Σε σκληρή αντιπαράθεση με θύματα τις μεγαλύτερες εταιρείες κοινής ωφέλειας, αλλά και τους καταναλωτές οδηγεί ο πόλεμος προσφυγών για την ταχυδρομική αποστολή των λογαριασμών ύδρευσης και ηλεκτρικής ενέργειας σε δύο διαγωνισμούς της ΕΥΔΑΠ και της ΔΕΗ αντίστοιχα, με έσοδα συνολικού ύψους περίπου 25 εκατομμυρίων ευρώ.

Από τη μια πλευρά είναι τα Ελληνικά Ταχυδρομεία που έχουν ξεκινήσει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης με εθελουσία και ενίσχυση ρευστότητας και αναζητούν επιτακτικά σταθερές  πηγές εσόδων. Και από την άλλη είναι η ACS εταιρεία του ομίλου Quest, leader του χώρου από πλευράς μεριδίων αγοράς, με μεγάλες επενδύσεις σε ανάπτυξη υποδομών (κέντρο διαλογής).

Την αιώνια κόντρα μεταξύ των δύο ανταγωνιστών που μονοπωλούν τις συμβάσεις σε ΔΕΗ και ΕΥΔΑΠ συντηρούν  οι συνθήκες στην αγορά.

Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι οι πάροχοι προσπαθούν να στρέψουν τους καταναλωτές στα ηλεκτρονικά κανάλια πληρωμών, επενδύοντας στον τομέα αυτό, επιβεβαιώνει ότι συμβάσεις σαν της ΕΥΔΑΠ και της ΔΕΗ με αυξημένο όγκο, αποτελούν πολύ σημαντικά συμβόλαια.

Το βραχυκύκλωμα όμως που έχει προκαλέσει ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο αντιπάλων είναι πρωτόγνωρο καθώς η ΕΥΔΑΠ έχει σταματήσει να εκδίδει λογαριασμούς από τις 27 Απριλίου με αποτέλεσμα να εμφανίζει απώλειες από ανείσπρακτα έσοδα που υπολογίζονται σε περίπου 1 εκατομμύριο ευρώ σε ημερήσια βάση.

Πρόκειται για ένα σοβαρό οικονομικό μέγεθος, το οποίο υπολογίζεται από τις ημερήσιες αποστολές λογαριασμών που φτάνουν τις 50.000 (με ένα μέσο όρο οφειλής τα 20 ευρώ). Έσοδα που στερείτε προσωρινά  σήμερα η ΕΥΔΑΠ με την ελπίδα ότι όταν αποκατασταθεί η ομαλότητα, να επιστρέψουν στο ταμείο της.

Οι ανυπολόγιστες καθυστερήσεις ενδέχεται πάντως να ζημιώσουν την επιχείρηση καθώς επηρεάζουν την ροή εξόφλησης των λογαριασμών. Στελέχη της εταιρείας παρατηρούν ότι κάθε φορά που συσσωρεύονται χρέη, στην αγορά παρατηρείται δυσκολία στην αποπληρωμή τους. Όπως αναφέρουν, άλλο είναι να εξοφλεί κανείς ένα λογαριασμό με οφειλή 50 ευρώ και άλλο με 200 ή 300 ευρώ. Μέχρι στιγμής, στη βάση πελατών της ΕΥΔΑΠ λογαριασμούς παραλαμβάνουν μόνο όσοι διενεργούν ηλεκτρονικές πληρωμές που αντιστοιχούν μόλις στο 1% των λογαριασμών (e/bill) αλλά και οι μεγάλοι πελάτες όπως Δημόσιο, ΟΤΑ, εμπορικές αλυσίδες οι οποίοι τους παραλαμβάνουν μέσω ταχυδρομείου ή κλητήρων.

