Η εξάρτηση του κόσμου από τα ορυκτά καύσιμα είναι πιθανό να επιδεινωθεί τις επόμενες δεκαετίες, ενισχύοντας τον κίνδυνο κλιματικής καταστροφής, ενώ οι ηγέτες των χωρών και διευθύνοντες σύμβουλοι επιχειρήσεων επανειλημμένα επισημαίνουν τη δέσμευσή τους για τη λεγόμενη «ενεργειακή μετάβαση».

Σύμφωνα με ρεπορτάζ του CNBC, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής βρίσκονται υπό έντονή πίεση για να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού και ενόψει πριν της COP26, που θα πραγματοποιηθεί στη Γλασκόβη της Σκωτίας στις αρχές Νοεμβρίου.

Ωστόσο, ακόμη και αν οι πολιτικοί και οι ηγέτες των επιχειρήσεων αναγνωρίσουν δημόσια την ανάγκη μετάβασης σε μια κοινωνία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, οι ελπίδες για περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη λιγοστεύουν.

Σχεδόν 200 χώρες επικύρωσαν τη Συμφωνία για το κλίμα στο Παρίσι, συναινώντας να συνεχίσουν τις προσπάθειες για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς Κελσίου. Αυτό παραμένει βασικός στόχος της COP26, αν και ορισμένοι ειδικοί επιστήμονες πιστεύουν πλέον ότι η επίτευξη του είναι ήδη «σχεδόν αδύνατη».

Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή εκτιμά ότι η υπερθέρμανση που προκαλείται από τον άνθρωπο ως αποτέλεσμα των προηγούμενων και των συνεχιζόμενων εκπομπών προσθέτει περίπου 0,2 βαθμούς Κελσίου ανά δεκαετία στην παγκόσμια μέση θερμοκρασία. Και, εάν συνεχιστεί, η IPCC έχει προβλέψει ότι η θέρμανση είναι πιθανό να φτάσει τους 1,5 βαθμούς Κελσίου μεταξύ 2030 και 2052.

Για να διατηρηθεί κάτω από αυτό το επίπεδο, οι επιστήμονες ζήτησαν μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 45% έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2010, πριν φτάσουν στο μηδέν περίπου το 2050.

«Είναι αλήθεια ότι η μετάβαση κινείται πολύ πιο αργά από την κλιματική προοπτική, αλλά είναι απαραίτητο να αναγνωριστεί ότι είναι πρωτίστως θέμα πολιτικής βούλησης και οικονομικών επιλογών» δήλωσε στο CNBC o Carroll Muffett, διευθύνων σύμβουλος του μη κερδοσκοπικού κέντρου για το Διεθνές Περιβαλλοντικό Δίκαιο.

«Δεν είναι θέμα έλλειψης τεχνολογίας ή αδυναμίας να το πράξουμε. Εάν κοιτάξουμε ποιες τελικά είναι οι φθηνότερες πηγές ενεργειακού εφοδιασμού αυτήν τη στιγμή, θα καταλάβουμε ότι το ζήτημα δεν αφορά καν στα οικονομικά. Αφορά πολύ περισσότερο στις ενσωματωμένες δομές ισχύος και στη συνεχή υποστήριξη της βιομηχανίας που πεθαίνει», πρόσθεσε.

Ένα από τα «καλύτερα παραδείγματα», είπε ο Muffett, είναι ότι οι πολιτικές μηδενικής καθαρής κατανάλωσης ενεργείας  ορισμένων κυβερνήσεων και επιχειρήσεων εξαρτώνται από την αύξηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων «για τις επόμενες δεκαετίες». Αυτές οι πολιτικές συνήθως «βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε μη αποδεδειγμένες και δυνητικά πολύ επικίνδυνες στρατηγικές απομάκρυνσης του άνθρακα, κάνοντας το διοξείδιο του άνθρακα να εξαφανιστεί μαγικά».

Μια δύσκολη και ανώμαλη πορεία

Επί του παρόντος, τα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα της Γης είναι υψηλότερα από οποιαδήποτε στιγμή τα τελευταία 3,6 εκατομμύρια χρόνια, σύμφωνα με έρευνα της National Oceanic and Atmospheric Administration.

Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν την περασμένη εβδομάδα, διαπίστωσαν ότι τα επίπεδα του CO2 και του μεθανίου – τα δύο πιο σημαντικά αέρια του θερμοκηπίου – συνέχισαν την «αδιάκοπη άνοδο» τους πέρυσι, παρά την απότομη οικονομική επιβράδυνση που προκλήθηκε από την πανδημία του κορωνοιού.

