολιτικό επίπεδο, αφού είχε μεσολαβήσει και η παράλογη τουρκολιβυκή συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο, όσο και στο οικονομικό πεδίο.

Ο πρωθυπουργός προσγειώθηκε στην Ουάσινγκτον, με ενδιάμεσο σταθμό τη Φλόριντα, όπου έκανε στάση για να συμμετάσχει στην εντυπωσιακή εκδήλωση που οργανώνει κάθε χρόνο η Ομογένεια για τα Θεοφάνια. Παρότι ήδη από την Αθήνα ήταν καλά προετοιμασμένος για το ραντεβού με τον πλανητάρχη, ο κ. Μητσοτάκης συγκάλεσε σύσκεψη με τους συνεργάτες του στο Blair House προκειμένου να εξετάσουν όλες τις πιθανές παγίδες και τα απρόοπτα που μπορούσαν να προκύψουν στο τετ α τετ με έναν από τους πιο απρόβλεπτους ηγέτες των τελευταίων δεκαετιών.

Πηγή έντονου προβληματισμού για την ελληνική αντιπροσωπία αποτελούσε το γεγονός ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είχε διατάξει πριν από τρεις μέρες την εκτέλεση του Ιρανού στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί και η συνάντησή του με τον Ελληνα πρωθυπουργό θα ήταν η πρώτη του δημόσια εμφάνιση έπειτα από ένα εικοσαήμερο αποχής. Και επιπροσθέτως θα ήταν μια εμφάνιση η οποία γινόταν τις παραμονές της εκκίνησης στη Γερουσία των διαδικασιών για την παραπομπή του σε δίκη. Τα δύο αυτά γεγονότα, άλλωστε, μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης και ο κίνδυνος ότι μπορεί να επισκίαζαν απολύτως τα μηνύματα που ήθελε να περάσει η ελληνική πλευρά προδιαγραφόταν μεγάλος.

Ουδείς εξάλλου μπορούσε να προεξοφλήσει την αντίδραση του Αμερικανού προέδρου αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον καλούσε να αποδοκιμάσει δημόσια την τουρκική προκλητικότητα της Τουρκίας και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όπως ήθελε η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί τις παραμονές της συνάντησης. «Ο Τραμπ δεν έχει πρόβλημα να πετάξει ένα “έχει δίκιο ο φίλος μου ο Ερντογάν” και τότε θα βρεθούμε σε δύσκολη θέση και θα πρέπει να απαντήσετε», ήταν μία από τις εισηγήσεις που ακούστηκαν στη σύσκεψη.

Υπό αυτές τις συνθήκες και προκειμένου να μην οδηγηθεί εξαρχής σε επικοινωνιακό ναυάγιο το πολυαναμενόμενο τετ α τετ με τον Ντόναλντ Τραμπ, η απόφαση που ελήφθη ήταν στον προκαταρκτικό διάλογο που θα γινόταν στο Οβάλ Γραφείο και θα κατέγραφαν οι τηλεοπτικές κάμερες να μην αναφερθεί ευθέως ο πρωθυπουργός στην Τουρκία, αλλά να περιοριστεί σε αναφορές στην πρόοδο που γίνεται στην Ελλάδα, καθώς βγαίνει από την κρίση, καθώς και στην ανάδειξη της χώρας ως του πλέον αξιόπιστου και σταθερού συμμάχου των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή.

Ετσι κι έγινε. Ολα κύλησαν σύμφωνα με το πρόγραμμα και το πρωτόκολλο εφαρμόστηκε απαρεγκλίτως. Ο Ντόναλντ και η Μελάνια Τραμπ υποδέχτηκαν τον Κυριάκο και τη Μαρέβα Μητσοτάκη έξω από τον Λευκό Οίκο, όπου παρά το χιονόνερο που έπεφτε είχαν παραταχθεί κανονικά τα αγήματα που απέδιδαν τιμές. Τα δύο ζεύγη περπάτησαν συζητώντας μεταξύ τους ως το Οβάλ Γραφείο. Φτάνοντας εκεί οι δύο ηγέτες κάθισαν μπροστά στο εμβληματικό τζάκι και απέναντι από… ένα δάσος μικροφώνων και μια συστάδα από κάμερες.