Το παράδοξο με την ΕΥΔΑΠ είναι ότι ο κύριος διαγωνισμός που αφορά 2 εκατομμύρια παροχές για δύο συν ένα χρόνο (συνολικά 8 εκατ. λογαριασμούς ετησίως) έχει ξεκινήσει από το 2018 με μειοδότη τα ΕΛΤΑ. Έκτοτε όμως λόγω εκατέρωθεν προσφυγών και καταγγελιών που έφτασαν στα δικαστήρια και την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών, οι λογαριασμοί της ΕΥΔΑΠ διανέμονταν με επέκταση του συμβατικού αντικειμένου της παλιάς σύμβασης και από πέρσι το Φθινόπωρο με απευθείας αναθέσεις, μοιρασμένες και στις δύο εταιρείες. Έτσι από 500.000 ευρώ έλαβαν τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα από δύο φορές, με την τελευταία να λήγει τον Απρίλιο με ενιαία τιμή ανά λογαριασμό τα 0,39 ευρώ. Σημειώνεται ότι τα ΕΛΤΑ χρειάστηκε να αναπροσαρμόσουν προς τα πάνω το τίμημα τον περασμένο Δεκέμβριο, επικαλούμενα τον κίνδυνο να κατηγορηθούν για απιστία αφού πουλούσαν φθηνότερα στην ΕΥΔΑΠ από ό,τι η ACS.

Μπροστά στις δυσκολίες με την διανομή των λογαριασμών, στο τραπέζι έπεσε η ιδέα να αναλάβουν προσωρινά τις αποστολές οι 200 καταμετρητές της ΕΥΔΑΠ, οι οποίοι βγαίνουν καθημερινά στο δρόμο για τις μετρήσεις των ρολογιών. Όμως η λύση αυτή, παρότι λέγεται ότι έχει επανέλθει δεν φαίνεται να συγκεντρώνει μεγάλες πιθανότητες να εφαρμοστεί. Ούτε όμως και το γαϊτανάκι των απευθείας αναθέσεων μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί λύση. Για αυτό και στα ανώτατα κλιμάκια της επιχείρησης έχουν εξεταστεί διάφορα εναλλακτικά σενάρια όπως η συνδρομή από τα συναρμόδια υπουργεία νομοθετικής ρύθμισης που θα δίνει λύσεις, ακόμη και η γεωγραφική κατανομή του έργου η οποία μάλιστα εξετάστηκε αφού στους ενδιαφερόμενους για τους λογαριασμούς της ΕΥΔΑΠ εμφανίστηκε και μια τρίτη εταιρεία διανομής η WEST. Η τελευταία φέρεται να έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον να διεκδικήσει μερίδιο της πίτας «των απευθείας αναθέσεων» από τους λογαριασμούς της ΕΥΔΑΠ. Οριστικές όμως αποφάσεις δεν φαίνεται να έχουν ληφθεί.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι το προηγούμενο διάστημα η διοίκηση της εταιρείας προχώρησε σε απευθείας διαπραγμάτευση με τα ΕΛΤΑ και την ACS. Κατά το στάδιο αυτό οι υποψήφιοι προσέφεραν 0,31 ευρώ ανά λογαριασμό τα ΕΛΤΑ και 0,35 ευρώ η ACS, διαδικασία όμως που πάγωσε εκ νέου την ανάθεση λόγω νέου κύκλου ενστάσεων. Το αδιέξοδο στο διαγωνισμό και οι μεγάλες καθυστερήσεις στην ανάδειξη του αναδόχου, προκαλούν  σοβαρές αναταράξεις στην λειτουργία της εταιρείας, με αποτέλεσμα η ΕΥΔΑΠ να αναζητά επειγόντως λύση. Σκέψεις και κινήσεις φημολογείται ότι γίνονται για νέα διαπραγμάτευση με τις δύο εταιρείες με αμφίβολο όμως αποτέλεσμα. Πρώτον, γιατί δεν είναι σαφές ότι τα ΕΛΤΑ θα δεχτούν ένα τέτοιο όρο όταν κατά το προηγούμενο στάδιο ήταν μειοδότες. Δεύτερον, γιατί η εταιρεία καλείται να υπερπηδήσει τα νομικά κενά για να προχωρήσει σε νέα ανάθεση, δρόμος που αναζητείται μέσω  γνωμοδοτήσεων.

Η περίπτωση της ΔΕΗ και η νέα σύμβαση των 17,5 εκατ. ευρώ

Σε ανάλογη δυσκολία βρέθηκε και η ΔΕΗ καθώς ΕΛΤΑ και ACS έδωσαν σκληρή μάχη το τελευταίο πεντάμηνο και στον αντίστοιχο διαγωνισμό ταχυδρομικών υπηρεσιών της ΔΕΗ συνολικού ύψους 17,5 εκατ. ευρώ.