«Η ανθρώπινη δραστηριότητα οδηγεί στην κλιματική αλλαγή», δήλωσε ο Colm Sweeney του Παγκόσμιου Εργαστηρίου Παρακολούθησης της NOAA. “Αν θέλουμε να μετριάσουμε τις χειρότερες επιπτώσεις, θα πρέπει να εστιάσουμε στη μείωση των εκπομπών ορυκτών καυσίμων στο μηδέν – και ακόμη και τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους για την περαιτέρω απομάκρυνση των αερίων του θερμοκηπίου από την ατμόσφαιρα.”

Η καύση ορυκτών καυσίμων όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας απελευθερώνει μεγάλες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα στον αέρα. Τα αέρια του θερμοκηπίου παγιδεύουν τη θερμότητα στην ατμόσφαιρά μας, προκαλώντας την υπερθέρμανση του πλανήτη. Η IPCC διαπίστωσε ότι οι εκπομπές από ορυκτά καύσιμα και η βιομηχανία αποτελούν την κύρια αιτία της παγκόσμιας υπερθέρμανσης, αντιπροσωπεύοντας το 89% των παγκόσμιων εκπομπών CO2 το 2018.

Η U.S. Energy Information Administration  δήλωσε ότι αναμένει ότι οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από πηγές που σχετίζονται με την ενέργεια θα συνεχίσουν να αυξάνονται τις επόμενες δεκαετίες. Το 2019, η Υπηρεσία προέβλεψε ότι οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 θα αυξηθούν 0,6% ετησίως από το 2018 έως το 2050, με την Κίνα να διατηρεί τη πρώτη θέση της ως ο μεγαλύτερος παράγοντας εκπομπών CO2 που σχετίζεται με την ενέργεια κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Ο Clark Williams-Derry, αναλυτής οικονομικής ενέργειας στο IEEFA (έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό) περιέγραψε τη λεγόμενη «ενεργειακή μετάβαση» ως «τη διαδικασία μετατόπισης ενός ενεργειακού συστήματος του 19ου αιώνα στον 21ο αιώνα».

«Υπάρχει μια μετάβαση σε εξέλιξη, αλλά είναι αρκετά γρήγορη για να αποφευχθούν οι χειρότερες καταστροφές της κλιματικής αλλαγής; Είναι αρκετά γρήγορη για την ανακούφιση των ανησυχιών για την ποιότητα του αέρα στις πόλεις του αναπτυσσόμενου κόσμου;», είπε ο Ο Williams-Derry, επικαλούμενος επικίνδυνα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε χώρες όπως μεταξύ άλλων, η Ινδία, η Κίνα, το Μπαγκλαντές και το Βιετνάμ. «Είμαστε δεμένοι από μια κληρονομιά επιλογών, τεχνολογιών και τοπικών οικονομιών που θέλουν να μας κρατήσουν πίσω», συνέχισε. “Θα είναι μια ανώμαλη πορεία.”

«Η κατάσταση είναι πιο κρίσιμη από ποτέ»

Η Διακυβερνητική Ομάδα για την Κλιματική Αλλαγή αναγνώρισε ότι η μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα είναι μια τεράστια δέσμευση και θα απαιτήσει «γρήγορες, εκτεταμένες και πρωτοφανείς αλλαγές» σε όλες τις πτυχές της κοινωνίας. Επισήμανε επίσης ότι ο περιορισμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς Κελσίου «θα μπορούσε να συμβαδίζει με τη διασφάλιση μιας πιο βιώσιμης και δίκαιης κοινωνίας», με σαφή οφέλη τόσο για τον άνθρωπο όσο και για το φυσικό οικοσύστημα.

Ωστόσο, μια ανάλυση των Ηνωμένων Εθνών που δημοσιεύθηκε στις 26 Φεβρουαρίου διαπίστωσε ότι οι δεσμεύσεις των χωρών παγκοσμίως για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου ήταν «πολύ μακριά» από τα ουσιαστικά μέτρα που απαιτούνται για την αποφυγή των πιο καταστροφικών επιπτώσεων της κατάρρευσης του κλίματος.

Η τελευταία έκθεση του ΟΗΕ για τα εθνικά σχέδια δράσης για το κλίμα περιέλαβε χώρες που είναι υπεύθυνες μόνο για το ένα τρίτο περίπου των παγκόσμιων εκπομπών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μόνο 75 από τις 195 συμβαλλόμενες χώρες που υπέγραψαν τη Συμφωνία του Παρισιού υπέβαλαν το σχέδιο δράσης τους για τη μείωση των εκπομπών έως το 2030. Οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ινδία, δεν έχουν ακόμη διαμορφώσει τα αντίστοιχα σχέδια δράσης.

Η εκτελεστική γραμματέας του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, Patricia Espinosa, προέτρεψε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να ενισχύσουν το συντομότερο την εθνική στρατηγική τους για τη μείωση των εκπομπών. «Εάν αυτό ήταν επείγον στο παρελθόν, είναι τώρα πιο κρίσιμο από ποτέ» δήλωσε χαρακτηριστικά.