Η παγκόσμια θερμοκρασία το περασμένο καλοκαίρι έσπασε κάθε ρεκόρ, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη αύξηση που έχει παρατηρηθεί ποτέ. Ιούνιος, Ιούλιος και Αύγουστος ήταν οι πιο θερμοί μήνες, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2023 σημειώθηκε αύξηση 0,5 βαθμών Κελσίου συγκριτικά με την προηγούμενη υψηλότερη τιμή τον ίδιο μήνα το 2020. Σύμφωνα, μάλιστα, με το ευρωπαϊκό παρατηρητήριο για την ξηρασία, Copernicus, ο Σεπτέμβριος του 2023 θεωρείται ο θερμότερος σε διεθνή κλίμακα, ενώ ο φετινός Οκτώβριος ο θερμότερος που έχει καταγραφεί ποτέ, με αποτέλεσμα το 2023 να θεωρείται «πρακτικά βέβαιο» ότι θα είναι το θερμότερο έτος στην ιστορία.

Η ανησυχητική αύξηση της θερμοκρασίας, το υψηλό επίπεδο υγρασίας σε συνδυασμό με άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες αναμένεται να επιφέρουν δυσμενείς επιπτώσεις στην ανθρωπότητα.

Κάθε χρόνο δισεκατομμύρια πολιτών εκτίθενται σε ακραία ζέστη και υγρασία αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως θερμοπληξία και καρδιαγγειακά επεισόδια.

Αυτό προκύπτει από έρευνα του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια των ΗΠΑ που, μεταξύ άλλων, αναφέρει πως ολόκληρες περιοχές ενδέχεται να καταστούν μη κατοικήσιμες αν αυξηθεί η θερμοκρασία έστω και κατά 2 βαθμούς. Κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχει ήδη χαθεί ο στόχος που είχε τεθεί με τη Συμφωνία του Παρισιού το 2015. Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβανόταν σχέδιο δράσης για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη με μακροπρόθεσμο ορίζοντα να συγκρατηθεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω των 2 βαθμών Κελσίου -σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα- και να συνεχιστούν οι προσπάθειες για να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου. Σε αντίθετη περίπτωση οι συνέπειες για την ανθρώπινη υγεία και ολόκληρο τον πλανήτη μπορεί να αποβούν καταστροφικές.

Για να προσδιορίσουν τις περιοχές όπου η υπερθέρμανση θα οδηγούσε σε τόσο υψηλά επίπεδα θερμότητας και υγρασίας που εκτιμώνται «αφόρητα» για τον ανθρώπινο οργανισμό, οι μελετητές ανέπτυξαν την υπόθεση ότι η θερμοκρασία θα αυξηθεί από 1,5 ως 4 βαθμούς Κελσίου. Επιπλέον, έλαβαν υπόψη τους άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως η υγρασία, η ταχύτητα του ανέμου και η ηλιακή ακτινοβολία. Σύμφωνα με τα ευρήματα, εάν οι παγκόσμιες θερμοκρασίες αυξηθούν κατά 2 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, οι κάτοικοι του Πακιστάν, της ανατολικής Κίνας και της υποσαχάριας Αφρικής θα εκτίθενται σε πάρα πολλές ώρες ζέστης που ξεπερνούν την αντοχή του ανθρώπινου οργανισμού.

Αναλυτικότερα, αυτές οι περιοχές θα καταστούν μη κατοικήσιμες καθώς τα θερμά κύματα και το υψηλό επίπεδο υγρασίας θα είναι επικίνδυνα για την υγεία. Ο αέρας δεν μπορεί να απορροφήσει την υπερβολική υγρασία και αυτό περιορίζει την εξάτμιση του ιδρώτα. Εάν, μάλιστα, η υπερθέρμανση του πλανήτη έφτανε τους 3 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, εξήγησαν οι ερευνητές, τα επίπεδα θερμότητας και υγρασίας που υπερβαίνουν την αντοχή του οργανισμού θα επηρέαζαν την ανατολική Ακτή και τις κεντρικές πολιτείες των ΗΠΑ, τη Νότια Αμερική και την Αυστραλία.

Τα όρια του ανθρώπινου οργανισμού

Όταν το σώμα υπερθερμαίνεται, ιδρώνει και η καρδιά εργάζεται πιο σκληρά για να αντλήσει αίμα προς το δέρμα, ώστε να διατηρηθεί η εσωτερική θερμοκρασία και να αποβληθεί η θερμότητα. Η παρατεταμένη, λοιπόν, έκθεση στη ζέστη μπορεί να οδηγήσει σε θερμοπληξία που απαιτεί άμεση ιατρική περίθαλψη.

«Σε υψηλά επίπεδα θερμοκρασίας και υγρασίας η λειτουργία της εφίδρωσης δεν είναι αρκετή, καθώς η εσωτερική σωματική θερμοκρασία αυξάνεται. Μπορεί αυτό να μην αποτελεί άμεση απειλή, αλλά το σώμα χρειάζεται να βρει τρόπο ώστε να ανακουφιστεί. Αν δεν βρεθεί εντός λίγων ωρών, μπορεί να προκληθεί θερμοπληξία και να καταπονηθεί το καρδιαγγειακό σύστημα με αποτέλεσμα να σημειωθούν καρδιακές προσβολές σε ευάλωτα άτομα», επισημαίνει ο καθηγητής Φυσιολογίας και Κινησιολογίας του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, Λάρι Κένεϊ.