Σε πρώτη φάση, ο διαγωνισμός εμποδίστηκε από την ACS με προσφυγή που υποβλήθηκε στην Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ), η οποία απορρίφθηκε και εν συνεχεία στο ΣτΕ, υποστηρίζοντας ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις του διαγωνισμού, πληρούνται μόνο από τα ΕΛΤΑ και βγάζουν εκτός παιχνιδιού τις εταιρείες του κλάδου. Σύμφωνα με πληροφορίες, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο απέρριψε πρόσφατα τις προσφυγές της εταιρείας ανοίγοντας το δρόμο για την ανάθεση του συμβολαίου στα ΕΛΤΑ.

Η συνεργασία πάντως ΔΕΗ-ΕΛΤΑ έχει δοκιμαστεί τα τελευταία χρόνια και έφτασε στα όριά τους όταν τα Ελληνικά Ταχυδρομεία αυθαίρετα αποφάσισαν προ τριετίας να παρακρατήσουν τις οφειλές των λογαριασμών της ΔΕΗ για να αντιμετωπίσουν τα δικά τους πιεστικά προβλήματα ρευστότητας. Ο θόρυβος που προκάλεσε το συμβάν στην αγορά και τα προβλήματα που δημιούργησε στους καταναλωτές με την χορήγηση της έκπτωσης συνέπειας, χρειάστηκαν πολιτική παρέμβαση για να εκτονωθούν σε μια μάλιστα ιδιαίτερα προβληματική περίοδο και για τις δύο εταιρείες.

Η σύμβαση με την ΔΕΗ προβλέπει την συλλογή, διαλογή, διακίνηση και διανομή των ταχυδρομικών αποστολών της προς τους πελάτες της σε όλη την Ελληνική Επικράτεια εκτιμώμενης ποσότητας 39 εκατομμυρίων φακέλων. Μέσα σε αυτούς υπολογίζεται και η ετήσια ποσότητα των 38 εκατ. λογαριασμών και 1 εκατ. τεμαχίων ενημερωτικών ομαδικών επιστολών.

Σύμφωνα με την διακήρυξη η παράδοση των λογαριασμών στους πελάτες της ΔΕΗ προβλέπεται να γίνεται εντός 4 εργάσιμων ημερών κατά μέγιστο από την παραλαβή τους, ενώ η επίδοση ομαδικών ενημερωτικών επιστολών εντός 7 εργάσιμων ημερών.

Με βάση τους όρους του διαγωνισμού, ο ανάδοχος έπρεπε να έχει κύρια επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα τουλάχιστον κατά τα 3 τελευταία έτη την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών στο τομέα της καθολικής υπηρεσίας και να διαθέτει ειδική άδεια από την ΕΕΤΤ για όλη την επικράτεια. Επίσης προϋπόθεση για τον υποψήφιο ήταν να είχε τουλάχιστον ένα κατάστημα στο 95% των Καλλικρατικών δήμων της χώρας και 2 κέντρα διαλογής στην επικράτεια. Όρο που η ACS έχει επικρίνει ως φωτογραφικό.

Η ΑCS υλοποιεί μία μεγάλη επένδυση ύψους 40 εκατ. ευρώ σε νέο σύγχρονο κέντρο διαλογής δεμάτων (hub) στο Αιγάλεω, που υπολογίζεται να υπερτριπλασιάσει την δυναμικότητα  της εταιρείας. Πέρσι η ACS είχε κύκλο εργασιών 127,5 εκατ. ευρώ και κέρδη προ φόρων 13,9 εκατ.

Αντίστοιχα, από την  αρχή του έτους, τα ΕΛΤΑ έχουν ξεκινήσει το μεγάλο πρόγραμμα εξυγίανσης και  μετασχηματισμού, ενεργοποιώντας το σχέδιο εθελουσίας εξόδου 2.000 εργαζομένων, το οποίο σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες ενέργειες του προγράμματος αναδιάρθρωσης δημιουργεί ένα πιο ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον για την εταιρεία τα επόμενα χρόνια.

Πέρσι η εταιρεία  παρουσίασε 9,6 εκατ. ευρώ κέρδη μετά φόρων, τα οποία οφείλονται κυρίως στην αύξηση κατά 10 εκατ. ευρώ των εσόδων της αλλά και στην μείωση κατά 18 εκατ. ευρώ του κόστους προσωπικού και αμοιβών τρίτων. Σημειώνεται ότι το 2018 ο όμιλος είχε ζημιές 20 εκατ. ευρώ και 14 εκατ. ευρώ το 2017.