Η Ευρώπη βρίσκεται στα πρόθυρα μιας νέας ενεργειακής κρίσης, η οποία μάλιστα δεν αποκλείεται να λάβει καταστροφικές διαστάσεις αν ο χειμώνας αποδειχθεί ιδιαίτερα ψυχρός και δύσκολος.

Οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν τριπλασιαστεί, παρασύροντας την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ και το πετρέλαιο βρίσκεται σε υψηλά τριετίας για μια σειρά από λόγους οικονομικούς, γεωπολιτικούς, ακόμα και μετεωρολογικούς.

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσπαθούν να λάβουν έκτακτα μέτρα για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση και το μεγάλο ερώτημα είναι αν η κατάσταση αυτή είναι κάτι προσωρινό που οφείλεται στην απότομη μετάβαση από την καραντίνα στην πλήρη λειτουργία της οικονομίας παγκοσμίως ή υπάρχουν βαθύτερες ανισορροπίες οι οποίες προμηνύουν μια νέα παγκόσμια ενεργειακή κρίση.

Στην Ελλάδα η κυβέρνηση δηλώνει ότι βρίσκεται σε εγρήγορση για να απαλύνει τις επιπτώσεις στα νοικοκυριά και εξετάζει την προοπτική καταβολής επιδόματος φυσικού αερίου, ενώ έχει ήδη ανακοινώσει μέτρα για επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος προκειμένου να απορροφηθεί μέρος της ανατίμησης. Η Ισπανία υιοθετεί έκτακτα μέτρα για τη μείωση του κόστους ηλεκτρισμού για τα νοικοκυριά -μεταξύ αυτών και μείωση της φορολογίας στο ρεύμα-, η Γαλλία ετοιμάζει έκτακτο επίδομα για τα φτωχά νοικοκυριά, ενώ παρόμοιες παρεμβάσεις εξετάζουν πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

Σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες οι Αρχές βλέπουν με αγωνία τις εικόνες από τη Βρετανία και το χάος που προκαλεί η έλλειψη καυσίμων. Η τελευταία οφείλεται βέβαια και στα απόνερα του Brexit – και στα προβλήματα τροφοδοσίας που προκαλεί η έλλειψη οδηγών βυτιοφόρων, αλλά οι ουρές στα βενζινάδικα δεν παύουν να προκαλούν εφιαλτικούς συνειρμούς για το τι μπορεί να συμβεί αν η ενεργειακή κρίση βαθύνει και συνεχιστεί.

Η ανατίμηση του φυσικού αερίου, πάντως, οδηγεί ήδη σε πτώχευση βρετανικές εταιρείες παροχής ενέργειας επειδή δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στο αυξημένο κόστος παραγωγής με φυσικό αέριο. Πολλές εταιρείες δεν έχουν αποθέματα αερίου, ενώ πουλάνε με συμβόλαια σταθερού κόστους στον καταναλωτή και υπάρχει πλαφόν στην τιμή που δεν επιτρέπει να περάσει η αύξηση στον πελάτη.

Στη Γαλλία οι τιμές ηλεκτρισμού αυξήθηκαν 149% στο δίμηνο Αυγούστου – Σεπτεμβρίου, στη Γερμανία κατά 119% και στη Βρετανία κατά 298%. Η κατάσταση επηρεάζει πολλούς κλάδους της οικονομίας.

Βρετανικές χαλυβουργίες ανέστειλαν τη λειτουργία τους, ενώ εταιρείες λιπασμάτων που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο μειώνουν την παραγωγή τους.

Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι τον Απρίλιο του 2020, εν μέσω πανδημίας, η τιμή των προθεσμιακών τιμών πετρελαίου είχε φτάσει για πρώτη φορά σε αρνητικά επίπεδα, αντανακλώντας, τότε, τους φόβους για τις συνέπειες της καραντίνας και της οικονομικής ύφεσης.

Η κατάσταση, όμως, αντιστράφηκε φέτος, καθώς η οικονομική δραστηριότητα ανακάμπτει, ενώ μια σειρά από παράγοντες σε διάφορα μέτωπα δημιούργησαν ένα «κοκτέιλ μολότοφ» για τις τιμές του φυσικού αερίου.

