Στην κόψη του ξυραφιού οδηγεί η ουκρανική κρίση την εγχώρια αγορά ενέργειας, πλήττοντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που φορτώνονται τον κίνδυνο μιας νέας έκρηξης τιμών, η οποία ανατροφοδοτεί την ενεργειακή κρίση με δραματικές επιπτώσεις στην κατανάλωση και την οικονομία.

Τα τύμπανα του πολέμου δεν ηχούν δυσάρεστα μόνο στην Ουκρανία αλλά και στην κυβέρνηση που είναι αναγκασμένη να προσαρμόσει τις πολιτικές της στις νέες συνθήκες και να επεξεργαστεί πρόσθετα μέτρα για να αναχαιτίσει τις αυξήσεις και τις μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών.

Σε μια περίοδο που οι τιμές βρίσκονταν σε ρότα αποκλιμάκωσης πριν την εκδήλωση της ρωσικής επιθετικότητας στην Ουκρανία, υποχωρώντας κάτω από τα 200 ευρώ η μεγαβατώρα, η έναρξη του πολέμου βάζει ξανά φωτιά στο διεθνές ενεργειακό σκηνικό και οδηγεί σε νέο ράλι την αγορά ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου.

Την Παρασκευή οι τιμές στην πλατφόρμα του Ολλανδικού hub TTF που αποτελεί σημείο αναφοράς για την ΕΕ, έσπασαν κάθε ιστορικό προηγούμενο αφού βρέθηκαν πάνω από τα 200 ευρώ η μεγαβατώρα όταν μία εβδομάδα πριν, ο αντίστοιχος δείκτης βρισκόταν στα 110 ευρώ. Προ της ρωσικής εισβολής οι αντίστοιχες τιμές στo TTF κυμαίνονταν από 70 έως 80 ευρώ/MW, κάτι που σημαίνει ότι μέσα σε δέκα μέρες καταγράφεται αύξηση πάνω από 150%.

Την εκρηκτική κούρσα ακολουθούν και τα προθεσμιακά συμβόλαια Μαϊου, τα οποία κινούνταν στα 196 ευρώ η μεγαβατώρα. Αποτέλεσμα των ανατιμήσεων είναι ο καλπασμός και της χονδρεμπορικής τιμής ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία το Σάββατο 5 Μαρτίου βρέθηκε και πάλι στα ύψη, στα 344,74 η μεγαβατώρα, οριακά μειωμένη σε σχέση με την προηγούμενη μέρα. Άμεσες είναι οι επιπτώσεις και στην τιμή του πετρελαίου που βρίσκεται πάνω από τα 114 ευρώ το βαρέλι με την τιμή της αμόλυβδης να φτάνει τα 2 ευρώ ανά λίτρο, οδηγώντας την κυβέρνηση στην λήψη μέτρων για την συγκράτηση τιμών και στην επιβολή πλαφόν στα καύσιμα. Η ανησυχία γύρω από την ενεργειακή ακρίβεια ήταν διάχυτη και πριν ξεσπάσει ο πόλεμος και επιβεβαιώνεται από τις διαδοχικές συσκέψεις στο Μέγαρο Μαξίμου.

Στον απόηχο όμως των δραματικών γεγονότων των τελευταίων ημερών εδραιώνεται η άποψη πως η κλίμακα της κρίσης είναι τέτοια που χρειάζεται μια ευρωπαϊκή λύση, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την πρόταση που κατέθεσε τις προηγούμενες μέρες στην σύνοδο Κορυφής ο κ. Μητσοτάκης.

Στο επίκεντρο της ελληνικής πρωτοβουλίας είναι αφενός μία δημοσιονομική ευελιξία από τις αυξημένες δαπάνες που προκαλεί η ένταση της ενεργειακής κρίσης, αφετέρου η αξιοποίηση των πόρων από τα δικαιώματα εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ευρωπαϊκό ταμείο ύψους 100 δισ. ευρώ που θα χρησιμοποιηθεί για την επιδότηση των ευρωπαίων καταναλωτών. Mια πρόταση που υποστήριξε ο Ελληνας υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας στο έκτακτο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας την περασμένη Δευτέρα.