Σαν να μην έφτανε αυτό, η υγρή ζέστη πρόκειται να αποτελέσει μεγαλύτερη απειλή από την ξηρασία. Οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου καλώντας κυβερνήσεις και αρμόδιους φορείς να επανεξετάσουν την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής που ακολουθείται για τον περιορισμό της θερμοκρασίας και να επενδύσουν σε προγράμματα για την επίλυση σοβαρών προβλημάτων που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα αν τα δυσοίωνα σενάρια επαληθευτούν.

«Στοπ» στα αέρια του θερμοκηπίου

Για να σταματήσει η άνοδος της θερμοκρασίας, οι επιστήμονες στηρίχθηκαν σε έρευνες δεκαετιών που υπογραμμίζουν την ανάγκη μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ιδιαίτερα του διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπεται από την καύση ορυκτών καυσίμων. Εάν δεν εφαρμοστούν αυτές οι αλλαγές, οι χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος θα υποφέρουν περισσότερο.

Οι επιστήμονες έθεσαν ως παράδειγμα την Αλ Χουνταϊντά της Υεμένης, στην οποία έχει παρατηρηθεί παρατεταμένη ζέστη και υγρασία. Αν η θερμοκρασία του πλανήτη αυξηθεί κατά 4 βαθμούς αυτό θα έχει ως επακόλουθο ακραίες συνθήκες ζέστης για περισσότερες από 100 συνεχόμενες ημέρες που θα καταστήσουν την πόλη «κόκκινη» και μη βιώσιμη.

«Το χειρότερο θερμικό στρες θα σημειωθεί σε περιοχές που δεν είναι πλούσιες και αναμένεται να παρουσιάσουν ταχεία αύξηση του πληθυσμού τις επόμενες δεκαετίες. Ωστόσο, και τα πλούσια έθνη θα υποφέρουν από τη ζέστη και αναμένεται να επηρεαστούν αρνητικά με κάποιο τρόπο», προσθέτει ο Μάθιου Χιούμπερ του πανεπιστημίου Περντιού της Ιντιάνα των ΗΠΑ.

Αιτία θανάτου οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες

Σε προκαταρκτικές μελέτες ο Κένεϊ διαπίστωσε ότι οι ηλικιωμένοι αντιμετωπίζουν θερμικό στρες και άλλα προβλήματα υγείας σε χαμηλότερα επίπεδα ζέστης και υγρασίας συγκριτικά με τους νέους. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια του καύσωνα που καταγράφηκε στο Σικάγο το 1995 σημειώθηκαν θάνατοι 739 ανθρώπων, εκ των οποίων οι περισσότεροι άνω των 65 ετών, οι οποίοι κατέληξαν έπειτα από καρδιαγγειακά επεισόδια εξαιτίας θερμικού σοκ.

Η ακραία ζέστη αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου στις ΗΠΑ και μία από τις συχνότερες αιτίες θανάτου παγκοσμίως που συνδέεται με τις καιρικές συνθήκες. Ο κίνδυνος νοσηρότητας και θνησιμότητας αυξάνεται στις ευάλωτες ομάδες, όπως οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά, οι εργαζόμενοι σε εξωτερικούς χώρους και εκείνοι με παθήσεις ή όσοι λαμβάνουν φάρμακα που προκαλούν αύξηση της εσωτερικής θερμοκρασίας. Επισημαίνεται πως αν οι συνθήκες ακραίας ζέστης διαρκέσουν 5-6 ώρες, χωρίς το άτομο να έχει καταφύγει σε κλιματιζόμενο χώρο, ο οργανισμός του αρχίζει να καταρρέει, ανεξάρτητα από την ηλικία και την κατάσταση της υγείας του και ακόμη και αν βρίσκεται σε σκιά. Τα κύματα καύσωνα σχετίζονται με αυξημένα ποσοστά νοσηλείας και θανάτου για ανθρώπους με καρδιαγγειακές, αναπνευστικές και νεφρικές παθήσεις καθώς και για εκείνους που έχουν διαγνωστεί με διαβήτη. Οι ερευνητές τονίζουν πως τα συμπεράσματα αυτά δεν προκύπτουν αποκλειστικά από την αύξηση της σωματικής θερμοκρασίας, αλλά από το γεγονός ότι ο οργανισμός καταπονείται σημαντικά όταν καλείται να δροσιστεί.

Διαβάστε ακόμη

Κομισιόν: Ανάπτυξη 2,4% το 2023 – Πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο η Ελλάδα

Αποζημίωση ειδικού σκοπού: Ξεκίνησαν οι πληρωμές – Ποιος εργαζόμενους αφορά

Ανεβαίνουν οι τιμές στο φυσικό αέριο – Ανησυχίες για τον εφοδιασμό

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