Την περασμένη άνοιξη στην Ευρώπη, όπου στις περισσότερες χώρες το φυσικό αέριο αποτελεί βασικό καύσιμο θέρμανσης, τα αποθέματα εξανεμίστηκαν λόγω του ψυχρού καιρού. Καθώς οι οικονομίες άρχισαν να ανοίγουν, η ζήτηση αυξήθηκε και η προσφορά δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Την ίδια στιγμή, αυξήθηκε η ζήτηση φυσικού αερίου και από την Κίνα και από άλλες ασιατικές χώρες, ενώ και οι παραδόσεις φυσικού αερίου στην Ευρώπη από τη Ρωσία είναι χαμηλότερες σε σχέση με τις ποσότητες που παραδίδονταν πριν από την πανδημία.

Ταυτόχρονα, η κρίση που προκάλεσε η πανδημία έχει περιορίσει την παραγωγή σχιστολιθικού αερίου στις ΗΠΑ, ενώ μειωμένη ήταν και η παραγωγή ηλεκτρικού από αιολική ενέργεια λόγω της… άπνοιας στη Βόρεια Θάλασσα.

Ορισμένοι αναλυτές επισημαίνουν ότι ακόμη και η Ρωσία, που καλύπτει περίπου το 40% των αναγκών της Ε.Ε. σε φυσικό αέριο, έχει προβλήματα παραγωγής και ίσως τα αποθέματα της Gazprom αποδειχθούν ανεπαρκή, εάν ο ευρωπαϊκός χειμώνας είναι ιδιαίτερα ψυχρός. Κάποιοι, όμως, πιστεύουν ότι ίσως η Μόσχα να μειώνει σκόπιμα τις παραδόσεις, έτσι ώστε να πιέσει τη Γερμανία να επιταχύνει την έγκριση του αγωγού Nord stream 2, ο οποίος θα μεταφέρει φυσικό αέριο απευθείας από τη Ρωσία στην Ε.Ε. και είναι έτοιμος, αλλά δεν λειτουργεί μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες έγκρισης.

Η Νορβηγία, που καλύπτει το 20% των ευρωπαϊκών αναγκών, έχει δεσμευτεί να αυξήσει την παραγωγή από τον Οκτώβριο, αλλά κατά κοινή ομολογία οι κινήσεις αυτές δεν θα εκτονώσουν την πίεση στις τιμές, οι οποίες θα παραμείνουν ψηλά το επόμενο διάστημα.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η μειωμένη προσφορά δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση και οι τιμές οδηγούνται στα ύψη.

«Τέλεια καταιγίδα»

Η κατάσταση παραπέμπει σε συνθήκες «τέλειας καταιγίδας», όπως χαρακτηριστικά την περιέγραψε ο επιχειρηματίας του χώρου της ενέργειας Ευάγγελος Μυτιληναίος μιλώντας σε αναλυτές την περασμένη εβδομάδα.

Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η τιμή του φυσικού αερίου έχει περίπου τριπλασιαστεί από πέρυσι και βρίσκεται σχεδόν σε διπλάσια επίπεδα από το 2019. Η ανατίμηση οδηγεί πολλούς παραγωγούς ηλεκτρισμού σε άλλες πρώτες ύλες, όπως το κάρβουνο και το πετρέλαιο, προκαλώντας ανατίμηση και σε αυτά.

Την ίδια στιγμή, όμως, έχει αυξηθεί και το κόστος χρήσης ορυκτών καυσίμων, καθώς οι παραγωγοί που τα χρησιμοποιούν πρέπει να αγοράζουν δικαιώματα ρύπων (δικαιώματα εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα.

Η τιμή των τελευταίων έχει εκτοξευτεί επίσης στα 65 ευρώ ανά μετρικό τόνο, από 30 ευρώ που ήταν στην αρχή του χρόνου.

Η ανατίμηση των δικαιωμάτων ρύπων οφείλεται, ανάμεσα σε άλλα, και στη λεγόμενη «πράσινη μετάβαση», ήτοι τη σταδιακή μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων προς όφελος των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.