Ο κ. Σκρέκας έχει προβλέψει ότι από το Ταμείο αυτό η χώρα μας θα μπορούσε να λάβει από 2 έως 2,5 δισ. Με την ουκρανική κρίση σε πλήρη εξέλιξη και την Ευρώπη να δέχεται αφόρητες πιέσεις από το ενεργειακό κόστος υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία ότι μπορεί η λύση του προβλήματος να έχει μια ευρωπαϊκή διάσταση. Η τύχη της ελληνικής πρότασης θα φανεί τις επόμενες μέρες όταν θα επικαιροποιηθεί από την Κομισιόν η εργαλειοθήκη για την ακρίβεια στην αγορά ενέργειας.

Σήμερα με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς τα μόνο χειροπιαστά έσοδα που μπορούν να συνεχίσουν να ανακουφίζουν τους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου είναι τα 2,5 δισ. έως 3 δισ. από τους πλειστηριασμούς των ρύπων και το πλεόνασμα του ειδικού λογαριασμού των ΑΠΕ. Όμως με την ένταση της κρίσης δεν είναι αρκετά! Στις κυβερνητικές συσκέψεις έχουν προταθεί και άλλα εναλλακτικά σενάρια, όπως είναι η έκτακτη εισφορά με αναδρομική ισχύ από 5 έως 10% των εσόδων των ηλεκτροπαραγωγών στην αγορά Επόμενης Μέρας, πλαφόν στα περιθώρια κέρδους κ.α.

Περιορισμένες είναι την ίδια στιγμή άλλες εναλλακτικές πηγές ελάφρυνσης των τιμολογίων από τις υπόλοιπες κρατικές πηγές στήριξης. Η ΔΕΗ, η οποία υπολογίζεται ότι έχει διαθέσει μέχρι σήμερα περί τα 700 έως 800 εκατομμύρια ευρώ για το εξάμηνο της κρίσης, δεν είναι διατεθειμένη να αυξήσει το ύψος των επιδοτήσεων και να βάλλει πιο βαθιά το χέρι στο ταμείο της όπως ενδεχομένως θα επιθυμούσαν στην κυβέρνηση.

Ο κυριότερος λόγος είναι ότι μία αύξηση των επιδοτήσεων θα είχε σοβαρές παρενέργειες στα οικονομικά της μεγέθη, οι οποίες θα αποτυπωθούν και στα αποτελέσματα του 2021 κάτι άλλωστε που επιβεβαίωσε και ο Πρωθυπουργός τις τελευταίες μέρες στη Βουλή. Επιπλέον όμως μια αύξηση των εκπτώσεων θα οδηγούσε σε σοβαρή πίεση τους ιδιώτες προμηθευτές καθώς εκτιμάται ότι θα έκλεινε περισσότερο της αγορά ηλεκτρισμού. Η ΔΕΗ επικρίθηκε με σφοδρότητα τους προηγούμενους μήνες για την εμπορική της πολιτική και αναγκάστηκε να αναθεωρήσει τα τιμολόγια από αρχές Δεκεμβρίου αυξάνοντας την τιμή της κιλοβατώρας και περιορίζοντας το κύμα μετακίνησης των καταναλωτών.

Ακόμη και σήμερα διαθέτει από τα πλέον ανταγωνιστικά τιμολόγια στον τομέα του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου. Μαζί με την ΔΕΠΑ, η οποία από τον Οκτώβριο έως και το Φεβρουάριο έχει διαθέσει περίπου 120 εκατομμύρια για τις επιδοτήσεις του φυσικού αερίου, οι δύο κρατικές εταιρείες έχουν «κάψει» στον πάτο του βαρελιού της ενεργειακής κρίσης σχεδόν 1 δις. ευρώ.

Εάν υπολογιστούν και οι πόροι από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης που μέχρι σήμερα φτάνουν το 1,7 δισ. ευρώ, το ενεργειακό κόστος έχει εξαφανίσει ήδη πάνω από 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Χωρίς παρ’ όλα αυτά να έχει εξαφανίσει το ασυνήθιστα βαρύ φορτίο που έχει πέσει στις πλάτες των καταναλωτών, νοικοκυριών και επιχειρήσεων που αν δεν σημάνει το τέλος του πολέμου θα συνεχιστεί με απρόβλεπτες διαστάσεις.

Διαβάστε ακόμη 

Tesla: Πως η ενεργειακή κρίση γιγαντώνει την αυτοκινητοβιομηχανία του Έλον Μασκ (διάγραμμα)

Οι Νιάρχοι, ο Αμπράμοβιτς και το deal για το Chateau De La Croe

Η «έκρηξη» των κρατήσεων της Airbnb στην Ουκρανία σε ένα γράφημα