«Το φυσικό αέριο θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην μετάβαση σε ένα πιο «πράσινο» ενεργειακό μείγμα, καθώς πρόκειται για καύσιμο με περιορισμένες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και άλλων ρύπων που μπορεί να προσφέρει σημαντικά οφέλη στην ενεργειακή ασφάλεια». Η τοποθέτηση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα κατά τη χθεσινή Σύνοδο Υπουργών Ενέργειας της Ένωσης για την Μεσόγειο αποτυπώνει, σε γενικές γραμμές, την ελληνική θέση γύρω από το φλέγον για την Ευρώπη θέμα του φυσικού αερίου. Ιδιαίτερα με την προσθήκη του για την «κρισιμότητα της εφαρμογής τεχνολογιών καθαρής ενέργειας για το φυσικό αέριο, όπως την πρόσμιξη με το υδρογόνο, ειδικά για τους πλέον ενεργοβόρους τομείς όπως η βιομηχανία, η θέρμανση και οι μεταφορές», που αποτυπώνει τη σκληρή μάχη στο εσωτερικό της Ε.Ε. για το μέλλον του «γαλάζιου χρυσού», ο οποίος πολύ «άγαρμπα», κατά πολλούς, μετατέθηκε στην κατηγορία του «κακού ορυκτού καυσίμου».

Η χθεσινή τοποθέτηση του Έλληνα Υπουργού έχει αυτονόητη βαρύτητα καθώς έρχεται μετά τη Σύνοδο των Υπουργών Ενέργειας της Ε.Ε. την περασμένη Παρασκευή, η οποία κατέληξε σε μια συμβιβαστική φόρμουλα-πρόταση προς την Κομισιόν. Κάτι που προμηνύει ότι η παρασκηνιακή σύγκρουση εντός των τειχών συνεχίζεται και θα συνεχιστεί μέχρι την τελευταία στιγμή.

Οι Ευρωπαίοι ΥΠΕΝ αποδέχθηκαν την αναθεώρηση του κανονισμού για τα διευρωπαϊκά δίκτυα ενέργειας, σύμφωνα με την οποία τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου που θα λαμβάνουν χρηματοδοτική στήριξη θα πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις του εκσυγχρονισμού, των ευφυών συστημάτων και της απανθρακοποίησης. Με άλλα λόγια, θα είναι «προσαρμοσμένα» στους φιλόδοξους στόχους και τις απαιτήσεις του EU Green Deal ώστε να επιτευχθεί η κλιματική ουδετερότητα το 2050.

Την ίδια ώρα, όμως, κατοχυρώθηκε ένα «παράθυρο» για τη συνέχιση της δυνατότητας χρηματοδότησης των διευρωπαϊκών αγωγών φυσικού αερίου, μεταξύ των οποίων και ο EastMed.

Έτσι, αφενός το Συμβούλιο Υπουργών αποφάσισε να σταματήσει η χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά προγράμματα νέων έργων φυσικού αερίου και πετρελαίου και να θεσπιστούν υποχρεωτικά κριτήρια βιωσιμότητας.

Αφετέρου, για το νέο κανονισμό που εφόσον τελικά εγκριθεί θα εφαρμοστεί από το 2022, αναγνωρίζεται μεταβατική περίοδος έως τις 31  Δεκεμβρίου 2029, κατά την οποία μπορούν να χρηματοδοτηθούν έργα και υποδομές μεταφοράς ή αποθήκευσης φυσικού αερίου με την προϋπόθεση να αποκτούν αντίστοιχες δυνατότητες για μίγμα υδρογόνου ή βιομεθανίου. Αλλά και με την προοπτική αυτές οι υποδομές και τα έργα να καταστούν την «επόμενη μέρα» αποκλειστικής μεταφοράς ή αποθήκευσης υδρογόνου.

Στον αναθεωρημένο κανονισμό προβλέπεται ακόμη η κατοχύρωση της ολοκλήρωσης της αγοράς, της ανταγωνιστικότητας και της ασφάλειας του εφοδιασμού, έννοιες που «χωρούν» πολλά και μπορούν να ερμηνευτούν ποικιλοτρόπως.

Οι διαφορετικές εθνικές προτεραιότητες

Έτσι, όπως έμμεσα ανέδειξε και ο Κ. Σκρέκας, η πρόταση κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές ανάγκες και τα σημεία εκκίνησης των κρατών – μελών, ώστε να μη μείνει κανείς πίσω στην επίτευξη του στόχου μιας κλιματικά ουδέτερης Ευρώπης έως το 2050. «Είναι θετικό ότι περιλαμβάνεται η αναπροσαρμογή του δικτύου για την ανάμειξή του με φυσικό αέριο και υδρογόνο, για μια αυστηρά προσδιορισμένη μεταβατική περίοδο», όπως ανέφερε, τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη για την ένταξη σχετικών έργων στον Κατάλογο PCI (Κοινού Ενδιαφέροντος).

Προς την ίδια κατεύθυνση επισήμανε ότι «η ανάπτυξη ενός δυναμικού πλαισίου για τη μελλοντική αγορά  υδρογόνου, σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο» καθώς και ότι «ένα ρεαλιστικό ρυθμιστικό πλαίσιο θα πρέπει να αναγνωρίζει σημαντικό βαθμό ευελιξίας στα κράτη – μέλη, προσφέροντας παράλληλα επιπρόσθετα κίνητρα για την ανάπτυξη τεχνολογικών καινοτομιών με στόχο την διαμόρφωση εφοδιαστικών αλυσίδων μεγάλης προστιθέμενη αξίας».

Πίσω από όλα αυτά είναι σαφές ότι υπάρχει μια μάχη μεταξύ των ισχυρών δυνάμεων της Ευρώπης, -και όχι μόνο-, η οποία απηχεί και τη σύγκρουση τεράστιων οικονομικών συμφερόντων.

Τα ερωτήματα που προκύπτουν σε αυτή την αποφασισμένη πορεία προς την οικονομία του υδρογόνου είναι πολλά, ξεκινώντας από την τεχνολογική ωριμότητα και φτάνοντας στην παραγωγική επάρκεια για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών σε ένα ορατό χρονικό ορίζοντα. Είναι ερωτήματα που θα απαντηθούν μόνο στην πράξη. Μέχρι τότε η «παρουσία» του φυσικού αερίου ως «καυσίμου-γέφυρα» μπορεί να επιδέχεται πρόσμιξη, αλλά όχι αποκαθήλωση…

Σε επίπεδο ελληνικών συμφερόντων, όλα δείχνουν ότι οι μεγάλες επενδύσεις για projects φυσικού αερίου που έχουν ήδη πάρει το «πράσινο φως» της ένταξης στα PCI παραμένουν «κατοχυρωμένες». Το τοπίο γίνεται όμως σαφώς πιο δύσκολο για όσα προγραμματίζονται τώρα…