Η Ευρώπη έχει υιοθετήσει τους πιο αυστηρούς στόχους για μηδενικό ισοζύγιο ρύπων έως το 2050, αλλά σε παρόμοια στρατηγική προσανατολίζεται και η Κίνα, ενώ αναμένεται και η στροφή των ΗΠΑ στην ίδια κατεύθυνση.

Το φυσικό αέριο είναι μεν και αυτό ορυκτό, αλλά πιο «καθαρό» από τα υπόλοιπα και για τον λόγο αυτό θεωρείται ενδιάμεσο καύσιμο, με αποτέλεσμα να ευνοείται από την πράσινη μετάβαση, γεγονός που συνέβαλε και αυτό στην αύξηση της ζήτησης.

Ορισμένοι οικονομολόγοι και αναλυτές του χώρου εκτιμούν ότι η στροφή σε ανανεώσιμες πηγές μοιραία οδηγεί σε υψηλότερο κόστος ενέργειας, ιδιαίτερα στη διάρκεια της μετάβασης, καθώς οι νέες μορφές παραγωγής δεν είναι ακόμα ώριμες και παραμένουν ακριβές. Την ίδια στιγμή οι επενδύσεις σε παλιές μορφές ενέργειας έχουν μειωθεί, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση και για τον λόγο αυτό οι τιμές θα ανεβαίνουν μέχρι να βρεθεί μια νέα ισορροπία.

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα φέρνουν τις αεροπορικές μεταφορές, όπου το κόστος των ταξιδιών είχε συμπιεστεί πάρα πολύ – τουλάχιστον προ πανδημίας. Ενα αεροπορικό εισιτήριο Αθήνα – Μιλάνο στα 50 ευρώ δεν περιλαμβάνει το κόστος που προκαλεί το ταξίδι στο περιβάλλον και η λογική πρόβλεψη είναι ότι η τιμή του θα εκτοξευτεί, τουλάχιστον μέχρι οι νέες τεχνολογίες να επιτρέψουν «καθαρά» αεροπορικά ταξίδια.

Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, μέχρι να υπάρξουν αεροσκάφη που θα καίνε υδρογόνο (το οποίο θα έχει παραχθεί με ΑΠΕ) ή θα είναι ηλεκτροκίνητα, το κόστος των ταξιδιών θα αυξάνεται, όπως θα αυξάνεται γενικά το κόστος της ενέργειας όσο προωθείται ένα νέο πράσινο μοντέλο που δεν είναι ακόμα ώριμο, την ίδια στιγμή που οι παραδοσιακές ρυπογόνες μορφές ενέργειας περιορίζονται.

Οι υποστηρικτές της θεωρίας αυτής προβλέπουν ότι έρχεται μια νέα γενικευμένη ενεργειακή κρίση εξαιτίας αυτής της ανισορροπίας που υπάρχει σήμερα στην παγκόσμια αγορά ενέργειας, σε συνδυασμό με την πολιτική στροφή στην πράσινη οικονομία. Και υποστηρίζουν ότι η πανδημία απλά επιτάχυνε τις εξελίξεις, δείχνοντας σε «γρήγορη κίνηση» ποιες είναι οι τάσεις και το μέλλον.

Ο αντίλογος είναι ότι η κρίση είναι συγκυριακή, καθώς σε ορίζοντα ενός-δύο ετών η κατάσταση θα ομαλοποιηθεί. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η συμβολή της πράσινης μετάβασης στη σημερινή αύξηση των τιμών είναι μόνο 20%, όπως είπε ο αρμόδιος επίτροπος Φρανς Τίμερμανς, ήτοι ότι μόνο το 1/5 της ανατίμησης οφείλεται στην αύξηση του κόστους των δικαιωμάτων ρύπων.

