«Κολλημένη» στο 2% με 2,5% του ΑΕΠ παραμένει διαχρονικά η παραγωγή της ασφαλιστικής αγοράς, με την Ελλάδα να καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό διείσδυσης.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από σχετική έρευνα της KPMG, η χώρα μας εμφανίζεται εξοικειωμένη με τον θεσμό της ιδιωτικής ασφάλισης σε ποσοστό μόλις 2,42%, όταν, για παράδειγμα, στην Ταιβάν και το Χονγκ Κονγκ προσεγγίζει το 20%, στο Ηνωμένο Βασίλειο το 10,3%, στη Γαλλία το 9,21%, στην Ιταλία το 8,33%, στη Γερμανία το 6,33% και, τέλος, στην Κίνα το 4,3%.

«Η επικέντρωση της τωρινής συζήτησης για τα ‘αναγκαία’ φορολογικά κίνητρα, για τα οποία δεν αμφισβητείται η δυναμική τους, αποπροσανατολίζει τη συζήτηση από τα δομικά ζητήματα», σημειώνει η εταιρεία, εστιάζοντας στα εξής:

  • Τις αυθαίρετες ή πρόσκαιρες πολιτικές και πρακτικές από την πολιτεία στην καταβολή αποζημιώσεων από φυσικά φαινόμενα που υπονομεύουν το θεσμό της ιδιωτικής ασφάλισης. «Η διαφάνεια και σταθερότητα των όρων καταβολής αποζημιώσεων από την πολιτεία – ανεξαρτήτως διακυβέρνησης – θα ωφελήσει, τόσο τους πολίτες, όσο και την πολιτεία, για σωστό οικονομικό προγραμματισμό, καθώς και την αποφυγή παγίδευσης των κομμάτων από πολιτικές διεκδικήσεις.
  • Την έλλειψη ειλικρίνειας και διαφάνειας και ως προς τις αυξήσεις των προγραμμάτων υγείας, τόσο των ισόβιων, αλλά και ετησίων, από πλευράς των εταιρειών. Σύμφωνα με την KPMG, οι κρυφές, επιλεκτικές και δυσανάλογες με την ηλικία και την οικονομική κατάσταση του ασφαλισμένου αυξήσεις ασφαλίστρων και ιδιαίτερα σε περιόδους ζωής των ασφαλισμένων που χρειάζονται περισσότερο την κάλυψη, φαντάζουν σε ορισμένες περιπτώσεις εκβιαστικές. «Στην ίδια κατεύθυνση είναι και πολιτικές προσέλκυσης ασφαλισμένων μέσω χαμηλών ασφαλίστρων και προσφορών, αλλά με αδιαφάνεια στις μελλοντικές αυξήσεις. Γιατί ο καταναλωτής να μην έχει εκ των προτέρων ενημέρωση για το ενδεικτικό κόστος της ασφάλισης ανάλογα την ηλικία του, ώστε να γνωρίζει το ενδεικτικό ύψος των ασφαλίστρων – σε τρέχουσες τιμές – σε διάφορες ηλικιακές φάσεις της ζωής του;», προσθέτει χαρακτηριστικά.
  • Την απουσία της ουσιαστικής συμμετοχής του τρίτου πυλώνα ασφάλισης στους σχεδιασμούς του κράτους για την επόμενη ημέρα στις συντάξεις και την υγεία.
  • Τη μη ενίσχυση των εξατομικευμένων προγραμμάτων σε αντίθεση με «έτοιμα» πακέτα – εμπορεύματα που δεν καλύπτουν τις ανάγκες κάθε πελάτη. «Όταν ο καταναλωτής θα αντιληφθεί ότι δεν υπάρχει ουσιαστική κάλυψη των αναγκών του απλώς θα διακόψει και ίσως αργήσει να επανέλθει», σημειώνει η KPMG.
  • Την αδυναμία βελτίωσης εμπειρίας πελάτη με καλύτερες και οικονομικότερες υπηρεσίες.
  • Την αποτυχία ενίσχυσης της ασφαλιστικής συνείδησης μέσω στοχευμένων δράσεων και έμφαση στην παιδεία.

«Η μεγάλη συζήτηση που πρέπει να ανοίξει με την πολιτεία και τους αρμόδιους φορείς αφορά στην ουσιαστική προστασία από την κλιματική αλλαγή και τα φυσικά φαινόμενα. Μπορεί να φαίνεται οξύμωρο, αλλά τα φυσικά φαινόμενα για την ασφαλιστική αγορά δεν είναι απρόσμενα, αλλά είναι προβλέψιμα σε βάθος χρόνου. Μέσω της συζήτησης και λήψης κατάλληλων αποφάσεων σε μακροχρόνιο επίπεδο θα προστατευτούν καλύτερα κοινωνία, πολίτες και κράτος. Σε αυτή τη συζήτηση θεωρούμε ότι περιλαμβάνεται και το ερώτημα εάν θα πρέπει το κράτος να ‘αντασφαλίζεται» για τους κινδύνους αυτούς», τονίζει ο γενικός διευθυντής στο Τμήμα Ελέγχου της KPMG, κ. Φίλιππος Κάσσος.

Διαβάστε ακόμη 

Μπάφετ: Η οικονομία των ΗΠΑ κινείται με «εξαιρετικά υψηλή ταχύτητα» – Ποιους αποκάλεσε «δολοφόνους» 

Κομισιόν- Τουρισμός: Χαλάρωση των μέτρων για τα ταξίδια αλλά και «φρένο ασφαλείας» για τις μεταλλαγές του ιού 

Εμβόλια – κορωνοϊός: Πόσα χρήματα θα ξοδέψει ο πλανήτης μέχρι το 2025