Ο Αμερικανός πρόεδρος ήθελε να μιλήσει και γι’ αυτό άρχισε να δίνει τον λόγο στους γνωστούς του δημοσιογράφους που ήταν στην αίθουσα. Κι εκείνοι, βεβαίως, δεν θα μπορούσαν να ρωτήσουν τίποτε άλλο εκτός από τις απειλές του Ιράν για αντίποινα κατά εκείνων που σκότωσαν τον Σουλεϊμανί. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή μόλις έβαζε μια τελεία ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος κρατούσε την «μπαγκέτα». Μετά δυσκολίας ακούγονταν τα ερωτήματα που προσπαθούσαν να θέσουν όσοι εκπροσωπούσαν τα ελληνικά Μέσα.

Η υποβολή τους, ωστόσο, έδωσε την ευκαιρία στον Ελληνα πρωθυπουργό, ο οποίος έως τότε παρακολουθούσε μάλλον αμήχανα, να παρέμβει, διακόπτοντας ευγενικά τον Αμερικανό πρόεδρο και να διατυπώσει τις θέσεις του τόσο για τη στάση της Τουρκίας στην περιοχή μας όσο και για την πρόθεση της Ελλάδας να αποκτήσει τα αμερικανικά αεροσκάφη πέμπτης γενιάς F-35. Οι παρεμβάσεις του ερμηνεύτηκαν από το περιβάλλον του ως απολύτως εύστοχες. Οπως έλεγαν συνεργάτες του, «ούτε βουβό πρόσωπο υπήρξε, όπως ισχυρίστηκαν στελέχη της αντιπολίτευσης, και είπε όλα όσα μπορούσαν να ειπωθούν στις συγκεκριμένες συνθήκες».

Σε αντίθεση άλλωστε με όσα λέγονταν, ο πρωθυπουργός πήγε στον Λευκό Οίκο με στόχο να αναδείξει τα προβλήματα που δημιουργεί η τουρκική προκλητικότητα, αλλά χωρίς να διακινδυνεύσει να υποβάλει αίτημα για τη δημόσια καταδίκη της, εισπράττοντας ενδεχομένως την αρνητική τοποθέτηση του προέδρου Τραμπ. Μια μέρα νωρίτερα, άλλωστε, αξιωματούχος του Λευκού Οίκου, ενημερώνοντας τους Ελληνες δημοσιογράφους είχε εκφράσει τη βούληση του αμερικανικού παράγοντα «η Τουρκία να παραμείνει αγκυροβολημένη στη Δύση».

Στις επαφές που είχαν στον Λευκό Οίκο και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ οι απόψεις «για το πού το πάει η Αγκυρα» διίσταντο. Το ίδιο και οι εκτιμήσεις για τις εξελίξεις που μπορεί να υπάρξουν, καθώς δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι «αργά ή γρήγορα η Τουρκία θα αφήσει το άρμα της Δύσης».

«Θέλει μόνο να παίρνει»

Ελληνες αξιωματούχοι δέχτηκαν συχνά ερωτήματα για το αν εννοεί ο Ερντογάν όσα λέει, ενώ τους ζητήθηκε επανειλημμένα να ερμηνεύσουν τη στάση του. Οι απαντήσεις που δόθηκαν είναι ότι «ενώ ο Τούρκος πρόεδρος υποσχέθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο που συναντήθηκαν στη Νέα Υόρκη κινήσεις κατευνασμού, ώστε να υπάρξει επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, συνέβη ακριβώς το αντίθετο: εντάθηκαν οι παραβιάσεις στο Αιγαίο και αυξήθηκαν οι μεταναστευτικές ροές».

Οι ελληνικές θέσεις βρήκαν ευήκοα ώτα από μεγάλο μέρος του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, λένε πηγές που έχουν γνώση των συνομιλιών. Ενδεικτικά επισημαίνεται ότι ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας Τζιμ Ρις είπε ότι έχει προσωπική εμπειρία ότι «ο Ερντογάν είναι ένας πολιτικός που θέλει μόνο να παίρνει και να μη δίνει τίποτα».