Ορισμένοι ευρωβουλευτές, πάντως, απέδωσαν την ανατίμηση των δικαιωμάτων ρύπων στην ευρωπαϊκή νομοθεσία για την πράσινη μετάβαση. Η Πολωνία, που διαθέτει αποθέματα λιγνίτη και βλέπει το κόστος χρήσης τους να αυξάνεται από τα ακριβά δικαιώματα ρύπων, βρίσκεται σε σύγκρουση με την Ε.Ε. και επιμένει ότι θα διατηρήσει σε λειτουργία τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού με λιγνίτη στο Τουρόφ, στα σύνορα με την Τσεχία, παρά το πρόστιμο που επιβάλλει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Αναλυτές της ενέργειας επισημαίνουν επίσης ότι το κόστος των ΑΠΕ μειώνεται διαρκώς. Το κόστος της ηλιακής ενέργειας κυμαίνεται από 110 ευρώ ανά μεγαβατώρα (MWh) στη Βόρεια Ευρώπη, 40 ευρώ στη Νότια Ευρώπη, 60 ευρώ στην Κίνα, 45 ευρώ στην Ινδία. Το μέσο κόστος αιολικής ενέργειας στην Ευρώπη έχει υποχωρήσει στα 80 ευρώ ανά MWh.

Από την άλλη πλευρά, το κόστος παραγωγής με φυσικό αέριο έχει εκτιναχθεί στα 160 ευρώ ανά MWh, από 40-50 ευρώ που είχε πέσει πέρυσι και από περίπου 80 ευρώ το 2019.

Ενα από τα κεντρικά ζητήματα που συνδέεται με τις ΑΠΕ είναι η δυσκολία αποθήκευσης, καθώς η τεχνολογία δεν έχει εξελιχθεί έτσι ώστε να επιτρέπει την αποθήκευση και μεταφορά αιολικής και ηλιακής ενέργειας με αποτελεσματικό και οικονομικό τρόπο.

Στο πεδίο αυτό οι λύσεις αναζητούνται στην τεχνολογία του υδρογόνου, η οποία, όμως, ακόμα δεν είναι έτοιμη και εκτιμάται ότι θα ωριμάσει γύρω στο 2030-2035.

Η συζήτηση για τις μακροχρόνιες συνέπειες της πράσινης μετάβασης στην αγορά ενέργειας μόλις άνοιξε και προς το παρόν ακόμα και οι πλέον αισιόδοξοι αναλυτές δεν αμφιβάλλουν ότι οι τιμές θα μείνουν ψηλά τουλάχιστον μέχρι το επόμενο καλοκαίρι.

Σε κάθε περίπτωση, το μοτίβο με τις ανατιμήσεις στην ενέργεια μοιάζει με εκείνο για τον πληθωρισμό. Μετά τη μεγάλη πτώση λόγω της πανδημίας, το άνοιγμα της αγοράς προκαλεί χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, με αποτέλεσμα οι τιμές να ανεβαίνουν. Οι επίσημες αρχές λένε ότι το φαινόμενο είναι παροδικό, αλλά μέχρι στιγμής οι τιμές ανεβαίνουν.

Το τμήμα ανάλυσης της Goldman Sachs, για παράδειγμα, βλέπει ότι σύντομα το πετρέλαιο θα φτάσει στα 90 δολάρια το βαρέλι (από 80 δολάρια σήμερα), με το σκεπτικό ότι το χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης είναι μεγαλύτερο απ’ ό,τι αρχικά είχε εκτιμηθεί, λόγω της ισχυρής ανάκαμψης, τη στιγμή που η παγκόσμια προσφορά είναι και αυτή χαμηλότερα από τις αρχικές προβλέψεις.

Ορισμένοι οικονομολόγοι φοβούνται ότι επανέρχεται ο κίνδυνος του στασιμοπληθωρισμού, ο οποίος χτύπησε τις ανεπτυγμένες οικονομίες τη δεκαετία του 1970 μετά το πετρελαϊκό σοκ. Τότε η άνοδος των τιμών του πετρελαίου παρέσυρε όλες τις τιμές προς τα πάνω (πληθωρισμός) και προκάλεσε επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης (στασιμότητα) οδηγώντας σε ένα φαύλο κύκλο ο οποίος ξεπεράστηκε ύστερα από πολλά χρόνια.

Διαβάστε ακόμη:

Société Générale για τις τιμές ενέργειας: H τέλεια καταιγίδα θα μπορούσε να γίνει χειρότερη

Πλειστηριασμοί: Στα αζήτητα ο Πετζετάκις και τα δύο catamaran – Άλλαξαν χέρια 2 από τις 14 βίλες στη Μύκονο

Αυτό είναι το καλύτερο εστιατόριο στον κόσμο – Όλη η λίστα με τους 50 νικητές