Την μεγάλη στροφή της ελληνικής κυβέρνησης σε καθαρότερες μορφές ενέργειας επικροτεί ο ΟΟΣΑ, ωστόσο υποστηρίζει ότι η ελληνική οικονομία παραμένει ακόμη εξαρτημένη από τα ορυκτά καύσιμα.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση του ΟΟΣΑ για τις περιβαλλοντικές επιδόσεις της χώρας μας, η Ελλάδα πέτυχε τον στόχο για το 2020 που έθεσε η Οδηγία της ΕΕ για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

Εντούτοις, επισημαίνει ότι οι εκπομπές και οι συγκεντρώσεις των βασικότερων ατμοσφαιρικών ρύπων έχουν μειωθεί, κυρίως χάρη στον περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας λόγω της κρίσης, τα μέτρα για τη μείωση των εκπομπών και λιγότερο στη χρήση καθαρότερων καυσίμων.

Η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει ατμοσφαιρικούς ρύπους στις αστικές περιοχές που υπερβαίνουν τα όρια που τίθενται από την νομοθεσία της ΕΕ, με σοβαρές επιπτώσεις για τη δημόσια υγεία. Όπως σημειώνεται η χώρα μας είναι τέταρτη από το τέλος σε πρόωρους θανάτους καθώς υστερεί στην ανάπτυξη ενός εθνικού προγράμματος ελέγχου της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

Ως επί των πλείστον, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου προέρχονται από τους κλάδους της ενέργειας και των μεταφορών. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις δέκα χώρες του ΟΟΣΑ με τη μεγαλύτερη ένταση άνθρακα λόγω της έντονης εξάρτησης για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και από το πετρέλαιο για τις μεταφορές, τη θέρμανση και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε πολλά νησιά.

Στην έκθεση του ΟΟΣΑ, η οποία παρουσιάστηκε χθες από στελέχη του οργανισμού, παρουσία της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΝ, αναφέρθηκε ως παράδειγμα η επιμονή της Ελλάδας στην ανάπτυξη των οδικών μεταφορών, που μέσα σε μια δεκαετία έχουν διπλασιαστεί.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το 2017, οι επενδύσεις στο οδικό δίκτυο αντιστοιχούσαν στο 2,3% του ΑΕΠ, που είναι το υψηλότερο επίπεδο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. «Η έλλειψη σχεδίων για βιώσιμες αστικές μετακινήσεις και η ελλιπής ανάπτυξη ήπιων μέσων μεταφοράς έχουν συμβάλει στη συνεχιζόμενη εξάρτηση από τα επιβατηγά ιδιωτικής χρήσης οχήματα» τονίζουν οι συντάκτες της έκθεσης.

Για αυτό και μέσα στα επόμενα βήματα που έχει να χαράξει η Ελλάδα αναφέρεται και η αποκατάσταση της ισορροπίας των επενδύσεων υπέρ του σιδηροδρόμου σε σχέση με τις οδικές μεταφορές.

Φόροι και καύσιμα

«Το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ προσφέρει την ευκαιρία να δοθεί ώθηση στις πράσινες επενδύσεις», τονίζει η έκθεση και επισημαίνει ότι η Ελλάδα έχει αυξήσει τις τιμές για τις εκπομπές άνθρακα, αλλά θα μπορούσε να εναρμονίσει τα φορολογικά κίνητρα με τους περιβαλλοντικούς στόχους. Τονίζεται ότι η χώρα πρέπει να προχωρήσει στο «σταδιακό κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ των φόρων πετρελαίου και ντίζελ» καθώς σήμερα υπάρχουν λιγότεροι φόροι στο ντίζελ αν και είναι πιο ρυπογόνο καύσιμο. Η έκθεση συστήνει επίσης εναρμόνιση της φορολογίας των νέων και των παλαιών οχημάτων αλλά και διαφοροποίηση των τελών κυκλοφορίας σύμφωνα με τα όρια εκπομπών ρύπων πέραν του διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το κόστος των διοδίων να συνδεθεί με τα επίπεδα εκπομπών ρύπων των οχημάτων.

Φάουλ και στο περιβάλλον

Σε ότι αφορά τις επιδόσεις στο περιβάλλον, αγκάθι παραμένει η διαχείριση των αποβλήτων καθώς το 80% των απορριμμάτων συνεχίζει να θάβεται. Την ίδια στιγμή ο ΟΟΣΑ, σημειώνει ότι η περιβαλλοντική και χωροταξική νομοθεσία έχει εξορθολογιστεί προκειμένου να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τις επιχειρήσεις. Ωστόσο ο περίπλοκος χωροταξικός σχεδιασμός και τα ειδικά καθεστώτα για ορισμένα επενδυτικά σχέδια προκαλούν, κυρίως σε τουριστικές περιοχές περιβαλλοντική υποβάθμιση. Η αυθαίρετη δόμηση, ιδίως στις παράκτιες και δασικές περιοχές, εξακολουθεί να αποτελεί μείζον περιβαλλοντικό ζήτημα.

Η έκθεση του ΟΟΣΑ αναφέρει ότι οι δημόσιες επενδύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος έχουν μειωθεί παρά τις σημαντικές πιστώσεις από την Ε.Ε. Την περίοδο 2007-2013, μόλις το 13% των πιστώσεων του Ταμείου Συνοχής δαπανήθηκε για το περιβάλλον. Οι χρηματοδοτήσεις αυξήθηκαν κατά την προγραμματική περίοδο 2014-2020, ιδίως όσον αφορά τα απόβλητα, αλλά τα έργα έχουν καθυστερήσει λόγω ελλιπούς σχεδιασμού και περιορισμών ως προς την ικανότητα των φορέων.

Η αποτελεσματική χρήση των ευρωπαϊκών κονδυλίων είναι καίρια για την ανάκτηση του χαμένου εδάφους όσον αφορά τις περιβαλλοντικές υποδομές.

Η Ελλάδα, όπως επισημαίνεται πραγματοποιεί μια φιλόδοξη ενεργειακή μετάβαση. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε τη σταδιακή απολιγνιτοποίηση έως το 2028 και υιοθέτησε το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα μέχρι το 2030. Ωστόσο, η επίτευξη “ουδετερότητας σε σχέση με το κλίμα” αποτελεί πρόκληση.

Ως μεσογειακή χώρα με χιλιάδες νησιά, η Ελλάδα τονίζεται ότι είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Θα πρέπει να αναλάβει προσπάθειες προσαρμογής, ειδικά όσον αφορά την ύδρευση, τη γεωργία και τον τουρισμό.