Τόσο στο τετ α τετ με τον Τραμπ όσο και στις διευρυμένες συνομιλίες των αντιπροσωπιών των δύο πλευρών, ο Ελληνας πρωθυπουργός μίλησε ανοιχτά για τους κινδύνους που δημιουργούν οι πρωτοβουλίες της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Και σε αυτό το πνεύμα προειδοποίησε τους συνομιλητές του ότι η χώρα μας δεν θα ανεχθεί τυχόν κλιμάκωση που μπορεί να προκύψει εφόσον διανοηθεί η Τουρκία να προχωρήσει στην de facto εφαρμογή της παράλογης συμφωνίας που συνήψε τον προηγούμενο μήνα με τη Λιβύη, στέλνοντας, για παράδειγμα, ερευνητικό σκάφος κοντά σε κάποιο ελληνικό νησί, όπως η Κρήτη.

«Εχουμε κόκκινες γραμμές απέναντι στις συνεχείς προκλήσεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και θεωρώ ότι πρέπει να τις ξέρετε», είπε, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, ο πρωθυπουργός. «Πρέπει να ξέρετε», συνέχισε, «ότι δεν θα επιτρέψουμε να παραβιαστούν κυριαρχικά μας δικαιώματα».

«Αν συμβεί κάτι τέτοιο δεν θα έχουμε άλλη επιλογή από το να απαντήσουμε στην πρόκληση», συμπλήρωσε. «Και αυτό πρέπει να το ξέρετε και να το λάβετε υπόψη σας αν σας ενδιαφέρει η σταθερότητα στην περιοχή και αν δεν θέλετε να προστεθεί μία ακόμη εστία αστάθειας», υπογράμμισε. Και κατέληξε σημειώνοντας: «Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι είναι καλύτερα να προλάβουμε το κακό, παρά να τρέχουμε εκ των υστέρων».

Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι συγκατανεύοντας, αλλά χωρίς να εκφράζονται ρητά, έδειξαν να συμμερίζονται τις ανησυχίες της ελληνικής πλευράς, κυρίως όταν, με άδεια του πρωθυπουργού, ο υπουργός Αμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος παρενέβη για να περιγράψει την κατάσταση με ένα ευχερές παράδειγμα.

«Αν έρθει κάποιος και εγκατασταθεί στην αυλή του σπιτιού μου, θα του ζητήσω στην αρχή ευγενικά να αποχωρήσει. Αν δεν το κάνει, θα υποχρεωθώ να τον απομακρύνω διά της βίας. Αν και πάλι δεν φύγει και με απειλήσει επειδή είναι οπλισμένος, δεν θα έχω επιλογή από το να χρησιμοποιήσω κι εγώ τα δικά μου όπλα…», εξήγησε ο Ελληνας υπουργός.

Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, η ελληνική πλευρά δεν διατύπωσε συγκεκριμένο αίτημα για την ανάληψη πρωτοβουλίας διαμεσολάβησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να ανοίξει δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στην Αθήνα και την Αγκυρα. Οταν, μάλιστα, από το αμερικανικό επιτελείο τέθηκε στη σύσκεψη ερώτημα για το τι προτείνει η ελληνική πλευρά, η απάντηση ήταν: «Εμείς σας εκθέτουμε την κατάσταση κι εσείς πράξτε αυτό που θεωρείτε ότι πρέπει να πράξετε».

Η αίσθηση που αποκόμισαν Ελληνες διπλωματικοί ήταν ότι η αμερικανική διπλωματία θα εκδήλωνε κάποια πρωτοβουλία. Δεν περίμεναν, ωστόσο, να κινηθούν τα πράγματα τόσο γρήγορα όσο έγινε με το ταξίδι του αρμόδιου για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις υφυπουργού Μάθιου Πάλμερ στην Αγκυρα. «Εμείς είπαμε αυτά που έπρεπε να πούμε και η μπάλα τώρα είναι στην άλλη πλευρά», έλεγε κυβερνητική πηγή στο «ΘΕΜΑ».

Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr